"πού ΄ναι τα φτερά;"


Μια αφήγηση που θέτει ως καταληκτική ημερομηνία τον Ιανουάριο του 1974. Ας θυμηθεί όποιος έζησε εκείνα τα χρόνια, την ατμόσφαιρά τους κι όποιος δεν υπήρχε, ας ονειρευτεί το παρελθόν με τα δικά του φτερά.
Προσπαθώ να θυμηθώ τον αναβρασμό που κυρίευε τις καρδιές εκείνον τον καιρό και αισθάνομαι ότι η δημιουργός έκλεινε τους λογαριασμούς του παρελθόντος μέσω του λογοτεχνικού κώδικα. Τακτοποιούσε με τη μυθοπλασία έναν κόσμο που περνούσε στο μετά της Μεταπολίτευσης.
Ένας μονόλογος ενός μικρού κοριτσιού που διαθέτει το πείσμα και τα κότσια να περιγράψει τον κόσμο του '50 μέσα από τα μάτια του. Θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικό το έργο, όπως γράφει η Μάρω Δούκα στο εσώφυλλο της αναθεωρημένης έκδοσης του βιβλίου της "πού 'ναι τα φτερά" που επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Ποιο έργο δεν είναι αυτοβιογραφικό για τον εμπνευστή του, από τη στιγμή που ακόμη κι αν δεν περιγράφει τη ζωή του, αποκαλύπτει για κείνον μύχιες πλευρές του εαυτού του; Που ίσως δεν θα ανακάλυπτε και ο ίδιος για τον εαυτό του αν δεν επιχειρούσε να γράψει το εκάστοτε βιβλίο...
Ζωντανή λογοτεχνία, με ειλικρίνεια, ρυθμό και πάθος. Μια νουβέλα που λάμπει με τη γεμάτη χυμούς γλώσσα και την εμμονή αυτού του κοριτσιού να λέει αλήθεια, τη δική του αλήθεια.

*


Θαυμάζω τη λογοτεχνία της Μάρως Δούκα, όπως θαυμάζω τη λογοτεχνία του Σωτήρη Δημητρίου. Απερίφραστα. Όπως γράφουν κι εκείνοι. Και οι δυο τους έχουν έρθει από την επαρχία στην Αθήνα και στα βιβλία τους έχουν ζωντανέψει το δικό τους κόσμο που συγγενεύει με το δικό μου κόσμο. Των ανθρώπων. Και της επαρχίας της δικής μου. Ίσως γι' αυτό να αγαπώ  τα βιβλία τους λίγο παραπάνω. Γιατί καταλαβαίνω λίγα παραπάνω απ' αυτά που  λένε και γι' αυτή την κοφτερή τους ματιά που δεν φοβάται να πει για τον εαυτόν της ότι είναι λοξή.
Στη συλλογή διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο "Τα ζύγια του προσώπου", ο αναγνώστης βρίσκει αυτό που περιμένει: τον παιγνιώδη,  άφοβα περιπαικτικό, ευρηματικό διηγηματογράφο. Που δεν φοβάται να τραβάει το χαλάκι κάτω από τα πόδια του αναγνώστη του. "...δεν γίνεται να έχουμε αντανακλαστικά και στην ζωή και στην τέχνη...". Κάποιες ιστορίες του είναι σπαρακτικές. Σε άλλες, "λέει" με τον πιο φυσικό τρόπο τη μεγαλύτερη αγριότητα.
Απόλαυσα το διήγημα με τον τίτλο "Τέσπα", που χρησιμοποιεί την εμπειρία της διόρθωσης  και της επιμέλειας των βιβλίων του για να δώσει λίγη παράταση ζωής ακόμα σε μια λέξη. Ας τη βοηθήσουμε λοιπόν: Τέσπα.
Εκείνο που με εντυπωσιάζει στη γραφή και των δύο δημιουργών είναι τα δικά τους, ολόδικά τους φτερά που παίρνουν τον αναγνώστη επάνω τους και τον ταξιδεύουν μέχρι την ψυχή του. Τον βαραίνουν με αλήθεια και τον αλαφρώνουν πάλι χάρη σ' αυτή. Δαίδαλοι και Ίκαροι. Γιατί τι είναι η λογοτεχνία; Ένα πέταγμα μέχρι τον καυτό ήλιο δεν είναι ή μέχρι ένα σκοτεινό φεγγάρι; Μια τέχνη να ξεγελάσουμε για λίγο τη ματαιότητα, κομψά και με πείσμα.