Η εστέτ θάλασσα του Σεπτέμβρη
Χαίρομαι όταν κατορθώνουν οι λέξεις να νικηθούν και δεν μπορούν να περιγράψουν πια την ομορφιά. Δεν αντέχουν οι φθόγγοι τους να αρθρώσουν την αλήθεια. Χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους.
Η θάλασσα του Σεπτέμβρη ευθύνεται. Και ο ήλιος της. Και τα μικρά της σύννεφα για ίσκιο. Τα καραβάκια βαθιά στον ορίζοντα μοιάζουν με μικρούς αναπνευστήρες που ανασαίνει η ματιά σου. Το νερό να σε καλύπτει, να διαπερνά τα αυτιά και τα κόκκαλά σου, να ακούς την αναπνοή σου από αρχέγονα βάθη, να νιώθεις τις πληγές που γλύφει το αλάτι, τα εξαρθρωμένα κόκκαλα από τους μικρούς και τους μεγάλους υπολογιστές. Ανοίγει το θολωμένο βλέμμα από τις οθόνες και σκορπίζεται όσο το χωράει η ίδια η θάλασσα. Μια γεροντική φωνή αντηχεί "Γιαλό γιαλό πηγαίναμε", τραγουδάει κι ακούς τις ρωγμές της ζωής της, όσα έκανε κι όσα δεν έκανε πώς σμιλέψανε το λαιμό της, πώς καταφάγανε το λαρύγγι της. Την αρμονία της, σαν τραγούδι των σειρήνων, σπάει η σύγχρονη μιζέρια: "Κυρία μου, στο μπάνιο σας να πάτε να τραγουδήσετε, δεν είναι το τραγούδι σας του γούστου όλων".
Και οι γέροι, σταφιδιασμένοι από τον ήλιο, με τα ρημαγμένα σώματα που δεν το βάζουν κάτω. Δοσμένοι στην υπέρτερη ευχαρίστηση του νερού. Και οι παρέες. Οι ανδρικές φιλίες. Ο ένας δεν μπορεί να καταλάβει το γιο του, με τίποτα. Και σκοτώνονται. Άλλοι κόσμοι. Και οι γυναικοπαρέες με τα γνωστά τετριμμένα, τι μαγειρέψανε σήμερα, πού σπουδάζουν τα παιδιά, οι πιο τολμηρές κατ' ιδίαν άμα τις απάτησε πότε ο άντρας τους, που το ξέρανε, αλλά το συγχωρήσανε και άλλα τέτοια, οκτακόσια χρόνια παντρεμένοι.
Θόρυβος. Μακρινός. Από την ακτή. Εσύ μέσα. Στα ύψη και τα βάθη σου. Διακρίνεις μια μανούλα με το λευκό της μωρό στη αγκαλιά να ανατριχιάζει το μικρούλι από το νερό, να προσπαθεί να το πιάσει κι αυτό όλο να του ξεφεύγει. Και να γελάει. Και να σουφρώνει τα χειλάκια του. Κάπως έτσι σου ξεφεύγει κι εσένα η θάλασσα και ο χρόνος. Τον σταμάτησε το χρόνο σήμερα το νερό.
Και μέτρησε για αιωνιότητα το ηδονικό βύθισμα στην αρχή στα διάφανα σαν λευκά και μετά στα μπλε καταμπλέ νερα. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από έδω που να σε αφορά, αν δεν περάσει από το μυαλό σου με επιμονή κι αντέξει μέσα στο νερό.
Νερό κι εσύ. Του Ιουλίου η θάλασσα είναι κρύα -περιμένει να την ζεστάνεις εσύ- κι έξω καίει ο τόπος, γι' αυτό σ' αρέσει πιο πολύ. Το διάβασμα στην παραλία είνα άθλος. Τι αντέχει, ποιος αντέχει να διαβαστεί εκεί; Του Αυγούστου τα νερά, νερόβραστα, ζεστά σαν κάτουρο, σίγουρα γεμάτα απ' αυτό, με ένα ελαφρύ μελτεμάκι να σε δροσίζει απέξω. Και του Σεπτέμβρη η βουτιά στον Αργολικό είναι σαν διακοπές στη Ρόδο του 2004. Δροσερή θάλασσα, καθαρή παραλία, λίγοι άνθρωποι, όχι πολλά λόγια, μεγάλη χαρά.
