Ταξιδεύοντας στα έγκατα του ανθρώπου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 26/9/2009)

"
...Το χρυσάφι δεν αξίζει τίποτα, δεν πρέπει να το φοβάσαι, είναι σαν τους σκορπιούς που τσιμπούν μονάχα εκείνον που τους φοβάται... Εσείς οι άλλοι, ο κόσμος, πιστεύετε πως το χρυσάφι είναι ό,τι πιο δυνατό και ποθητό, και γι' αυτό πολεμάτε. Ο κόσμος θα πεθάνει παντού για να αποκτήσει χρυσάφι..."






Ένα παιδί αναγκάζεται να ενηλικιωθεί μέσα στον απόηχο της δυτικής αποικιοκρατίας και τους καπνούς του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η προσωπική του περιπλάνηση σημαδεύεται από την αναζήτηση του
“Άγνωστου Κουρσάρου”και του κρυμμένου του θησαυρού. Θα αφιερώσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του αναζητώντας το χρυσάφι που υπήρχε μέσα του, στην ψυχή του, στη μοναξιά του, στην αθωότητά του, στην αγάπη του για τους άλλους.
Ο γυρευτής του χρυσού” που κυκλοφορεί από το 1986 στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση της Λήδας Παλλαντίου, είναι ένα μυθιστόρημα που υπηρετεί με απόλυτη ακρίβεια όλα εκείνα που θίγει “Στο δάσος με τα παράδοξα”, το κείμενο της ομιλίας του ο -τιμηθείς με το βραβείο Νόμπελ για το 2008- συγγραφέας J. M. G. Le Clézio (Jean Marie Gustave Le Clézio) προς τη Σουηδική Ακαδημία. Είναι ένα βιβλίο συνεπές με την ουμανιστική πορεία στη λογοτεχνία του δημιουργού του. Ένα βιβλίο με κέντρο του τον άνθρωπο, από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο.
Η μαγευτική αφήγηση του
Le Clézio ξεδιπλώνει ένα ονειρικό ταξίδι στα μύχια της αθωότητας και της παιδικής ηλικίας.“...Η θάλασσα είναι μέσα στο κεφάλι μου κι όταν κλείνω τα μάτια, τη βλέπω και την ακούω καλύτερα, διακρίνω κάθε ρόχθο των κυμάτων που τα χωρίζουν ξέρες κι ύστερα ξανασμίγουν για να σπάσουν στο γιαλό...”. Στον παράδεισο του πυρήνα μιας οικογένειας στο εξωτικό Μπουκάν του Μαυρικίου που χτυπιέται τελικά από έναν τυφώνα, η Λώρα και ο Αλέξης (Αλί), τα παιδιά, έρχονται αντιμέτωπα με τη σκληρή πραγματικότητα. Η πτώση από τον παράδεισο. Τα όνειρα του πατέρα ρημάζονται. “...Τίποτα δεν υπάρχει πια, τίποτα δεν συμβαίνει. Υπάρχει μόνο αυτό, αυτό που νιώθω, αυτό που βλέπω, ο καταγάλανος ουρανός, ο αχός της θάλασσας που λυσσομανά πάνω στις ξέρες και το δροσερό νερό που κυλά γύρω από το δέρμα μου... Όλα όσα νιώθω, όλα όσα βλέπω μου φαίνονται αιώνια. Δεν ξέρω πως σε λίγο θα χαθούν...”. Το τέλος είναι παρόν. Η μητέρα ζωντανή-νεκρή. Η χρεοκοπία συμπαρασύρει για το γιο την ελπίδα και το όνειρο της επίτευξης ενός μεγάλου σκοπού. Του δικού του σκοπού. Και η οδύσσεια αρχινά. Προς τη χίμαιρα. Προς την κατάκτηση της προσωπικής ελευθερίας, προς την πραγμάτωση της ίδιας του της ανθρώπινης υπόστασης. ...υπάρχει ένα θεσπέσιο ουράνιο τόξο... τα ουράνια τόξα είναι οι στράτες της βροχής. Το ουράνιο τόξο είναι δυνατό, στηρίζεται στη δύση, στη βάση των βουνών...”.
Ο συγγραφέας παίρνει στα χέρια του τη “φροντίδα της ψυχής” των ηρώων του, με μαεστρία, γλυκύτητα, αλήθεια, τρυφερότητα και συμπόνια
. Κατορθώνει στο πρώτο μισό της ιστορίας του να μαγέψει τόσο τον αναγνώστη, να τον κερδίσει με τη φαινομενικά απλή πλοκή και την ασύλληπτα γοητευτική αφήγηση που ενώ περιγράφει λυρικά στοιχεία δεν είναι λυρική, με έναν τρόπο ανεπαίσθητο σαν χάδι, ώστε στο δεύτερο μισό του βιβλίου του μπορεί να τον παρασύρει στα πολεμικά χαρακώματα και να τον φέρει αντιμέτωπο με την ίδια την αγριότητα μέσα και γύρω του. “...Ο άνεμος δεν γερνά, η θάλασσα δεν έχει ηλικία. Ο ήλιος κι ο ουρανός είναι αιώνιοι...”.

