"Πέσε!"

photo: scalidi
Μόλις νοτίζουν τα βράδια και τα μεσημέρια με καλοκαίρι, θερίζει η απελπισία. Από το ανοιχτό τζάμι οι γρίλιες σκούζουν το γυμνό "Πέσε!" που φωνάζει μια γυναίκα αυτή τη φορά κοντά στο μεσονύχτι. Πότε μια γυναίκα. Πότε ένας άντρας. Θέρος που βγάζει το δρεπάνι και περιγελάει τη ζωή. Μια φοβέρα ότι κάποιος θα πάρει το εκατό. Οι γειτόνοι στα σκοτεινά μπαλκόνια αφανείς, με τις καύτρες των τσιγάρων να προδίδουν. Η κραυγή σκίζει τη νύχτα στα δυο.
Κι η Ιουλιέτα έχει απλώσει τους κάκτους με τα μακριά μαλλιά για να αναρριχηθεί η καημένη της ελπίδα, ματωμένη και λειψή, όπως ορίζει ο έρως. Μια σειρήνα στο δρόμο φεγγίζει, δειλά βγάζει τη φωνή της και σιωπά. Λες για εκφοβισμό. Ο Ρωμαίος περπατά σκυφτός στο δρόμο, μετράει αποτσίγαρα, δεν θα κοιτάξει ποτέ πάνω. Δεμένος στο κατάρτι του και με αυτιά βουλωμένα, δεν θα το ακούσει το τραγούδι. Ούτε καν την κραυγή που φωνάζει "Πέσε!".