Μια γυναίκα-τρόπαιο στα άδυτα της ανδρικής πολεμικής ψυχής


«…Θυμάμαι τα λόγια του Αινεία όπως και τα λόγια του ποιητή. Θυμάμαι την κάθε λέξη, γιατί αυτές είναι το ύφασμα της ζωής μου, το στημόνι με το οποίο έχω υφανθεί. Όλη μου η ζωή μετά τον θάνατο του Αινεία μοιάζει, θαρρείς, με υφαντό που το τράβηξαν βίαια από τον αργαλειό μισοτελειωμένο, ένα άμορφο κουβάρι από κλωστές που δεν έχει καμία χρήση –αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί το μυαλό μου επιστρέφει πάντα στην αρχή, όπως η σαΐτα, βρίσκει το σχέδιο, το συνεχίζει. Ήμουν γνέστρα όχι υφάντρα, αλλά έμαθα να υφαίνω…»


Ανάμεσα σε σακατεμένα πρόσωπα, αγριεμένα μυαλά από τον πόλεμο, κορμιά διαμελισμένα, ψυχές διασαλευμένες, η συγγραφέας Ούρσουλα Κρέμπερ Λε Γκεν επιλέγει να τοποθετήσει μια γυναικεία φιγούρα να ξεπροβάλλει, στο ομώνυμο μυθιστόρημά της με τίτλο «Λαβίνια» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Μαρίνας Τουλγαρίδου. Η Λαβίνια είναι μια γυναίκα-τρόπαιο στην κυριολεξία. Κόρη του βασιλιά, την διεκδικούν μνηστήρες που επιβουλεύονται την επικράτεια του βασιλείου του. Η ζωή της συνδέεται άρρηκτα με την εύθραυστη διατήρηση της ειρήνης ή το ξέσπασμα ενός πολέμου με αφορμή την επιλογή συζύγου της. Η ζωή της είναι μια πολιτική πράξη. Σε κάθε της έκφανση.


Η Λαβίνια είναι ο χαρακτήρας εκείνος που κατέχει στο έπος της Αινειάδας του Βιργιλίου μια θέση που σύμφωνα με την Ούρσουλα Κρέμπερ Λε Γκεν δεν της αρκεί, δεν της αρμόζει, δεν καλύπτει το εύρος της προσωπικότητάς της, της εμβέλειάς της στα ιστορικά –ή μυθικά μέχρι ενός σημείου- γεγονότα. Η κόρη του βασιλιά, λοιπόν, έχει το χάρισμα να ακούει τη φωνή του Αινεία μέσα από το ποίημα του Βιργιλίου, ξέρει το μέλλον της, δεν μπορεί να το αποφύγει, αλλά είναι εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας να καταγράψει την αλήθεια, όπως τη διακρίνει εκείνη. Μέσα από τα δικά της μάτια δικαιώνονται ή απαξιώνονται άρχοντες. «…δεν είναι ο θάνατος που μας επιτρέπει να καταλαβαινόμαστε, αλλά η ποίηση…».


Ως αγαπημένη κόρη του πατέρα της και αποδιωγμένη από την τρέλα της μάνας της, από νωρίς η Λαβίνια συνειδητοποιεί την κρισιμότητα του ρόλου της, των επιλογών της, ακόμη και στην καθημερινότητά της. Δεν είναι μια πριγκιποπούλα που την απασχολούν μόνο τα πέπλα της, τα τυπικά καθήκοντά της και η λατρεία των θεών. Στο μυαλό της δουλεύεται το πεπρωμένο που αναγκάζεται να πάρει στα χέρια της. Ο χρησμός που τη θέλει να παντρεύεται έναν ξένο, τον Αινεία που καταφθάνει αποδεκατισμένος στη σημερινή ιταλική χερσόνησο, επαληθεύεται. «…"Αυτό που επιφυλάσσει το μέλλον είναι κυρίως πόλεμος λοιπόν", λέω, ψάχνοντας να ξεχωρίσω κάποιες σκηνές που να μην είναι πολεμικές, κάποιον δίχως περικεφαλαία. Βλέπω μαζικούς βιασμούς, γυναίκες να στριγγλίζουν και να αντιστέκονται καθώς τις σέρνουν πολεμιστές. Βλέπω μεγάλα, πανέμορφα πλοία, με σειρές κουπιά στις πλευρές τους, όλα να πολεμούν και μερικά να καίγονται. Φωτιά και καπνός υψώνονται πάνω από το νερό…». Η συγγραφέας με υποδειγματική οικονομία ξεδιπλώνει την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας της μέσα από τις πολεμικές ιαχές που σφραγίζουν την πορεία της. «…Δίχως πόλεμο δεν υπάρχουν ήρωες…». Η Λε Γκεν αντιπαραβάλλει την ήρεμη καθημερινή ζωή με τις συγκρούσεις που δεν αποφέρουν τίποτα άλλο παρά μόνο θύματα. «…Από όλους τους θεούς, φοβάμαι περισσότερο εκείνον που ξεπερνά τα όρια, εκείνον που βάζει το κριάρι απέναντι στην προβατίνα, και τον ταύρο απέναντι στη δαμάλα, κι οπλίζει το χέρι του χωρικού με το σπαθί, τον Άρη…».


