Συλλογική ασφυξία
Η επιδημία αυτοκτονιών αν κάτι αποδεικνύει τούτη την ώρα είναι ότι μέλη της κοινωνίας έχουν φτάσει στα όριά τους και αποφασίζουν να τα ξεπεράσουν. Με κόστος την ίδια τους τη ζωή. Η κοινή γνώμη σοκάρεται κάθε φορά από την αρχή, αν και η ανοσία –μπροστά στον ίδιο το θάνατο- καραδοκεί. Αυτή η οριακή κατάσταση αν κάποιον θεωρητικά θα έπρεπε να προβληματίσει και να ταράξει πραγματικά, αυτός είναι ο πολιτικός κόσμος· από τη μία πλευρά όλους εκείνους που είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στη χώρα, όχι μόνο την οικονομική αλλά κυρίως την πνευματική και την ψυχολογική που έχει φτάσει να σηκώνει πάνω του ο κοινωνικός ιστός και από την άλλη, εκείνους που εμφανίζονται ως διεκδικητές της εξουσίας.
Για τους πρώτους, το λογικό επιχείρημα λέει ότι δεν είναι σε θέση διανοητική και ηθική να αναλογιστούν τις ευθύνες τους και φυσικά να τις αναγνωρίσουν δημοσίως. Δεν τους συμφέρει. Για τους άλλους όμως, αυτούς που παρουσιάζονται ως έτοιμοι να κυβερνήσουν, ας σκεφτούν ότι ο κόσμος βρίσκεται στα όρια νευρικής κρίσης. Ας σκεφτούν ότι δεν είναι ώρα να παίζουν τα παιχνίδια της μικροπολιτικής τους. Ας σκεφτούν ότι ο κόσμος υποφέρει, όχι μόνο φυσικά, όπως δείχνουν οι άστεγοι στους δρόμους, αλλά και κρυφά, βουβά πίσω από τις κλειστές πόρτες. Κάποια στιγμή ανοίγουν τα παράθυρα, τις μπαλκονόπορτες και πέφτουν στο κενό. Είναι αυτό το αίσθημα της ασφυξίας που πνίγει αυτόν τον καιρό μια ολόκληρη χώρα. Εκείνοι που ήδη εμφάνιζαν μια κοινωνική δυσλειτουργικότητα ή βίωναν την προσωπική τους κατάθλιψη ή δεν χειρίστηκαν καλά τα οικονομικά τους, ζορίζονται κι άλλο από την κρίση και φτάνουν στο τελικό τους βήμα.
Μπορεί να μην έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε κανενός είδους σοβαρή συλλογικότητα σε αυτή τη χώρα, αλλά μια επιδημία από μόνους απελπισμένους, στη δύσκολη ώρα, καταφέρνουμε να τη συγκροτήσουμε. Το αδιέξοδο είναι πιο εύκολο να το στήσεις. Το άλλο είναι δύσκολο: να βρεις άκρη, διέξοδο, να βρεις νέο δρόμο να περπατήσεις. Να βρεις τις λέξεις να πεις τη ζωή σου, να τη συλλαβίσεις από την αρχή, να την κάνεις να υπάρξει. Αν κάτι μας λείπει, είναι οι άνθρωποι να μιλάνε ή να ακούνε. Επί της ουσίας. Άνθρωποι που να μοιράζονται τον εαυτόν τους. Έχουμε ξεχάσει να μοιραζόμαστε τη χαρά και τη λύπη μας. Για καιρό μας κάλυπταν οι πιστωτικές κάρτες, αλλά τώρα δεν μπορείς να τους πεις τον πόνο σου. Μας λείπουν και τα τραγούδια που να μιλάνε για μας τώρα. Μας λείπουν και οι ταινίες που να μιλάνε για μας τώρα. Μας λείπουν και τα βιβλία που να μιλάνε για μας τώρα. Μας λείπει να μιλάμε, όχι μόνοι στο κενό, αλλά μαζί με τους άλλους. Γι’ αυτό τόσο σφίξιμο στην καρδιά, τόσες κλειστές πόρτες, τόσα χέρια που κόβουν το νήμα τους μόνα.
(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 25/5/2012)