«Παρά»-ιατρικό προσωπικό ΕΚΑΒ

Αιόλου 71-75, κάπου εκεί κοντά στη συμβολή με την Ευριπίδου. Σάββατο προς Κυριακή, 26 Ιουνίου. Δώδεκα και κάτι το ξημέρωμα. Μόλις έχει ολοκληρωθεί η σφύζουσα συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου και του Γιάννη Χαρούλη στην Πλατεία Κοτζιά κατά των ναρκωτικών –στις σκοτεινές άκρες της, οι καταφεύγοντες συχνά στην περιοχή τρυπούσαν με τις σύριγγες το κορμί τους, αδιαφορώντας για το πολύχρωμο και ζωντανό πλήθος της Πλατείας.
Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος πεσμένος στο δρόμο. Ανήμπορος, ημιλιπόθυμος. Μια κοπέλα τον πλησιάζει, του δίνει νερό, συνομιλεί μαζί του. Η παρέα της λέει ότι καλεί ασθενοφόρο και προτρέπει την κοπέλα να φύγουν. Φεύγουν. Από θεατές της υπόθεσης, γίναμε κάτι παραπάνω, ίσως πιο ανήμποροι από τον πεσμένο άνθρωπο. Θα καταλάβετε γιατί. Πλησιάσαμε. Ξανακαλέσαμε ασθενοφόρο. Ήρθε.
Ο οδηγός του πληρώματος του ΕΚΑΒ (ο αριθμός του ασθενοφόρου είναι στην διάθεση του υπουργείου Υγείας, εφόσον μας ζητηθεί, γιατί το καταγράψαμε, όπως έχουν καταγραφεί υποθέτω και οι συνομιλίες με την Άμεση Δράση αλλά και το ΕΚΑΒ) βγήκε από το όχημα φωνάζοντας στον κύριο που θα ήταν πατέρας μας στην ηλικία ότι θα τον πάει στο ψυχιατρείο, να διαλέξει ή Δρομοκαΐτειο ή Δαφνί. Τον έχει μαζέψει, λέει, τόσες φορές από το δρόμο, τον πάει στο νοσοκομείο κι εκείνος μετά από μερικές ώρες φεύγει. Έρχονται να μαζέψουν, συνεχίζει, αυτόν και στο μεταξύ θα χαθούν τόσες ανθρώπινες ζωές εξαιτίας του είτε από ανακοπές είτε από δυστυχήματα στο δρόμο, τους καθυστερεί και απασχολεί το ασθενοφόρο.
Ο ηλικιωμένος άνθρωπος ψελλίζει το ιατρικό του ιστορικό, λέει ότι είναι πρώην μαθηματικός, ότι η γυναίκα και τα παιδιά του έχουν σκοτωθεί σε αυτοκινητικό, απαντάει στον οδηγό ότι θέλει να πάει στο νοσοκομείο γιατί τον πονάει το πόδι του –ένα πόδι εμφανώς σαραβαλιασμένο από εγχειρήσεις- καταταλαιπωρημένος ολόκληρος ένας άνθρωπος από τις κακουχίες του δρόμου. Δεν ζητιανεύει, δεν ζητάει τίποτα, αλλά δεν θέλει να πάει σε ψυχιατρείο, εσείς θα πηγαίνατε; Πονάει μόνο. Ο οδηγός προσπαθεί να τον αποτρέψει να τον ακολουθήσει και μετά λέγοντας ότι δεν μπορεί να τον μεταφέρει με το ζόρι, χωρίς τη συγκατάθεσή του, λέει ότι καλεί την Άμεση Δράση, όλη αυτή την ώρα δείχνει να μιλάει στον ασύρματό του.
