Ανυπακοή στο βόλεμα της μοιρολατρίας

photo: scalidi
Η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα αποδεδειγμένα είναι, λένε, το αντίδοτο στην κρίση που βιώνει η ελληνική οικονομία και κατ' επέκταση η κοινωνία. Και οι δύο λέξεις όμως συνεχίζουν να παραμένουν στη σφαίρα της ουτοπίας όσον αφορά την τρέχουσα πραγματικότητα, γιατί το «κλειδί» βρίσκεται στο πώς θα επιτευχθούν ή έστω να επιδιωχθούν αυτοί οι στόχοι. Δυστυχώς, τα μέτρα είναι παλιά, οι μέθοδοι ξεπερασμένες και το κλίμα παραμένει βαρύ. Στη δε Αθήνα, ακόμα ζοφερότερο, αφού η ασφυκτική ασχήμια της καθημερινότητας δεν αφήνει και πολλά περιθώρια.
Ο ένας μείζων παράγοντας του προβλήματος είναι ότι εκείνοι οι άνθρωποι που καλούνται να χειριστούν τα της κρίσης σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων δεν έχουν καμία αίσθηση της πραγματικότητας. Δεν περπατούν ανάμεσά μας, δεν παίρνουμε μαζί το μετρό και το λεωφορείο, δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει ρεαλιστικά ο τομέας της δημόσιας υγείας, δεν, δεν, δεν. Δεν θα στηθούν στην ουρά του ΙΚΑ για δυο φάρμακα και δέκα πολύτιμα ευρώ ούτε θα βρεθούν στο ταμείο ανεργίας δίπλα μας. Και μαζί δεν θα μάθουν ποτέ τον αντίκτυπο των αποφάσεών τους. Μόνο άμα μία επιχειρησιακή κρίση τους χτυπήσει τη πόρτα και πρέπει να την διαχειριστούν επικοινωνιακά. Μέχρις εκεί φτάνει το πραγματικό τους ενδιαφέρον.
Η άλλη σοβαρή παράμετρος είναι ότι εμείς όλοι που τους παραχωρήσαμε την εξουσία να αποφασίσουν για τις αντικειμενικές συνθήκες της ζωής μας, δεν σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων, απαιτώντας θεσμούς σοβαρούς και λειτουργικούς αντί «βολικών» στα μάτια μας προσώπων. Οπότε πληρώνουμε το τίμημα. Και είναι βαρύ.
Το μέλλον μας ως οικονομίας και κοινωνίας προβάλλει άδηλο και ανησυχητικό, όχι γιατί πράττουμε λανθασμένες κινήσεις, αλλά γιατί δεν πράττουμε και κυρίως γιατί σιωπούμε. Και δεν πράττουμε τη στοιχειώδη ανυπακοή απέναντι στη βουβή ατμόσφαιρα της μελαγχολίας και της μιζέριας, της απαισιοδοξίας και της καθήλωσης. Υποκύπτουμε εντέλει στο φόβο μας και καθόμαστε μαρμαρωμένοι -ή αυτόχειρες δυστυχώς έτσι λένε οι στατιστικές- να περιμένουμε το καινούριο, το διαφορετικό, το άγνωστο, μπορεί και το χειρότερο, να μας σπρώξει μόνο του μπροστά. Στο κενό. Μόνο που τώρα χρειαζόμαστε το «καινό» και ουχί το κενό.
Ο μόνος τρόπος να το ανακαλύψουμε, ο καθένας για τον εαυτό του ξεχωριστά, είναι η ανυπακοή σ' αυτή τη μοιρολατρική στάση. Το παρόν και το μέλλον -μα, ακόμα και το ιστορικό παρελθόν- δεν αλλάζουν με μας να στεκόμαστε παθητικά στο μεταίχμιό τους και να κλαίμε το στραβό το ριζικό μας.
Και αν είναι κάτι ριζοσπαστικότερο όλων, αυτό είναι η σκέψη, τα μονοπάτια που αποφασίζει να ακολουθήσει το μυαλό μας, η καινοτομία που υπάρχει μέσα μας και περιμένει να την ανακαλύψουμε, η αντίσταση στην απάθεια και τη θλίψη. Βλέπω στην οθόνη το Θανάση Βέγγο να παλεύει με ό,τι είναι, να δώσει στους άλλους γέλιο, ακόμη κι αν δεν είναι πια φυσικά παρών. Βλέπω έναν άνθρωπο που κέρδισε την αγάπη όλων εμάς που δεν τον γνωρίσαμε ίσως από κοντά, αλλά αναγνωρίσαμε την πρόθεσή του να μας δώσει τον εαυτόν του. Αυτό μας λείπει τούτη την ώρα: να δώσουμε τον εαυτό μας. Καταρχάς, να ανακαλύψουμε ποιος είναι αυτός ο παραχωμένος στη χοληστερίνη μιας επίπλαστης ευημερίας άνθρωπος που έχει χάσει την ομορφιά τού να σκέφτεται τους άλλους και για τους άλλους. Φοβηθήκαμε μη μας κοροϊδέψουν -μη χάσουμε το δανεικό και υπερχρεωμένο εαυτό μας-, κρατήσαμε τη ζωή μας, λάθος, μήπως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε ζωή; Ο Βέγγος το '50 και το '60 δεν είχε παρά να δώσει μόνο τον εαυτό του για να αλλάξει μια στάλα τον κόσμο με την τρεχάλα και το γέλιο του, αυτόν τον εαυτό έχει ο καθένας μας να δώσει στον άλλον. Αρκεί να το θελήσει.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", την Παρασκευή 6/5/2011)