Η μυστηριώδης νήσος
«Η πείνα
μάς είχε βάλει σ' ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, εκεί όπου ο εγκέφαλος παύει να
λειτουργεί κανονικά αφήνοντας το σώμα σε πλήρη αδράνεια ν' αναμένει το θαύμα.
Υπήρχαν μέρες που ξαπλώναμε γυμνοί χωρίς διάθεση να κάνουμε το παραμικρό για να
σώσουμε το τομάρι μας»,
γράφει ο Χρήστος Αστερίου στο μυθιστόρημά του «Ίσλα Μπόα» (Εκδόσεις Πόλις) που μόλις κυκλοφόρησε.
Πρόκειται για μια αφήγηση που έχει χωνέψει μέσα της αιώνες ευρωπαϊκού
πολιτισμού. Ένα ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, για κείνους που αναρωτιούνται πού ανήκουμε, με ένα σίγουρο δρόμο:
αποκαλύπτει τα όρια του σημερινού κόσμου, τα εξαντλημένα και ανοίγει την πόρτα
στον επερχόμενο κόσμο.
Στο νησί
της παγκοσμιοποίησης καταφθάνει ο κάθε λαός -ή καλύτερα η κάθε μονάδα, το κάθε
άτομο- με την ίδια δίψα: να επιβιώσει. Με κάθε τρόπο. Ο πολλά υποσχόμενος
παράδεισος αποδεικνύεται ξέρα τραγικών διαστάσεων. Το προαιώνιο δράμα καραδοκεί
να ρουφήξει τον καθέναν στην άβυσσο. Ο συγγραφέας συλλαμβάνει την εικόνα και το
μεδούλι του κόσμου που παρέρχεται και κάνει τις τελευταίες του απέλπιδες
προσπάθειες να πιαστεί από το παλιό, το γνωστό, το παραδεδομένο. Τα λεφτά είναι
το κίνητρο, νομίζουμε ότι θα μας σώσουν, ότι θα περιμαζέψουν ό,τι γίνεται από
την προδομένη μας από τον καιρό αξιοπρέπεια και θα μας ξανακάνουν ολόκληρους.
Ο κάθε ένας
μόνος του, γιατί εκεί μας έφτασε ο σημερινός πολιτισμός, μετά την πλήρη
συνειδητοποίηση του εαυτού, της μοναδικότητας της ύπαρξης, αποδεικνύεται πολύ
λίγος. Ζητάει κι άλλα άγνωρα από μας. Ξαναγυρίζει στα ένστικτά του: να
επιβληθεί, να σκοτώσει, να βιάσει, να κατακτήσει, προκειμένου να νιώσει ότι
εκείνος είναι, ότι υπάρχει. «Την πείνα διαδέχεται η εξαθλίωση, φίλοι μου, κι ως εξαθλιωμένος
εκπίπτεις του ανθρωπίνου αξιώματος ώρα με την ώρα», γράφει ο Αστερίου. Το βιβλίο σε κάνει να
σκεφτείς την Ελλάδα σαν μια μικρογραφία του κόσμου τούτη την ώρα της τάχα μου
οικονομικής κρίσης, ενός θανάτου του παλιού θα έλεγα για την ακρίβεια, που φοράει το μανδύα της πτώχευσης.
Σε βάζει να σκεφτείς τον εαυτό σου μόνο του σ' αυτό το παγκόσμιο χωριό. Τις
πιθανότητες που έχεις να βγεις νικητής, ολόκληρος. Μόνο που νικητής είναι
εκείνος που δεν χάνει την ανθρωπινότητά του. «Το στόμα μου στέγνωσε. Δεν θέλω να μιλήσω άλλο», παραδέχεται ο αφηγητής. Την ώρα
που θα έχουμε σταματήσει να μπορούμε να αφηγηθούμε τον εαυτό μας, τότε θα
παραδοθούμε στο τίποτα, στο μηδέν, στο ίδιο το τέλος. Η δύναμή μας μέχρι τώρα
ήταν να επανεφευρίσκουμε τον εαυτό που θέλαμε, αλλά αυτό θα συνεχίσει να υφίσταται
παρακάτω; Θα μας το επιτρέψει η σκέψη μας, τα όρια του πολιτισμού μας, οι
αντοχές μας να επιθυμούμε; Στο κέντρο της πόλης με ζώνουν φιγούρες παραδομένων
παιδιών στο τίποτα, πολύ μόνα «νησιά» ζητούν
ελεημοσύνη για να ξεχάσουν τον εαυτό τους, με τρυπημένα μπράτσα και σακατεμένα
κορμιά. Κάτι έχει πεθάνει από την ψυχή και το σώμα αυτού του κόσμου.