Φτιάχνει το ψυχογράφημα ενός σπάνια δυνατού ανθρώπου. «…Οι αδύναμοι είναι άσπλαχνοι…». Μιας γυναίκας ώριμης, σοφής, συμπονετικής που ανακαλύπτει όλες τις εκδοχές του εαυτού της μέσα από τις δυσκολίες που συναντά στον κόσμο εκείνο που κυβερνούν άντρες. «…Είμαστε όλοι γεννήματα των περιστάσεων…». Άντρες φτιαγμένοι από το υλικό εκείνο που η ίδια η κοινωνία της εποχής τούς κληροδότησε για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της: τη σκληρότητα, τη ροπή προς την σύρραξη ως μοναδική διέξοδο στα προβλήματα. «…Το να θαυμάζεις τον άνδρα που σκότωσες είναι, άραγε, εκδήλωση αυτοθαυμασμού;…».
«…Ήμουν γυναίκα, επομένως δεν έπρεπε ποτέ να με εμπιστευτεί, ποτέ δεν υποτάχθηκα. Ήμουν άξια περιφρόνησης ή καθυπόταξης…». Η Λαβίνια αν και ξέρει ότι ο γάμος ήταν το καθήκον και το πεπρωμένο της, αν και γνωρίζει ότι την «τάζουν ως μέρος συμφωνίας, ως ανταλλάξιμο αντικείμενο, όπως ένα κύπελλο ή ένα κομμάτι ύφασμα», μια μέγιστη προσβολή σε ανθρώπινη ψυχή, εκείνη κατορθώνει να διαφοροποιήσει τον εαυτόν της. Να ερωτευτεί σφοδρά τον Αινεία, εκείνον που οραματιζόταν πριν ακόμα εκείνος εμφανιστεί μπροστά της και να αντιτεθεί στη βούληση των μνηστήρων, της μητέρας της, ακόμη και του ίδιου του χειραγωγημένου λαού της. Λειτουργεί, βέβαια, προς όφελος αυτού του λαού. Αναδεικνύεται σε ένα πολιτικό ον που θα το ζηλεύαμε σήμερα να υπάρχει. «…Ο αγγελιαφόρος δεν παύει να είναι υποχρεωμένος να μιλήσει, ο βασιλιάς να ακούσει, η κόρη του βασιλιά να ακολουθήσει το πεπρωμένο της…». Η Λε Γκεν βρίσκεται σε ένα συνεχή διάλογο με την Αινειάδα, χωρίς να χάνει τη λεπτότητα, την απλότητα και κομψότητα στη γραφή της. Διαλέγεται μέσω της ποίησης, αλλά ακολουθώντας τα μονοπάτια του πεζού λόγου. Είναι τα διλήμματα της πρωταγωνίστριάς της, η αδιάλειπτη αμφιβολία της για όλα, που υπαγορεύουν στο κείμενο να είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί για τη διαφορετικότητα ανάμεσα στην ανδρική και τη γυναικεία ψυχολογία που αποτυπώνεται ανάγλυφα στη θεώρηση του κόσμου, όπως προκύπτει στο πέρας της Ιστορίας.