Περιπολικό δεν φαίνεται, ίσως επειδή δεν κλήθηκε από το ΕΚΑΒ, ο ηλικιωμένος κύριος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με τα σάλια του να τρέχουν, πείθεται να φάει κάτι και να πιει νερό, το μόνο που κατορθώσαμε πρόσκαιρα να του προσφέρουμε. Λέει να μας δώσει κι εμάς το μισό του σάντουιτς…
Στο μεταξύ έχουμε καλέσει την Άμεση Δράση εμείς, τέσσερις άνθρωποι που βρισκόμαστε μαζί του πια μια ώρα, το ασθενοφόρο δεν φεύγει, αλλά δεν παίρνει και τον άνθρωπο. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βοηθηθεί ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάγκη, αναφέρω τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα και ότι κρατάω τα στοιχεία του ασθενοφόρου, τα στοιχεία του οδηγού δεν μου δίνονται, μού λέει να τα βρω υπηρεσιακώς.
Κοντεύει πια μιάμιση ώρα μετά, ο ηλικιωμένος υποβασταζόμενος από νεαρό που τον ήξερε, μάλλον από την περιοχή, ίσως άστεγος κι εκείνος, κουτσαίνοντας αρχίζει να φεύγει, παρά τις παρακλήσεις μας να περιμένει να δεχτεί βοήθεια. «Γιατί για να με πάνε στο ψυχιατρείο; Να πάει αυτός στο ψυχιατρείο», λέει, μας χιλιοευχαριστεί, αλλά μας θερμοπαρακαλεί να φύγουμε για να μην μπλέξουμε, γιατί δεν θα βγάλουμε άκρη με δαύτους, λέει, δείχνει κατά το ασθενοφόρο και κουτσαίνοντας απομακρύνεται κι άλλο. Μέχρι ένα σημείο τον ακολουθούμε, μάταια. Ξεμακραίνει. Ακυρώνουμε την κλήση προς το περιπολικό και πάμε να φύγουμε.
«Δεν θα πάτε πουθενά», λέει ο οδηγός του ασθενοφόρου που κλείνει ώρα πια σταθμευμένο στην Αιόλου. «Έχω καλέσει περιπολικό θα σας κάνω μήνυση για παρακώλυση του έργου μας, που κρατάτε εδώ το ασθενοφόρο». Πέρασε περιπολικό, του είπαν κάτι, αλλά συνέχισε το δρόμο του. Τέλος πάντων, κύλησε πια αρκετή ώρα. Μετά από συμβουλή συναδέλφου καταφεύγουμε, μονάχα εμείς, -το ασθενοφόρο και το πλήρωμά του παρέμεινε αμετακίνητο- στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα, αυτό της Ακρόπολης, με ευγενέστατους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί, εκείνη την ώρα της βάρδιας 2 η ώρα πια τη νύχτα, να καταγράψουν το περιστατικό και ότι παραβρεθήκαμε εκεί, προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε, κατέστη μάταιο και φυσικά απομακρυνθήκαμε από κει όταν δεν υπήρχε πια λόγος να μείνουμε, αλλά σπεύσαμε να δηλώσουμε τα στοιχεία μας.
Το μήνυμα της βραδιάς; Ο ηλικιωμένος έμεινε αβοήθητος στο δρόμο. Μια νύχτα ακόμα. Θα μπορούσε να βρεθεί στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου τουλάχιστον. Αλλά όχι, αποφάσισαν άλλοι γι’ αυτόν, άλλοι που ξέρουν καλύτερα. Ας πούμε ένας διασώστης, που δεν αμφιβάλλω, θα έχει σώσει πολλές ζωές. Αλλά όπως με πληροφορούν εκ των υστέρων εκείνοι που γνωρίζουν από το δρόμο στην πράξη τη λειτουργία του πράγματος, είναι ένας τρόπος να κάνει κάποιος το διάλειμμά του. Από τη στιγμή που δεν βοηθήθηκε ο άνθρωπος, τι έχει σημασία; Μπράβο σε όλους μας, τα καταφέραμε πολύ καλά. Ένας γέρος, μόνος, στο δρόμο, που πονάει, νύχτα.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", την Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011)