Διακεκομμένη ζωή

photo: scalidi
 
Στο περιθώριο των διακοπών -για όσους είχαν δουλειά για να τη διακόψουν, βέβαια- στα παγκάκια, στις πλατείες των χωριών, σε πιο απόμερες άκρες των δρόμων των νησιών, κινούνταν και φιγούρες ανθρώπων που τους έβλεπες άμα δεν ήθελες να σε ρουφήξει η τάχα μου γραφικότητα του τοπίου. Τους έβλεπες άμα δεν αισθανόσουν ότι απειλείσαι. Τους έβλεπες άμα τοποθετούσες τον εαυτό σου στη θέση τους. Κυρίως αυτό το τελευταίο.
Άνθρωποι από το εξωτερικό -Αν και έχετε παρατηρήσει; εξωτερικό λέμε μόνο τις Ευρώπες, τις Αμερικές και γενικά την αναπτυγμένη Δύση, δεν λέμε το Μπαγκλαντές για παράδειγμα-, τα βάθη της Ανατολής, τις ακτές της Αφρικής. Άνθρωποι διωγμένοι από τον πόλεμο και την πείνα. Άνθρωποι που ζουν ήδη μια διακεκομμένη ζωή, εδώ που τους έχει ξεβράσει το κύμα της κακουχίας. Ζητάνε δουλειά. Περιμένουν για ένα μεροκάματο. Θέλουν ένα πιάτο φαΐ. Δεν είναι πια οι μετανάστες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, εκείνοι έχουν ενταχθεί στην κοινωνία, ζουν στα σπίτια τους, τις ζωές τους, με τις οικογένειες και τα παιδιά τους. Είναι άλλοι αποδιωγμένοι, σπρωγμένοι από την ανάγκη να επιβιώσουν, που γυρίζουν μόνοι κι έρημοι στο περιθώριο της δικής μας ζωής που δεν είναι κακό να καταλάβουμε ότι δεν απέχουμε πολύ από κείνους.
Διαβάζεις “Τα σταφύλια της οργής” και βλέπεις ότι αυτά που ζούσαν οι ήρωες του Τζον Στάινμπεκ στην Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα, είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Οι ίδιες διώξεις από αυτούς που αισθάνονται ότι απειλείται η δουλειά τους, η περιουσία τους, ακόμα και το κοινόν-κενόν τους αίσθημα ότι εκείνοι είναι καλύτεροι- γηγενείς-ιθαγενείς και όχι ξένοι, οπότε τους αξίζει η εργασία, η καλύτερη αμοιβή, το σπίτι, η μόρφωση για τα παιδιά τους. Οι άλλοι, ας κυλιούνται στην άκρη τους δρόμου, είναι ξένοι, μαυριδεροί, αλλόγλωσσοι και πάει λέγοντας το τροπάρι του μίσους που υφαίνεται υπόγεια και σταθερά.
Μόλις πάτησα το πόδι μου στην αττική γη, ο ταξιτζής με καλωσόρισε «στο χάος της πόλης», λέξεις δικές του αυτές. Σε λίγο, είχε αναλυθεί σε ένα λογύδριο -χωρίς διακοπή- για τους ξένους που τους παίρνουν τη δουλειά. “Κύριε, κι αυτοί πώς θα ζήσουν; Άνθρωποι είναι, τι πάει να πει ξένοι; Άνθρωποι”. Η αφέλειά μου να τον διακόψω. Το “άνθρωποι” είναι μη αναγνωρίσιμη λέξη. “Εμείς όταν πήγαμε στο εξωτερικό να δουλέψουμε, δεν πήγαμε έτσι, ήμασταν καλύτεροι, ήμασταν εκείνο, ήμασταν το άλλο”. Ακριβώς, κύριε. Ήμασταν το άλλο, οι άλλοι. Πώς πήγαμε εμείς δηλαδή; Αλλά η κουβέντα είναι αδιέξοδη. Τα λόγια μου χτυπάνε στον τοίχο των ιδεοληψιών του.
Θα θυμηθώ την κουβέντα της καλής συναδέλφου που ασχολείται χρόνια με τα θέματα του απόδημου ελληνισμού, “έχουμε μια εικόνα για τους Έλληνες του εξωτερικού που ίσως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, πολλές φορές”. Γενικώς, έχουμε εικόνες φτιάξει μόνοι μας για όλα, περιχαρακωνόμαστε πίσω από αντιλήψεις που γίνονται συρματοπλέγματα και μας κρύβουν τον ήλιο. Κυρίως τον ήλιο των ανθρώπων. Και κουβαλάνε και φως οι μαυριδεροί άνθρωποι στην άκρη του δρόμου, και ήλιο πιο καυτερό από τον δικό μας στην πλάτη τους, και αισθήματα, και πολύ πόνο, και οικογένειες αφημένες πίσω που θέλουν να τις θρέψουν, και, και, και. Και εντέλει είναι φτιαγμένοι από την ίδια σάρκα και τα ίδια οστά και το ίδιο αίμα με μας. Δεν βλέπω γιατί εμείς είμαστε καλύτεροι και μας αξίζει να έχουμε στον ήλιο μοίρα και σ’ εκείνους όχι. Τα γράφω αυτά καιρό τώρα πάνω στον τοίχο που ορθώνουμε απέναντι στους άλλους ανθρώπους, με τη μάταιη ελπίδα να διαβαστούν και σιγά σιγά να χαμηλώσει ο τοίχος, κάποιος να τα σβήσει τα λόγια, γιατί θα γκρεμίζει αυτά τα άτυπα, αφανή και τόσο ανθρωποφάγα σύνορα, αυτά τα αόρατα τείχη.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 19 Αυγούστου 2011)