«Καταζητείται» λίγη ανθρωπιά και μια στάλα λογική
Από τη μία οι αφίσες κολλημένες με «Καταζητείται» για πολιτικούς στις κολώνες κι από την άλλη κάτω από τους στύλους, στο απέναντι πεζοδρόμιο, στη διπλανή εσοχή του δρόμου, εκεί έξω από τις τράπεζες, μπροστά από τα ΑΤΜ, έξω από τα σιδερένια ρολά των μαγαζιών, ανθρώπινα μέλη να «ξεκουράζονται» στο τσιμέντο. Στο Πανεπιστήμιο στους πεζόδρομους, στην Κοραή, κρυμμένοι μέσα στα χαρτιά, τις εφημερίδες και τα κουρέλια τους, άνθρωποι.
Τι να τα κάνω τα μνημόνια, τις διαμαρτυρίες, τις φωνές, τα δακρυγόνα, τους αγανακτισμένους; Πες μου; Γιατί δεν αγανάκτησες ποτέ για τον παππού που κείται στο έδαφος της τράπεζας που δουλεύεις, που πληρώνεις, που σε κυνηγάει και μόνο τη βρίζεις, αλλά εξακολουθείς να δανείζεσαι υπέρογκα και παράλογα από κείνη; Γιατί δεν αγανάκτησες με σένα και αγανακτείς μόνος με τους άλλους; Γιατί φτιάχνεις «καταζητούνται» για κείνους που εξέλεξες και δεν φτιάχνεις «αναζητούνται στέγες να περιθάλψουν αστέγους και μόνους από το δρόμο»; Γιατί πρέπει να γυρίζεις πάντα στα εύκολα; Μια τέντα στο Σύνταγμα, μια φωνή μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη, μια αγανάκτηση που αυτοαναλώνεται. Γιατί; Γιατί δεν πας κατά τα δύσκολα; Γιατί δεν ζητάς και δεν αναζητάς τρόπους να μην κοιμούνται και πεθαίνουν στους δρόμους οι γέροι σου, οι ασθενείς σου, οι ψυχικά άρρωστοί σου, τα πρεζονάκια σου; Γιατί;
Γιατί η ίδια γυναίκα, χρόνια τώρα, περιπλανιέται έξω από τους σταθμούς του μετρό και τα σούπερ μάρκετ, κρατώντας αγκαλιά μια κούκλα, μια γυναίκα μεσήλικη, η μάνα σου, ενώ ψάχνει τη δική σου φροντίδα κι αγάπη; Γιατί; Γιατί ο νεαρός που σου ζητάει τσιγάρο στο δρόμο, και τον συναντάς με τα ίδια ρούχα και παπούτσια να γυρνάει «με όλους όσους δεν θυμούνται φορτωμένος» στην πλάτη του σ' εκείνη τη σχολική του τσάντα, γιατί δεν έχει σπίτι;
Θα μου πεις μηδενίζω, τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, λαϊκίζω, γράφω συναισθηματικά, και άλλα τέτοια εύκολα και γραφικά και θα συνεχίζουν τα πεζοδρόμια να είναι πιο φιλόξενα για τους ανθρώπους από τους ίδιους τους ανθρώπους. Φτιάξε καλύτερα «καταζητείται» για την ανθρωπιά σου, όποιος κι αν είσαι, όπου κι αν βρίσκεσαι. Βγήκα από μια παρουσίαση βιβλίου στο κέντρο, κι ήθελα να ουρλιάξω, βλέποντας τους ανθρώπους χυμένους στα πεζοδρόμια. Τι να τα κάνω τα βιβλία σας; Τους συγγραφείς σας; Καλύτεροι άνθρωποι γινόμαστε; Τους πολιτικούς σας; Τις διαμαρτυρίες σας; Καίτε την πόλη κι απλώς δεν έχουν πού να κοιμηθούν από τα χημικά κι από τα σπασμένα οι άστεγοί μας μετά στις άκρες στις πλατείες. Θυμάμαι μια εκδήλωση που έκανε ένας εκδοτικός κι απέξω στις παρυφές του δρόμου, κοιμούνταν διπλωμένοι ντάλα βαρύ χειμώνα οι μόνοι τους, πεινασμένοι, κουρασμένοι, αβοήθητοι κι εξοστρακισμένοι σ' ένα περιθώριο που είναι ένα βήμα από το δικό σου «καλό του τετραδίου». Από σένα που είσαι κανονικός κι εντάξει και καλλιεργημένος τάχα μου... Λίγη λογική κι ευαισθησία. Πόσο κοστίζει; Μια στάση στην άκρη του δρόμου. Μην τον προσπερνάς. Είναι μόνος του. Από το ελάχιστο ενδιαφέρον σου, το δικό σου που σιγά σιγά μπορεί να γίνει λίγο μεγαλύτερο, ευρύτερο, κάτι μπορεί να αλλάξει. Κάτι να κινηθεί αλλιώς, να φύγει από τη βολεμένη θέση του. Αλλά θα μπλέξεις τώρα, έχεις και δουλειές, είσαι αγχωμένος και για τα λεφτά που χάνεις από τα μνημόνια, είσαι, είσαι, είσαι, άστο, κάποια άλλη φορά, τρέχεις να πας στο Σύνταγμα να παραβρεθείς στην αγανάκτηση. Χαιρετίσματα λοιπόν στη επιλεκτική αδιαφορία.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", στις 11 Ιουλίου 2011)