Η εστέτ θάλασσα του Σεπτέμβρη θέλει να σε ζεστάνει εκείνη που μπαίνεις μέσα παγωμένος, διστακτικός, δεν ξέρεις αν σε θέλει, δεν σε θέλει. Κι εκείνη παραμένει γαλήνια, μέχρι ανησυχίας. Κυματισμός μηδέν.
Η αρχετυπική μήτρα που σε ξέβρασε σ΄αυτον τον κόσμο, κάποτε σε φιλοξενεί και σε περιθάλπει. Σαν τούτη την ώρα. Σε τυλίγει μια ευδαιμονία που θα τη ζήλευαν και οι θεοί, άμα είναι θεοί και ήρθαν από το πουθενά και πάνε στο τίποτα. Εσύ από πού ήρθες; Τι σε έφερε εδώ;
Το ίδιο σκιερό τούνελ ευτυχίας σε περιβάλλει με τους αγαπημένους σου άλλους, όταν είστε στα ίδια μήκη κύματος. Σπάνια, αλλά υπολογίσιμα όσο τίποτα. Τα μήκη κύματος. Αναλλοίωτα ζητάς να μείνουν. Γιατί να μην μείνουν;
Η θάλασσα του Σεπτέμβρη ευθύνεται. Και ο ήλιος της. Και τα μικρά της σύννεφα για ίσκιο. Τα καραβάκια βαθιά στον ορίζοντα μοιάζουν με μικρούς αναπνευστήρες που ανασαίνει η ματιά σου. Το νερό να σε καλύπτει, να διαπερνά τα αυτιά και τα κόκκαλά σου, να ακούς την αναπνοή σου από αρχέγονα βάθη, να νιώθεις τις πληγές που γλύφει το αλάτι, τα εξαρθρωμένα κόκκαλα από τους μικρούς και τους μεγάλους υπολογιστές. Ανοίγει το θολωμένο βλέμμα από τις οθόνες και σκορπίζεται όσο το χωράει η ίδια η θάλασσα. Μια γεροντική φωνή αντηχεί "Γιαλό γιαλό πηγαίναμε", τραγουδάει κι ακούς τις ρωγμές της ζωής της, όσα έκανε κι όσα δεν έκανε πώς σμιλέψανε το λαιμό της, πώς καταφάγανε το λαρύγγι της. Την αρμονία της, σαν τραγούδι των σειρήνων, σπάει η σύγχρονη μιζέρια: "Κυρία μου, στο μπάνιο σας να πάτε να τραγουδήσετε, δεν είναι το τραγούδι σας του γούστου όλων".
Και οι γέροι, σταφιδιασμένοι από τον ήλιο, με τα ρημαγμένα σώματα που δεν το βάζουν κάτω. Δοσμένοι στην υπέρτερη ευχαρίστηση του νερού. Και οι παρέες. Οι ανδρικές φιλίες. Ο ένας δεν μπορεί να καταλάβει το γιο του, με τίποτα. Και σκοτώνονται. Άλλοι κόσμοι. Και οι γυναικοπαρέες με τα γνωστά τετριμμένα, τι μαγειρέψανε σήμερα, πού σπουδάζουν τα παιδιά, οι πιο τολμηρές κατ' ιδίαν άμα τις απάτησε πότε ο άντρας τους, που το ξέρανε, αλλά το συγχωρήσανε και άλλα τέτοια, οκτακόσια χρόνια παντρεμένοι.
Θόρυβος. Μακρινός. Από την ακτή. Εσύ μέσα. Στα ύψη και τα βάθη σου. Διακρίνεις μια μανούλα με το λευκό της μωρό στη αγκαλιά να ανατριχιάζει το μικρούλι από το νερό, να προσπαθεί να το πιάσει κι αυτό όλο να του ξεφεύγει. Και να γελάει. Και να σουφρώνει τα χειλάκια του. Κάπως έτσι σου ξεφεύγει κι εσένα η θάλασσα και ο χρόνος. Τον σταμάτησε το χρόνο σήμερα το νερό.
