Ο παππούς του μέλλοντός μας, εντός μας

photo: scalidi
 
Ένας ρακένδυτος παππούς στο Θησείο κρατάει στα χέρια του δυο παπούτσια και τα πουλάει. Κανείς δεν δείχνει να ταράζεται από την εικόνα, αφού δεν βγαίνει από την απραξία του για να τον ακολουθήσει και τέλος πάντων απλώς να τον αγγίξει στο χέρι, αν δεν του προσφέρει κάτι άλλο παρά μονάχα την προσοχή του. Δηλαδή δεν κάνει τον κόπο κανείς να βγει από τις νόρμες του, τη δεδομένη κοινωνική (αντι-κοινωνική) του συμπεριφορά. Την ίδια ώρα μια κοινωνία ολόκληρη, η ελληνική -παθητικά περιμένει-, μια ήπειρος ολόκληρη -παθητικά περιμένει- ο κόσμος ολόκληρος -παθητικά περιμένει.
Οι Έλληνες απλώς μεταφέρουν τη μοιρολατρία τους από τον καναπέ στην πλατεία έξω -γιατί είμαστε κι εξωστρεφείς πανάθεμά μας- από το Κοινοβούλιο όσο μέσα μόνοι τους αλλάζουν κυβερνητικά «κουστουμάκια», οι Ευρωπαίοι πιο μαζεμένοι περιμένουν να λειτουργήσουν από μόνοι τους οι θεσμοί που σφυρηλατούν αιώνες, αλλά τώρα αλλάζει η ζωή και δεν τους κάνει τη χάρη και από την άλλη όχθη του Ατλαντικού οι Αμερικανοί -άστεγοι τόσα εκατομμύρια- μοιρολογάνε για την ανάκαμψη που αποθερμαίνεται. Στην Κίνα και την Ινδία, τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του πλανήτη, φοβούνται ότι οι μηχανές τους θα εκραγούν από την πολύ δουλειά κι αυτές, τα μεγαλύτερα γρανάζια της οικονομικής ανάπτυξης του κόσμου, θα εκτροχιαστούν, με άγνωστες συνέπειες για τον εαυτό τους και τους άλλους.
Και ο παππούς περνάει ανάμεσα στο παγωμένο πλήθος με τα δυο παπούτσια στο χέρι. Ο παλιός κόσμος που παρέρχεται; Ακόμα ο κονφορμισμός μας δεν μας αφήνει να κάνουμε ρούπι από τα παραδεδομένα μας, τις συνήθειές μας, τα όριά μας. Κι ο παππούς βαδίζει, τρεκλίζοντας μέσα στη ζέστη. Πιο πέρα, στο σουβλατζίδικο οι -ποιος να τους το 'λεγε πώς κάποτε θα ήτανε παχύσαρκοι- Ιάπωνες τρώνε θορυβωδώς και πίνουνε ούζα και μπύρες ανταλλάσσοντας κοινοτοπίες με τον αγγλομαθή (εστι-)αστει-άτορα. Η ψευτο-(και ψευδο) παιδεία μάς κρατάει όλους καθηλωμένους απέναντι στον παππού. Η αδράνεια που είναι απόρροια αυτού του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος που μας εξέθρεψε. Όλους. Τι ειρωνεία.
Ο καθένας μονωμένος μέσα σ' έναν κόσμο που δεν θέλει ν' αλλάξει. Που δεν θέλει να δημιουργήσει πραγματικά. Θέλει, δεν θέλει, η ζωή θα τον οδηγήσει. Στη δημιουργία. Αναπόφευκτα. Στην αλλαγή. Κι όσο κι αν κλαψουρίζει περί του αντιθέτου, μη χάσει τα κεκτημένα του. Ποια είναι τα κεκτημένα του; Κι ο παππούς περνάει δίπλα σου. Ούτε ένα δάκρυ δεν δίνεις.
Ξεφυλλίζω τις ιντερνετικές σελίδες και διαβάζω ψευτο-σπουδαγμένους να στήνουν άτυπες ομαδούλες αυτο-υποστήριξης και κολλεκτίβες της ανεπάρκειάς τους να δημιουργήσουν αληθινά και ευλογάνε ο ένας τα γένια του άλλου, για κάτι τάχα μου μυθιστορήματα, για κάτι τάχα μου ποιήματα, για κάτι τάχα μου συμβατικά κείμενα άνευ νοήματος του κόσμου τούτου και της ψυχής του, που λένε εκείνοι ότι τους κάνουν συγγραφείς, ποιητές, διανοούμενους. Κι αναπαραγάγουν το τίποτα. Το μοιράζουν σαν πλαστική σακούλα σε έναν κόσμο που αρχίζει να νομίζει ότι αυτό είναι η δημιουργία. Και βάζει την πλαστική σακούλα στο κεφάλι του και σκάει από ασφυξία. Από τη μη δημιουργία. Από τη μη εξερεύνηση της νοηματοδότησης αυτού του πλάσματος που άνω θρώσκει. Δεν μπορείς πια να γελάσεις με τους μη δημιουργούς και τον πολτό που θέλουν μέσα εκεί να χωρέσουν τον κόσμο για να νιώσουν σημαντικοί και ασφαλείς, αδρανείς και παθητικοί στη βολεμένη τους σκέψη. Ο παππούς με τα δυο παπούτσια διασχίζει ανάποδα τον κόσμο, περιμένοντας εκείνους τους ρομαντικούς τρελούς που θα τον πιάσουν από το χέρι, θα του σφίξουν το μπράτσο, θα τον αγκαλιάσουν, θα τον πάρουν σπίτι τους με βουρκωμένα μάτια.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" την Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2011)