Ρέκβιεμ για έναν Κριό



Ένα κοφίνι. Στη μέση της Κοραή. Δίπλα σ' ένα θάμνο. Γυρίζω να το δω. Αφημένο. Πιο πέρα κι άλλος θάμνος. Από κείνους που φυτεύουν οι δημαρχαίοι. Για επιχείρημα να ξεριζώνουν δέντρα. Πίσω του ένας άνθρωπος. Κατά πλάτος κρυμμένος. Ξαπλωμένος σε χαρτόνι. Έξω απ' την τράπεζα με τη χαρτούρα.
*
Στο Άστυ. Μυστικός δείπνος με αστέρια. Του Χόλιγουντ. Ο Μίκι Ρουρκ, η ορμή του Κριού. Απ' τα μάτια του δάκρυα. Από γνώριμα υγρά μάτια που σε μεγάλωσαν. Πιο πέρα το παζάρι στην Κλαυθμώνος. Χαρτί και λέξεις με το κιλό. Δεν θα πάρεις. Έξω οι εφημερίδες. θα τυλιχτείς με το εφήμερό τους το αλωμένο από την κυκλοφορία της Κυριακής. Πλαστικό. Για το κρύο. Διάφανο σαν τη διαύγειά σου. Τρέμουν τα χείλη.
*
Να χωθείς στη φυγή. Το συντομότερο δυνατόν. Με ορμή. Χωρίς κριό. Πολιορκητικό. Στον υπαίθριο σταθμό του τρένου. Δύο νεαροί. Με χακί τζάκετ. Κι αθλητικά. Η παραλλαγή της ομορφιάς. Με τα λαμπερά πρόσωπα. Και την κοφτερή ματιά. Απαστράπτουσα. Μιλάνε με τα χέρια τους. Ντρέπεσαι. Που δεν μιλάς τη γλώσσα τους. Και σου χρειάζεται τώρα. Να τους πεις πόσο όμορφοι είναι. Μα δεν θα σ' ακούσουν. Με τα φτωχά σου λόγια που δεν επαρκούν. Ποτέ δεν επαρκούν τα λόγια. Γραμμένα ή άγραφα. Στα όρη στ' άγραφα βουνά.
*
Συνέχισε να χαμογελάς. Ηλιθιωδώς. Σαν ερωτευμένος άνθρωπος. Πιάνει αυτό το κόλπο στην Αθήνα. Πιάνει. Άμα χαμογελάς αφ' εαυτού σου, είσαι τρελός. Καλύτερα τρελός παρά μαραζωμένος. Θυμήθηκες την ταμία στα διάφορα άρα -το πρωί Σαββάτου- της έκανε παρατήρηση μια τάχα ανώτερη. Γαμώ τις ιεραρχίες σας. Κι εκείνη έσκυβε αμίλητη τα μάτια. Δάγκωνε τα χείλια. Να μην ξεσπάσει. Και τα καλοριφέρ στο φουλ. Να ψηθούμε. Για να πουληθούν τα τσίτια. Ολοκαύτωμα. Και μόλις ήρθε η σειρά σου, καθότι προνοητική κι έβαλες από Φλεβάρη κοντομάνικα και μπορούσες ακόμα ελεύθερα να αναπνεύσεις, της χάρισες το πιο πλατύ κι αληθινό σου χαμόγελο, από τα βάθη της ψυχής σου. Ειλικρινώς. Σαν δήλωση συμπαράστασης. Έχεις καταλάβει. Να καταλαβαινόμαστε πού και πού.
*
Ένα αχνό φεγγάρι πάνω. Έξω ένα πάμφωτο άχθος της βροχής που δεν έπεσε ακόμα. Μέσα πλημμυρίσαμε βροχή κι αποχρώσεις της αγάπης που όλοι ψάχνουν απελπισμένα. Με την ορμή του Κριού. Αλά Μίκι Ρουρκ. Τα παλιά άλογα τρέχουν κούρσες. Ψυχής. Και δακρύζουν πριν στουκάρουν στην απόλυτη καρδιά τους. Και χαρίζονται. Στο κοινό. Στο κενό. Στο τίποτα. Αυτό μήπως είναι το παν; Και μια γυναίκα από τα παρασκήνια θα κλαίει για κείνους.