Μοιρολατρία ώρα μηδέν


Ας πούμε χρωστάς. Αντί να πουλήσεις όμως για να ξεχρεώσεις, ας πούμε περιουσία, και να παραμείνεις ανεξάρτητος, αξιοπρεπής και πιθανά φτωχότερος και δυναμικά αισιόδοξος, αποφασίζεις να δανειστείς. Κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο. Και δεν βρίσκεις μια επιπλέον δουλειά να αυξήσεις το εισόδημά σου, όχι, παρά ως αντάλλαγμα απλώς σου ζητάνε να μειώσεις το μισθό σου ή να μείνεις άνεργος. Και να πληρώνεις ακριβότερους φόρους. Λαμπρά. Θα ξεχρεώσεις ποτέ; Όχι, μόνο ιδανικός αυτόχειρας εξασκείσαι να γίνεις.
Σε κλίμακα χώρας τώρα, δεν πάνε καλά τα οικονομικά σου. Ελλείμματα και άγιος ο θεός. Δεν σκέφτεσαι πώς θα παράγεις, θα εξάγεις, θα βγάλεις λεφτά; Δεν το σκέφτεσαι; Γι' αυτό είσαι πρωθυπουργός, γι' αυτό είσαι υπουργός Οικονομικών, υπουργός Ανάπτυξης. Δεν είσαι για τους φόρους μόνο. Υπάρχουν εισπράκτορες γι' αυτό. Είσαι εκεί για να παράγεις πολιτική σκέψη. Και δράση. Να κάνεις συμμαχίες, εμπορικές συμφωνίες, να σκεφτείς τρόπους. Να βγάλεις μια χώρα από το αδιέξοδο. Δεν είσαι εκεί εν είδει πρωτοκόλλου, ποιος θα παρίσταται στις επίσημες εκδηλώσεις και θα βγάζει τους λόγους.
Έχουμε φύγει από την τέχνη του εφικτού προ πολλού. Μόνον ανέφικτα επιδιώκονται. Λες και συμμετέχουμε όλοι σε μια ατέρμονη μικροφιλολογική συζήτηση. Ίχνος τεχνοκρατισμού και πολιτικής. Συγγνώμη κιόλας, εγώ διαπιστώνω μόνο πώς ένας παλιός κόσμος καταδυναστεύει τον επερχόμενο. Μόνον αυτό. Να μην γεννηθεί άλλος, διαφορετικός. Αυτό βλέπω. Τη στείρα ελπίδα να διαιωνιστεί το πληκτικά γνωστό και κατεστραμμένο, να ποντάρουμε στο καμένο χαρτί. Μια φοβερή μοιρολατρία και από τους ξενοσπουδαγμένους. Η μοιρολατρία όπως την ορίζει ο Νίτσε: «η μείωση του μεταβολισμού, η επιβράδυνσή του, ένα είδος θέλησης για χειμέρια νάρκη» («Ο ΝΙΤΣΕ από το ΑΛΦΑ ως το ΩΜΕΓΑ, επιμέλεια Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Μεταίχμιο).
Οι θυσίες από μόνες τους δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά μόνον στην εξαθλίωση. Κι αυτό είναι στεγνός πραγματισμός. Για να αποφασίσεις να συναινέσεις σε αυτές, πρέπει να έχεις έναν στόχο, στοιχειωδώς. Όχι επικοινωνιακό ή ρητορικό. Αλλά πραγματικό. Μόνο για να ξεχρεώσεις τι; Αυτά που έφαγε ποιος; Γιατί να συνομολογήσεις σε μια συνενοχή καταστροφής; Δεν καταλαβαίνω. Από ποιες τύψεις ή ενοχές; Δεν τα φάγαμε όλοι μαζί, τι να κάνουμε. Υπήρχαμε άνθρωποι που ζούσαμε με το βασικό και τα βασικά μια ζωή, δεν ήμασταν μέσα στη χλιδή και τα λούσα. Ήμασταν μέσα στο αυστηρώς βιοτικό και ελπίζαμε ότι όσο δουλεύαμε, θα καλυτερεύαμε τις συνθήκες για μας. Θα φέρναμε τη ζωή μας στα δικά μας μέτρα. Τώρα αυτό δεν μας επιτρέπεται. Μας το καταργεί η διαχειριστική λογική μιας τάχα μου πολιτικής. Δεν θα το δούμε να περνάει από πάνω μας και θα μείνουμε απαθείς όσο υπνωτισμένοι κι αν είμαστε από την περιρρέουσα μοιρολατρία. Όσο κι αν επιμένει το παλιό να νικήσει, το καινούριο είναι νομοτελειακά μπροστά του και δεν μπορεί να χαθεί, να καταπνιγεί με τίποτα. Γιατί είναι η ζωή κι αυτό είναι το πιο εντελές αδιαμφισβήτητο μνημόνιο.

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 10 Φεβρουαρίου 2012)