Ο αλεξανδρινός Τροπικός της γραφής

«…Δεν είναι η τέχνη κυρίως το θέμα μας, είμαστ’ εμείς. Θα αρκούμαστε πάντα στην αρχαία κονσέρβα της σαλάτας του επιδοτούμενου μυθιστορήματος; Ή το κουρασμένο παγωτό των ποιημάτων, που βγάζουν μάτι πως κοιμούνται στο ψυγείο της μνήμης; Αν μονάχα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε ένα πιο τολμηρό μέτρο, έναν γοργότερο ρυθμό, ίσως όλοι ν’ ανασαίναμε πιο ελεύθερα! Τα βιβλία του έρμου Ντάρλι –άραγε θα είναι πάντοτε τέτοιες φιλόπονες περιγραφές των ψυχικών καταστάσεων της …ανθρώπινης ομελέτας; (Η τέχνη εμφανίζεται στο σημείο όπου μια μορφή υποδέχεται τις ειλικρινείς τιμές ενός αφυπνισμένου πνεύματος)…»


Στο Μεσοπόλεμο. Με συντεταγμένες Νότου. Αλεξάνδρεια. Με τον επίκαιρα πολυδιάστατο τρόπο του εκτυλίσσεται το αριστούργημα του Λόρενς Ντάρελ (Lawrence Durrell), το μυθιστόρημα «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» (1957-1960) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε νέα μετάφραση και επίμετρο από τη Μαριάννα Παπουτσοπούλου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι υπήρξε το έργο εκείνο που ανανέωσε, επανεφηύρε στην ουσία το μοντέρνο μυθιστόρημα. Σήμερα, αισθάνεται ο αναγνώστης ότι πέρα από τη μαγική αχλύ του πρωταγωνιστικού φορτίου της πόλης, της Αλεξάνδρειας, και την εξονυχιστική καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχή και τα πάθη της που πετυχαίνει ο συγγραφέας, υπάρχει κάτι δυνατότερο στο βιβλίο που το συνδέει με το παρόν. Είναι η σφοδρή αίσθηση της προδοσίας, της εξαπάτησης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό. Διαχρονικό αίσθημα ενοχής. Μόνο που ο Ντάρελ το έχει φέρει στα σταθμά του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι σαν να του έχει “πάρει μέτρα” προτού αυτός παρακμάσει, προτού ενταφιαστεί. Γι' αυτό και είναι τόσο μέσα στο μέσα μας σήμερα ο συγγραφέας.


Μια φαλιρισμένη «εξωτική επαρχία», αναπόφευκτα κοσμοπολίτικη και ιθαγενής μαζί, πνιγμένη στα τρίγωνα και τα τετράγωνα και τα πολύγωνα –όχι απαραίτητα ερωτικά- των ανθρώπων της. Προσδιορισμένη απολύτως από τις αντιφάσεις της που αποτελούν και την ανυπέρβλητη γοητεία της. Δεν θέλει πολύ για να συσχετίσει κανείς αυτή την ατμόσφαιρα της ματαιότητας, της πόλης που κάτω από τα πολλαπλά στρώματά της διαφυλάττει έναν ιδιόμορφο πλούτο, των ηρώων της που δεν είναι παρά άνθρωποι αφημένοι στον εαυτόν τους, με το τραγελαφικό παρόν της κρίσης, ας πούμε και στην Ελλάδα. Γιατί να μην τολμήσουμε μια τέτοια ανάγνωση; Η Ελλάδα, ως άλλη πόλις, ως άλλη Αλεξάνδρεια του Μεσοπολέμου, γιατί όχι “μια φαλιρισμένη «εξωτική επαρχία», αναπόφευκτα κοσμοπολίτικη και ιθαγενής μαζί, πνιγμένη στα τρίγωνα και τα τετράγωνα και τα πολύγωνα –της διαφθοράς- των ανθρώπων της, προσδιορισμένη απολύτως από τις αντιφάσεις της”. Ας το επιχειρήσουμε. Μας το επιτρέπει το πολυεδρικό μυθιστόρημα του Ντάρελ. Που κλονίζει κάθε βεβαιότητα. Το εντυπωσιακό είναι ότι στα τέσσερα βιβλία που αποτελούν το οικοδόμημα του “Αλεξανδρινού Κουαρτέτου”, με τους τίτλους “Τζαστίν”, “Μπαλτάζαρ”, “Μαουντόλιβ” και “Κλέα”, ο αναγνώστης στην αρχή παγιδεύεται σε μια αλήθεια που πλέκεται με έναν ξεχωριστό αισθητισμό και τον τυλίγει από καθε πλευρά σαν ιστός αράχνης. Όσο προχωρούν οι παράλληλες και τεμνόμενες ιστορίες τόσο νιώθεις πιο εγκλωβισμένος σε μια αλήθεια που δεν μπορείς επ' ουδενί να εξιχνιάσεις. Η πλοκή περνά στη σκιά του στυλ του Ντάρελ, αλλά -τι ειρωνεία!- καθορίζει τους χαρακτήρες, τις αντιδράσεις τους, την ίδια την αφήγηση και τελικά διαμορφώνει αυτό το χαμαιλεοντικό του ύφος που δεν φοβάται να ενδυθεί κάθε δυνατό μέσο για να εξυπηρετήσει το στόχο του. Ποιος είναι ο στόχος του; Ίσως να “πει” το θάνατο. Ίσως να “πει” το τέλος. Ίσως. Εξυμνώντας με το δικό του -μείζονα φυσικά- τρόπο τη ζωή, τη σεξουαλικότητα, τη ζωή ειδωμένη μέσα από τη σεξουαλικότητα. Η ψυχανάλυση βρίσκει το μεγάλο της εκφραστή για τον 20ο αιώνα, αλλά με μιαν ενστικτώδικη έκφανση που ταιριάζει περισσότερο και στην ιδιοσυγκρασία του Ντάρελ. Μπορεί οι αγγλικές και ιρλανδικές του ρίζες να τον κατέταξαν στο πάνθεον της αγγλικής λογοτεχνίας, ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν μόνον αυτό. Όπως δεν ήταν και η γλώσσα που έγραψε. Είχε ζήσει την “παγκοσμιοποίηση” πριν αυτή έρθει επισήμως. Γι' αυτό τα κείμενά του βρίθουν από γαλλικές, αραβικές, ελληνικές φράσεις και λέξεις. Κοσμοπολίτης λόγω ζωής. Πέρασε τα χρόνια του στην Αγγλία, την Ινδία, την Κέρκυρα, την Αίγυπτο, τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρόδο, την Κύπρο, την Προβηγκία.


