Σπασμένα μάρμαρα και κοινωνικές ραγισματιές
Και μετά από τόση βία, πού θα γυρίσει αυτή η χώρα; Λένε οι ειδικοί ότι τα περιστατικά που βιώνει ο άνθρωπος κάτω από οριακές συνθήκες τόσο για τον οργανισμό του αλλά κυρίως για τον ψυχισμό του, δρουν σωρευτικά μέσα του, λειτουργούν προσθετικά και τον επιβαρύνουν. Σ' αυτή τη χώρα, δεν γίνεται το ίδιο;
Εκείνες οι έρημες οι πλατείες που ξηλώνονται από την αρχή και πετιούνται στα κεφάλια των ανθρώπων, επανέρχονται ύστερα στη μακαριότητά τους, χωρίς μάρμαρα; Ποιος πληρώνει το μάρμαρο; Αυτή η κοινωνία δεν είναι; Κι αυτοί οι άνθρωποι που όλο και προετοιμάζονται να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν; Πώς θα γυρίσουμε πίσω απ' αυτή τη βία; Δεν θα τρέχει τίποτα; Θα πάμε να εφαρμόσουμε τον Εφαρμοστικό και το Μεσοπρόθεσμο, χωρίς να τρέχει τίποτα;
Εκείνος που βαράει με τα ρόπαλα και τις πέτρες, εκείνος που σπάζει και καίει, από όποια πλευρά κι αν προέρχεται, γυρίζει το βράδυ σπίτι του και δεν συμβαίνει τίποτα; Είναι χαλαρός; Ξεθυμασμένος; Σαν πορτοκαλάδα που έμεινε ανοιχτή κι έφυγε τ' ανθρακικό της; Εντάξει εκτονώθηκαν όλα τα ένστικτά του; Και μετά; Μετά θα κάνει το ίδιο στο σπίτι του; Στη γυναίκα του, το παιδί του, τη μάνα του;
Ή μαζεύονται να σπάσουν σε κοινή θέα; Σε τηλεοπτική θέα; Και να καμαρώσουν μετά το έργο τους; Και να νιώσουν όλοι δυνατοί, επιτέλους; Ήθελα να ήξερα, πώς είναι στην καθημερινότητά τους όλοι αυτοί που ασκούν τη βία, και από την πλευρά των κουκουλοφόρων κι από την άλλη την αστυνομική. Παίρνουν αποδείξεις; Πληρώνουν τους λογαριασμούς και την εφορία τους; Συγκινούνται από κάτι; Έχουμε δει την ίδια ταινία και κλάψαμε μαζί σε ένα σινεμά; Αναρωτιέμαι. Ήταν στην ίδια συναυλία με μένα, κάθονταν δίπλα μου και τραγουδάγαμε μαζί με μια φωνή; Μήπως έχουμε διαβάσει τα ίδια βιβλία; Μήπως έχουμε κολυμπήσει στην ίδια θάλασσα και μέναμε δίπλα-δίπλα ξαπλωμένοι στην ίδια παραλία; Αναρωτιέμαι.
Θυμήθηκα που στο βιβλίο του ψυχιάτρου Ματθαίου Γιωσαφάτ, «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια- Η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού και ο ρόλος των γονιών, Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση» (Εκδόσεις Αρμός), διάβαζα για τα παιδιά εκείνα που δεν υποτάσσονται στην εξουσία των γονιών τους, κυρίως της μητέρας τους και στην πορεία γίνονται αντιδραστικοί, άνθρωποι που στο πρόσωπο της κοινωνίας στην ουσία πολεμάνε τους γονείς τους και για τα παιδιά εκείνα τα υποτακτικά που γίνονται φοβισμένα υποχείρια των εκάστοτε εξουσιών. «Η δημοκρατία θέλει ωριμότητα», γράφει ο ψυχίατρος.
Βλέπω τις εικόνες της καταστροφής από το κέντρο της πόλης και σκέφτομαι τι γονείς έχουν αναθρέψει αυτούς τους ανθρώπους. Ποια σχολεία και ποιοι δάσκαλοι έχουν ασχοληθεί μαζί τους;
Κι εμείς που είμαστε; Θα επιτρέψουμε αυτή τη φωτιά να καίει; Θα διαιωνίσουμε τη βιαιότητα και τη βία; Αν κάτι οφείλουμε να δείξουμε, αυτό είναι ωριμότητα. Ένας ηλικιωμένος άστεγος στο κέντρο της πόλης μού ευχήθηκε να μεγαλώσω στον κόσμο αυτό καλούς κι ελεύθερους ανθρώπους.
Για χρόνια, μου φαίνεται ξεχάσαμε και ξεχαστήκαμε. Νομίσαμε ότι το καλός κι ωραίος άνθρωπος σημαίνει «πλούσιος» κι έτσι ισχυρός, εντέλει ασύδοτος και χωρίς πραγματική ελευθερία, έστω πνεύματος. Με όποιο κόστος. Αυτό το μάρμαρο πληρώνουμε τώρα. Μιας δυστυχούς ευημερίας που παίχτηκε στο στοίχημα. Ένα διευρυμένο στημένο παιχνίδι ακόμα, μόνο που ποντάραμε εναντίον του ίδιου μας του εαυτού, μεγάλη ήττα. Καιρός είναι να αρχίσουμε να παίζουμε καθαρά, θα είναι κι αυτή μια κάποια νίκη.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" την 1η Ιουλίου 2011)