Και μέτρησε για αιωνιότητα το ηδονικό βύθισμα στην αρχή στα διάφανα σαν λευκά και μετά στα μπλε καταμπλέ νερα. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από έδω που να σε αφορά, αν δεν περάσει από το μυαλό σου με επιμονή κι αντέξει μέσα στο νερό.
Νερό κι εσύ. Του Ιουλίου η θάλασσα είναι κρύα -περιμένει να την ζεστάνεις εσύ- κι έξω καίει ο τόπος, γι' αυτό σ' αρέσει πιο πολύ. Το διάβασμα στην παραλία είνα άθλος. Τι αντέχει, ποιος αντέχει να διαβαστεί εκεί; Του Αυγούστου τα νερά, νερόβραστα, ζεστά σαν κάτουρο, σίγουρα γεμάτα απ' αυτό, με ένα ελαφρύ μελτεμάκι να σε δροσίζει απέξω. Και του Σεπτέμβρη η βουτιά στον Αργολικό είναι σαν διακοπές στη Ρόδο του 2004. Δροσερή θάλασσα, καθαρή παραλία, λίγοι άνθρωποι, όχι πολλά λόγια, μεγάλη χαρά.
Η εστέτ θάλασσα του Σεπτέμβρη θέλει να σε ζεστάνει εκείνη που μπαίνεις μέσα παγωμένος, διστακτικός, δεν ξέρεις αν σε θέλει, δεν σε θέλει. Κι εκείνη παραμένει γαλήνια, μέχρι ανησυχίας. Κυματισμός μηδέν.
Η αρχετυπική μήτρα που σε ξέβρασε σ΄αυτον τον κόσμο, κάποτε σε φιλοξενεί και σε περιθάλπει. Σαν τούτη την ώρα. Σε τυλίγει μια ευδαιμονία που θα τη ζήλευαν και οι θεοί, άμα είναι θεοί και ήρθαν από το πουθενά και πάνε στο τίποτα. Εσύ από πού ήρθες; Τι σε έφερε εδώ;
Το ίδιο σκιερό τούνελ ευτυχίας σε περιβάλλει με τους αγαπημένους σου άλλους, όταν είστε στα ίδια μήκη κύματος. Σπάνια, αλλά υπολογίσιμα όσο τίποτα. Τα μήκη κύματος. Αναλλοίωτα ζητάς να μείνουν. Γιατί να μην μείνουν;
¨Γιαλό γιαλό πηγαίναμε...¨. Τα σημάδια από την καλοκαιρινή ηλιοθεραπεία αναζωογονούνται. Τα κορδόνια του μαγιό στάζουν νερά και όταν βγαίνεις πια στο δρόμο με τα βρεγμένα ρούχα και μαλλιά και τους κρυστάλλους τ΄ αλατιού να σφίγγουν στο δέρμα σου και να στραφταλίζουν, αισθάνεσαι πολύ εκτυφλωτικά σαν καλοκαίρι που πέρασε, ανάμεσα στους καθωσπρέπει άλλους γύρω σου. Το πλατύγυρο καπέλο και τα σκούρα γυαλιά κρατάνε λίγο από τον ίσκιο της ευδαιμονίας σου και για ύστερα. Σου υπόσχονται να μην ψιθυρίσουν το μυστικό σου στην άμμο και φυτρώσουν καλάμια και άντε να μαζέψεις αυτές τις ήσυχες μέρες του Σεπτέμβρη από τ΄αυτιά του βουερού πλήθους που λείπει από την παραλία. Ζει ο βασιλιάς; ρωτάς τη σταφιδιασμένη γοργόνα στ΄ακρογιάλι που τραγουδάει τα κύματά της. Ζει, σου λέει εκείνη κοροϊδευτικά για όσο θες εσύ και βουτάει αμετανόητα στα νερά να κρύψει τις ζάρες της, την ψαρένια της ουρά, τα παρηκμασμένα της μαλλιά που θα τα μοιράσει φύκια στη θάλασσα.