My dear Jane,
κανονικά έπρεπε να απευθύνω το μονόλογο στα Αγγλικά, αλλά προκειμένου να μου κάνεις κανένα σχόλιο όλο ειρωνεία και μείνω στήλη άλατος, θα αρκεστώ να σου τα πω ελληνιστί.
Σε είδα εχθές το απόγευμα που έστριβες από τη διπλανή πρασιά και χάθηκες μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Κρατούσες με χάρη το μακρύ σου φουστάνι. Το βλέμμα σου ήταν τόσο ονειροπόλο που δίστασα να σε ενοχλήσω. Σε άφησα να συνεχίσεις τον περίπατό σου. Κι έμεινα να σε παρατηρώ από καμιά διακοσαριά χρόνια μπροστά.
Ήθελα να σου πω απλώς ότι όλα εκείνα που έγραφες για κοριτσόπουλα με ροδαλά μάγουλα και νεαρούς με ψυχρό και αλαζονικό ύφος, ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο. Η υπερηφάνεια και η προκατάληψη. Πίστεψέ το. Ακόμα οι συζητήσεις γίνονται για το αν εκείνος της μίλησε ή όχι, για το αν εκείνη έπρεπε να του στείλει μήνυμα ή όχι -εντάξει, όχι μπιλιέτο με υπηρέτες σταλμένο σαν και τα δικά σου, αλλά κάτι ταχύτερο που δεν μπορείς να πάρεις πίσω- και που λες, my dear Jane, τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ουσία. Στις απλές καθημερινές στιγμές με τους άλλους βρίσκεται η κόλαση και ο παράδεισος μαζί. Στα σαλονάκια του τείου που έγιναν πια τραπεζάκια για καφέ στο δρόμο, λέει ο καθένας τον πόνο του. Με πειθώ. Κι άμα στήσει αυτί κανείς, σαν και τους διαλόγους στα βιβλία σου είναι.
Μη μειδιάς σαρδόνια, σε παρακαλώ! Δεν χάθηκαν οι Ντάρσυ και οι Ελίζαμπεθ, οι Κάθριν και οι Φάνυ, αγαπητή μου. Μόνο που έμειναν πιο μόνοι από τότε. Θυμάσαι; Και δοκιμάζεται που λες κι η λογική κι η ευαισθησία τους. Δοκιμάζεται τρελά. Τώρα, τι σόι ανταπόκριση σού στέλνω από το μέλλον, my dear, αλλά, νά, ήθελα να ξέρεις ότι είδες βαθιά στη ψυχή μας, όταν ανοίξαμε τα βιβλία σου κι ακούσαμε τη φωνή σου. Κι ας μην το είχες σκοπό. Κι είναι παρηγοριά μεγάλη αυτή, για μας που αγαπάμε το Παραμύθι από τα παραμύθια.
Γεροντοκόρη κουτσομπόλα θα σε λέγανε τότε, καλή μου, σκέφτομαι, και θα ένιωθες τόσο μα τόσο μόνη, σαν και τον άνθρωπο σήμερα τον κλεισμένο στο τσιμεντένιο κλουβί του, εσύ που σεργιάνιζες στις εξοχές με τα κέρικολ και τα εξαίσια μποτίνια σου...
Ξέφυγε χθες, καθώς περιπατούσες, από τα μαλλιά σου μια δαντελένια κορδέλα, πιάστηκε στο σπασμένο κλαδάκι που μπήκε μέσα από το παράθυρό μου κι έπεσε απάνω στο γραφείο μου ένα ξέφτι, ήθελα να σου πω. Το κράτησα απαλά κι ύστερα το έκρυψα στο συρτάρι για ώρα ανάγκης. Ένα παραμύθι για να βγει κάποτε μια μέρα. (Εδώ σε παρακαλώ να ειρωνευτείς το λυρισμό μου, είναι άχρηστος και τονε παίρνει ο ικανός πάντοτε αέρας.)