Αυτό το “χωνευτήρι” των εμπειριών του καθόρισε τη σκέψη του. Που σήμερα προβάλλει πιο οξεία και καθαρή και ψύχραιμη από ποτέ. Η παθιασμένη του γραφή που μπορούσε να εξάπτει τη φαντασία του ανθρώπου του μεταπολεμικού ανθρώπου του 20ου αιώνα, φαντάζει σήμερα ένα κατασταλαγμένο φίλτρο που δαμάζει το σκοταδισμό, τη δαιμονοποίηση, το φόβο για τον Άλλο, το δογματισμό. Η διπλωματική του καριέρα τού δίνει τα εφόδια να μιλήσει για την κοινωνία και την πολιτική και τη γεωστρατηγική με έναν υποχθόνια αποτελεσματικό τρόπο για το πώς η ισχύς διαμορφώνει τις ισορροπίες, για το πώς η εξουσία επιβάλλει τους όρους της και για το πώς κατατρώγονται τα θεμέλιά της από την ιδιοσυστασία της τελικά.

Η γοητεία του Ντάρελ είναι επίσης οι ίδιες του οι αντιφάσεις. Ο πλούτος του είναι οι πολλαπλές τόσο ξεχωριστές διαστρωματώσεις των εμπειριών του. Σαν την Αλεξάνδρεια που ιχνηλατεί, ακολουθώντας τα βήματα του Καβάφη -έχει μεταφράσει άλλωστε στα Αγγλικά ποιήματά του-, θαυμάζοντας τον μοντέρνα δραματικό του τρόπο να αποκαλύπτει την ουσία. Από το μέντορά του Χένρυ Μίλλερ μέχρι το μεγάλο Αλεξανδρινό που ακολουθεί στην “Πόλη” του, μέχρι το φίλο του το Σεφέρη. Είναι ο Τροπικός της γραφής του που αγκαλιάζει περιμετρικά το Νότο του πάθους, της μιζέριας, των μεγάλων ανοιχτών αισθημάτων και των μικρών ψυχών, των συνταρακτικών αλλαγών και των περιορισμένης κλίμακας δραμάτων, των ανοιχτών σωμάτων και των κλειστών ζωών, των μεγάλων αισθήσεων και των φυλακισμένων σκέψεων. Τα οράματα -ακόμα κι αυτά τα πνευματικά, τα κοινωνικά, τα βαρύγδουπα ιστορικά, βρε αδερφέ- μοιάζουν φευγαλέο όνειρο της μεσημεριανής καλοκαιρινής σιέστας εδώ μακριά στο Νότο που περισσότερο από ποτέ επιχειρούν να τον ερμηνεύσουν τώρα. Να τον καταλάβουν οι Άλλοι από τη Δύση, της τάξης, της οργάνωσης, των στόχων, των προγραμμάτων. Αλλά επιχειρούν με τα δικά τους όπλα, όχι με τα διαθέσιμα κάτω από το σφοδρό ήλιο της Ανατολής, το κάθετο φως του μεσημεριού και το απαλό ματωμένο ηλιοβασίλεμα της δύσης. Ο Ντάρελ “λέει” το μελαγχολικό και διονυσιακό μαζί τραγούδι του Νότου, αλλά με τη φωνή του τόπου. Και τα υλικά του. Γι' αυτό μαγεύει. Και αποκαλύπτει, όσα δεν μπορούν να δουν οι σημερινοί τεχνοκράτες, ακόμη και του ίδιου του τόπου πια. Και λέει για τον άνθρωπο, μέσα από τη λογοτεχνία αλλά και για τη λογοτεχνία, όσα δεν μπορεί να πει ο ίδιος -ο άνθρωπος- για τον εαυτό του.