Ο Γιάννης Χαρούλης και η μπάντα του ή αλλιώς ινδιάνοι ακροβάτες της μουσικής
Σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Βράδυ. Δίπλα στη θάλασσα. Με την αρμύρα να θολώνει τον ουρανό και να ρίχνει πάχνη στη φέτα του φεγγαριού που έκανε κούνια στον αέρα. Στη Νέα Κίο. Ήρθε μια μπάντα από δεξιοτέχνες μουσικούς και σκόρπισε συγκίνηση δίπλα στο κύμα τ' απέναντι τ' Αναπλιού. Η σκηνή στημένη μπροστά από μια πεισματικά ζωντανή συκιά. Και κάτω οι πλαστικές καρέκλες που έρχονταν για ώρα. Κανείς δεν περίμενε τόσον κόσμο. Πήγα χωρίς καμιά προσδοκία. Από πού ήρθε αυτός ο κόσμος;
Από κει που ήρθε κι η φωνή αυτού του παιδιού που τραγουδούσε. Από κει που ήρθε το ταλέντο αυτής της μπάντας που με το διονυσιασμό της ξεσήκωνε την ψυχή. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν την καταλαβαίνω τη μουσική. Μόνο τη νιώθω. Είμαι από κείνους που ακούνε σχεδόν μόνο τα λόγια. Γι' αυτό ακούω τραγούδια. Αλλά τούτη τη φορά άκουγα αυτούς τους ευγενείς ιθαγενείς της μουσικής να με παρασέρνουν στους στροβιλισμούς τους. Στο κέντρο η φωνή του Γιάννη Χαρούλη με το λαούτο του. Γύρω του μια ηλεκτρική κιθάρα που έβγαζε σπίθες και σε τρύπαγε στο στήθος, ένα κλαρίνο που γίνονταν από σαξόφωνο και πάνω, κρουστά που σε απογείωναν στο νυχτερινό ουρανό κι ένα τσέλο που άγγιζε άγνωστες χορδές. Α, και σπασμένες χορδές. Κυρίαρχη η μουσική. Και το ταλέντο. Και η φρεσκάδα τους. Και η διάθεσή τους να τα δώσουν όλα. Έντιμα προς το κοινό. Με χάρη. Με ευγένεια. Με ανθρωπιά. Με ομορφιά. Όπου συναντήσετε αυτή την μπάντα μην την χάσετε. Ακροβατεί. Μαζί σας. Μέσα σας. Στην άκρη των ματιών σας. Κυλάει και πέφτει ένα δάκρυ. Η ελπίδα που ενσταλάζεται και μας μολύνει...