Ο Αλέξης, ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής, θα μπαρκάρει στα καράβια για να αναζητήσει το δικό του μυστηριώδη παράδεισο, ακολουθώντας τα χνάρια του Άγνωστου Κουρσάρου.
“... Έτσι, άρχισα να ζω συντροφιά με τον άγνωστο Κουρσάρο, τον Privateer, όπως τον έλεγε ο πατέρας μου. Όλα εκείνα τα χρόνια, αυτόν σκεφτόμουν, αυτόν ονειρευόμουν. Μοιραζόταν τη ζωή μου και τη μοναξιά μου...”. Ο ήρωας ταλαιπωρείται και ανησυχεί μέσα του όχι για το γενικό κακό που πλησιάζει όσο η οσμή του πολέμου αρχίζει να ποτίζει την ατμόσφαιρα, αλλά για το κενό που μένει μέσα του από την απομάκρυνσή του από τους ανθρώπους που αγαπάει και τον αγαπούν. Και από κει που αναγνώστης νόμιζε ότι διάβαζε μια πολύ προσωπική ιστορία, πολύχρωμη, με θαλασσοπόρους, κουρσάρους (“...Άραγε αυτός ο θησαυρός που κυνηγώ μέσα στο όνειρό μου, υπάρχει στην πραγματικότητα; ...”), λιμάνια, θύελλες, ψαρέματα, θησαυρούς, καπετάνιους, κορίτσια, μια αργόσυρτη και σχεδόν τραγουδιστή ιστορία που τον βυθίζει στα δικά του χρόνια της παιδικότητας και της λογοτεχνίας στα σπάργανα, απαλά και με γούστο, ο συγγραφέας του ανακατεύει αλλιώς τα χαρτιά της τράπουλας· του αναποδογυρίζει τα δεδομένα, τον φέρνει αντιμέτωπο με πανανθρώπινα ζητήματα, με την ίδια την Ιστορία και την τροπή της.

Ο Αλέξης θα ανακαλύψει τελικά το δικό του νόημα στη ζωή, βγαίνοντας μπαρουτοκαπνισμένος μέσα και από τις φλόγες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. “... Ο κάματος, η πείνα, ο πυρετός θόλωσαν τη μνήμη μας, έφθειραν το αποτύπωμα των αναμνήσεών μας. Γιατί να 'μαστε σήμερα εδώ; Θαμμένοι μέσα στα χαρακώματα, με το πρόσωπο μαυρισμένο από τον καπνό, με τα ρούχα κουρελιασμένα, δύσκαμπτοι από την ξερή λάσπη, μήνες τώρα μέσα σ' αυτή η μυρωδιά του αποχωρητηρίου και του θανάτου. Ο θάνατος μας έγινε οικείος, αδιάφορος...”. Ο αναγνώστης δεν είναι σίγουρος πια αν διαβάζει μόνο μια ατομική οδύσσεια αναζήτησης του θησαυρού ενός 'Αγνωστου Κουρσάρου. Προφανώς και δεν διαβάζει μόνον αυτό, απλώς ο συγγραφέας δεν θέλησε κραυγαλέα να του πει τα μυστικά του. Προτίμησε να του τα ψιθυρίσει στ' αυτί σαν παραμύθι, μαγεύοντας και απομαγεύοντάς τον. Αυτό είναι λογοτεχνία, του ανθρώπου και όχι της λογοτεχνίας και μόνον.

O J. M. G. Le Clézio απευθύνεται απλά αλλά με μαστοριά και ειλικρίνεια στην ψυχή, στην ολότητα του ανθρώπου, στη λογική, τα αισθήματα και τα ένστικτά του. Τον φέρνει να δει την αδυναμία του και φυσικά την απέραντη ομορφιά της. “...Ζώντας στο χώρο του, πιστεύω πως άρχισα να μοιάζω λιγάκι με τον Κουρσάρο. Μια παρωδία κουρσάρου δίχως καράβι, που βγήκε κατασκονισμένος και ρακένδυτος από τον κρυψώνα του...”. Γιατί αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη δύναμη; Να ξέρεις ότι είσαι αδύναμος και μες στη ματαιότητα των πάντων να συνεχίζεις να παλεύεις για να αποκαλύπτεις απλώς κι άλλη από την τρωτότητα και την αδυναμία σου. Είναι ένα βιβλίο για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και για όλους μαζί συνάμα.