Απόφαση επιβίωσης
Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Οι ειδήσεις ρέουν συνεχώς από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και το διαδίκτυο. Κυκλοφορούν μηνύματα που οφείλεις να φιλτράρεις, να σκεφτείς και να αποφασίσεις τι σου λένε. Σχεδόν ακατόρθωτο να βρεις το χρόνο και ταυτόχρονα να ζεις. Οξύνονται τα αντανακλαστικά. Οι εφημερίδες πιο απενεργοποιημένες από ποτέ, άλλωστε αυτές απαιτούσαν ώρα και γι' αυτό κατέληξαν οι λιγότερο εφήμερες κι ακαριαίες. Εξέλειψε και η σιέστα μαζί τους στις μεγάλες πόλεις. Εκείνο το σημείο που το μυαλό ξεκαθαρίζει τα περιττά και τα οδηγεί στον κάδο ανακύκλωσης.
Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που πραγματικά σε αφορά από όλα όσα δημοσιοποιούνται. Ψάχνεις να βρεις όλα εκείνα τα στοιχεία που σε βοηθούν να αποκρυσταλλώσεις πέντε χρήσιμα πράγματα. Κυρίως να κάνεις ερωτήσεις. Αλλιώς είσαι πεθαμένος. Κι αυτό είναι το εύκολο. Φιγούρες καταθλιμμένες γύρω. Στα τρένα, τους δρόμους, τα λεωφορεία. Κυρίως στο σπίτι τους. Ιδίως αυτό το εκατομμύριο που ζει στην ανεργία. Εκατομμύριο και. Εκεί που παίζεται το δράμα σε προσωπικό επίπεδο του καθενός. Με κλειστές πόρτες. Με λογαριασμούς που γλιστρούν κάτω από την πόρτα και εξωθούν στην απελπισία, καταδικασμένοι να μείνουν απλήρωτοι. Σφιγμένα χείλη. Υπόκωφη βία. Αυτή που βράζει μέσα στον καθένα. Πότε θα πεταχτεί το καπάκι της χύτρας. Για τον καθέναν ξεχωριστά ή πότε θα ξεχυθούν οι θυμοί όλων μαζί σ' ένα συλλογικό κύμα, ο βρασμός συνεχίζεται. Αλίμονο, εκείνοι που καίνε την Αθήνα, δεν έχουν ιδέα από θυμό. Και πίκρα. Των άλλων.
Το μεγάλο στοίχημα είναι να μην χαθεί το κουράγιο. Είναι διαρκής ο αγώνας. Καθημερινός κι επίπονος. Για ένα χαμόγελο. Μια καλή κουβέντα από την καρδιά. Μια καθαρή σκέψη, μια καλή ιδέα, έξυπνη που μπορεί να βοηθήσει. Γι' αυτό διψάει ο κόσμος. Για το καλό. Και πεινάει. Όσο κι αν αδυνατούν κάποιοι να το πιστέψουν. Πεινάει για το καλό, αλλά και κυριολεκτικά, όπως πεινούσε πάντα. Τώρα μόνο φαίνεται. Πριν κρυβόταν κάτω από τα λεφτά των περισσότερων. Αυτά γίνονται καπνός κι αποκαλύπτεται η γύμνια πίσω από τα χάρτινα πετσετάκια. Οι άστεγοι ήταν πάντα. Και οι ταλαίπωροι πάσης φύσεως.Τώρα πληθύνονται και φαίνονται. Η καταχνιά αυτού του χειμώνα έχει ρουφηξει την πόλη. Τουλάχιστον, εκείνους που τη ζουν εντός της, περπατώντας την. Η ευαισθησία χτυπάει την πιο ανύποπτη ώρα. Μια κουβέντα που μπορεί να στηρίξει πιο καλά κι από το πιο στιβαρό μπράτσο. Ένα βλέμμα ότι κατάλαβες. Να θυμηθείς ότι είναι απόφαση και συνήθεια το να είσαι άνθρωπος. Και τι άνθρωπος. Δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο. Με καμία πολιτική εκτός σου. Καμία οικονομία. Μόνο μια βαθιά προσωπική απόφαση. Για να επιβιώσεις ως άνθρωπος. Ούτε υπό ούτε υπέρ. Άνθρωπος. Βλέπω τους φτωχούς βιοπαλαιστές μετανάστες από την ανατολή να βάζουν το χέρι τους στην τσέπη και να ρίχνουν ψιλά στα τενεκεδάκια των άστεγων και στα χέρια των ρημαγμένων από την πρέζα παιδιών.
Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που πραγματικά σε αφορά από όλα όσα δημοσιοποιούνται. Ψάχνεις να βρεις όλα εκείνα τα στοιχεία που σε βοηθούν να αποκρυσταλλώσεις πέντε χρήσιμα πράγματα. Κυρίως να κάνεις ερωτήσεις. Αλλιώς είσαι πεθαμένος. Κι αυτό είναι το εύκολο. Φιγούρες καταθλιμμένες γύρω. Στα τρένα, τους δρόμους, τα λεωφορεία. Κυρίως στο σπίτι τους. Ιδίως αυτό το εκατομμύριο που ζει στην ανεργία. Εκατομμύριο και. Εκεί που παίζεται το δράμα σε προσωπικό επίπεδο του καθενός. Με κλειστές πόρτες. Με λογαριασμούς που γλιστρούν κάτω από την πόρτα και εξωθούν στην απελπισία, καταδικασμένοι να μείνουν απλήρωτοι. Σφιγμένα χείλη. Υπόκωφη βία. Αυτή που βράζει μέσα στον καθένα. Πότε θα πεταχτεί το καπάκι της χύτρας. Για τον καθέναν ξεχωριστά ή πότε θα ξεχυθούν οι θυμοί όλων μαζί σ' ένα συλλογικό κύμα, ο βρασμός συνεχίζεται. Αλίμονο, εκείνοι που καίνε την Αθήνα, δεν έχουν ιδέα από θυμό. Και πίκρα. Των άλλων.
Το μεγάλο στοίχημα είναι να μην χαθεί το κουράγιο. Είναι διαρκής ο αγώνας. Καθημερινός κι επίπονος. Για ένα χαμόγελο. Μια καλή κουβέντα από την καρδιά. Μια καθαρή σκέψη, μια καλή ιδέα, έξυπνη που μπορεί να βοηθήσει. Γι' αυτό διψάει ο κόσμος. Για το καλό. Και πεινάει. Όσο κι αν αδυνατούν κάποιοι να το πιστέψουν. Πεινάει για το καλό, αλλά και κυριολεκτικά, όπως πεινούσε πάντα. Τώρα μόνο φαίνεται. Πριν κρυβόταν κάτω από τα λεφτά των περισσότερων. Αυτά γίνονται καπνός κι αποκαλύπτεται η γύμνια πίσω από τα χάρτινα πετσετάκια. Οι άστεγοι ήταν πάντα. Και οι ταλαίπωροι πάσης φύσεως.Τώρα πληθύνονται και φαίνονται. Η καταχνιά αυτού του χειμώνα έχει ρουφηξει την πόλη. Τουλάχιστον, εκείνους που τη ζουν εντός της, περπατώντας την. Η ευαισθησία χτυπάει την πιο ανύποπτη ώρα. Μια κουβέντα που μπορεί να στηρίξει πιο καλά κι από το πιο στιβαρό μπράτσο. Ένα βλέμμα ότι κατάλαβες. Να θυμηθείς ότι είναι απόφαση και συνήθεια το να είσαι άνθρωπος. Και τι άνθρωπος. Δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο. Με καμία πολιτική εκτός σου. Καμία οικονομία. Μόνο μια βαθιά προσωπική απόφαση. Για να επιβιώσεις ως άνθρωπος. Ούτε υπό ούτε υπέρ. Άνθρωπος. Βλέπω τους φτωχούς βιοπαλαιστές μετανάστες από την ανατολή να βάζουν το χέρι τους στην τσέπη και να ρίχνουν ψιλά στα τενεκεδάκια των άστεγων και στα χέρια των ρημαγμένων από την πρέζα παιδιών.
(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 17/2/2012)