Πατησίων και Εφιάλτη γωνία

photo: scalidi
Τα τελευταία δέκα χρόνια ζω στο κέντρο. Από την επαρχία βρέθηκα στα βόρεια προάστεια και στη συνέχεια κατέβηκα στον πυρήνα της πόλης. Κοντά στην Πλατεία Αμερικής. Για να βρίσκομαι κοντά στη δουλειά μου, λόγω εξαντλητικών ωραρίων εργασίας. Τον πρώτο μήνα της διαμονής μου στην περιοχή μου άρπαξαν την τσάντα και μου άνοιξαν το σπίτι. Ο φόβος μου είχε χτυπήσει την πόρτα.
Πριν από τρία χρόνια δημοσίευσα μια νουβέλα που χρησιμοποίησα στο φόντο της το αστικό τοπίο μέσα στο οποίο ζούσα. Ηθελα να διασώσω φιγούρες ανθρώπων που ήταν αόρατοι από θεούς και τους άλλους ανθρώπους. Εκείνο που με τάραξε, ήταν ότι η ρεαλιστική πραγματικότητα του κέντρου εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ανθρώπων που έπεφτε στα χέρια τους το βιβλίο ως στοιχείο μυθοπλασίας. Οι μετανάστες δεν είχαν μπει ακόμα στην καθημερινή ατζέντα της ειδησεογραφίας. Δεν εμφανίζονταν ούτε οι υποστηρικτές τους ούτε και οι άλλοι οι εκπρόσωποι της ρατσιστικής βίας απέναντί τους.
Όταν άκουσα για τη δολοφονία του ανθρώπου στην περιοχή της Βικτώριας για μια κάμερα, με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Το δράμα μιας ολόκληρης οικογένειας, το δράμα του κέντρου της πόλης. Με μια διαφορά: δεν έπεσα από τα σύννεφα, δεν ξαφνιάστηκα, δεν μου φάνηκε ξένο το αίσθημα του φόβου. Αν και ερασιτέχνης φωτογράφος, δεν τολμώ να κουβαλήσω ποτέ μέσα στη πόλη, έστω φανερά, τη φωτογραφική μου μηχανή χρόνια τώρα. Ακόμη και τσάντα δεν κρατώ συχνά, όταν νιώθω γύρω μου τις συνθήκες ασφυκτικές. Δεκάδες μετανάστες στις άκρες του δρόμου, όρθιους να περιμένουν (τι;) και να μην βρίσκονται σε σπίτια, σε δουλειές. Πόρνες, νταβατζήδες, έμποροι ναρκωτικών. Το καλοκαίρι η κατάσταση γίνεται εφιαλτική. Τα βράδια γυρίζω σπίτι μου με ταξί κι ακούω την ίδια επωδό από τους οδηγούς ταξί: “φύγε, κορίτσι μου, από δω θα σε βρει κανένα κακό”.
Μετά, έμαθα ότι δολοφόνησαν ένα μετανάστη στη Στρατηγού Καλλάρη, στα Κάτω Πατήσια, κοντά στη δουλειά μου. Ένιωσα την ίδια λύπη και τον ίδιο θυμό.
Η βία φουντώνει, σπέρνοντας μαζί της το ρατσισμό. Οι πολλοί συνεχίζουν να μην θέλουν να γνωρίζουν, άλλωστε έφυγαν γι' αλλού. Νιώθουν πιο ασφαλείς στα προάστεια. Δεν τους αφορά το ζήτημα. Στη χωματερή ανθρώπων των Πατησίων ζουν ακόμα ίσως οι γονείς και οι παππούδες τους. Κάτι ξεχασμένοι ηλικιωμένοι που αρνούνται να αφήσουν τα σπίτια τους. Μόλις πεθαίνουν, οι κληρονόμοι αναρτούν ταμπελίτσες πώλησης ή τα νοικιάζουν σε δεκάδες αλλοδαπούς. Δεν τους νοιάζει. Αυτοί ζουν αλλού. Οι όσοι εναπομείναντες κάτοικοι ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Ας μείνουν να ακούν τις κυβερνητικές εξαγγελίες για αναπλάσεις που φυσικά κι ανάγονται αυτή τη στιγμή στη σφαίρα του φανταστικού. Λογοτεχνία της χειρότερης μορφής για αμάσητη κατανάλωση από τον αδαή, από κείνον που δεν ζει στο κέντρο.
Υπάρχουν νύχτες που ξυπνάς από τους πυροβολισμούς ή τις φωνές. Κάποια επίθεση ακόμα. Ένας ακόμα άνθρωπος που πέφτει θύμα της βίας. Μιας βίας που δεν έχει τελειωμό. Η βαλβίδα εκτόνωσης αυτής της παθητικής, βουβής βίας που σιγοβράζει στο καζάνι της κρίσης σε όλη τη χώρα ανοίγει σε κάτι μέρη όπως τα Πατήσια και η Πλατεία Αμερικής. Σκοτώνεται ένας, βιάζεται άλλη και η κοινωνία προχωράει με τις τύψεις, τις υποκριτικές της ενοχές και τους θρήνους της στην κοινή τηλεοπτική θέα. Πέραν τούτου, ουδέν. “Πατησίων και Παραμυθιού γωνία”.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", την Παρασκευή 13/5/2011)