Δεν σε ρώτησα, Jane, ήταν "πραγματοποιήσιμα" τότε τα Παραμύθια σου;
Σε είδα εχθές το απόγευμα που έστριβες από τη διπλανή πρασιά και χάθηκες μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Κρατούσες με χάρη το μακρύ σου φουστάνι. Το βλέμμα σου ήταν τόσο ονειροπόλο που δίστασα να σε ενοχλήσω. Σε άφησα να συνεχίσεις τον περίπατό σου. Κι έμεινα να σε παρατηρώ από καμιά διακοσαριά χρόνια μπροστά.
Ήθελα να σου πω απλώς ότι όλα εκείνα που έγραφες για κοριτσόπουλα με ροδαλά μάγουλα και νεαρούς με ψυχρό και αλαζονικό ύφος, ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο. Η υπερηφάνεια και η προκατάληψη. Πίστεψέ το. Ακόμα οι συζητήσεις γίνονται για το αν εκείνος της μίλησε ή όχι, για το αν εκείνη έπρεπε να του στείλει μήνυμα ή όχι -εντάξει, όχι μπιλιέτο με υπηρέτες σταλμένο σαν και τα δικά σου, αλλά κάτι ταχύτερο που δεν μπορείς να πάρεις πίσω- και που λες, my dear Jane, τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ουσία. Στις απλές καθημερινές στιγμές με τους άλλους βρίσκεται η κόλαση και ο παράδεισος μαζί. Στα σαλονάκια του τείου που έγιναν πια τραπεζάκια για καφέ στο δρόμο, λέει ο καθένας τον πόνο του. Με πειθώ. Κι άμα στήσει αυτί κανείς, σαν και τους διαλόγους στα βιβλία σου είναι.
Μη μειδιάς σαρδόνια, σε παρακαλώ! Δεν χάθηκαν οι Ντάρσυ και οι Ελίζαμπεθ, οι Κάθριν και οι Φάνυ, αγαπητή μου. Μόνο που έμειναν πιο μόνοι από τότε. Θυμάσαι; Και δοκιμάζεται που λες κι η λογική κι η ευαισθησία τους. Δοκιμάζεται τρελά. Τώρα, τι σόι ανταπόκριση σού στέλνω από το μέλλον, my dear, αλλά, νά, ήθελα να ξέρεις ότι είδες βαθιά στη ψυχή μας, όταν ανοίξαμε τα βιβλία σου κι ακούσαμε τη φωνή σου. Κι ας μην το είχες σκοπό. Κι είναι παρηγοριά μεγάλη αυτή, για μας που αγαπάμε το Παραμύθι από τα παραμύθια.
Γεροντοκόρη κουτσομπόλα θα σε λέγανε τότε, καλή μου, σκέφτομαι, και θα ένιωθες τόσο μα τόσο μόνη, σαν και τον άνθρωπο σήμερα τον κλεισμένο στο τσιμεντένιο κλουβί του, εσύ που σεργιάνιζες στις εξοχές με τα κέρικολ και τα εξαίσια μποτίνια σου...
Ξέφυγε χθες, καθώς περιπατούσες, από τα μαλλιά σου μια δαντελένια κορδέλα, πιάστηκε στο σπασμένο κλαδάκι που μπήκε μέσα από το παράθυρό μου κι έπεσε απάνω στο γραφείο μου ένα ξέφτι, ήθελα να σου πω. Το κράτησα απαλά κι ύστερα το έκρυψα στο συρτάρι για ώρα ανάγκης. Ένα παραμύθι για να βγει κάποτε μια μέρα. (Εδώ σε παρακαλώ να ειρωνευτείς το λυρισμό μου, είναι άχρηστος και τονε παίρνει ο ικανός πάντοτε αέρας.)
Δεν σε ρώτησα, Jane, ήταν "πραγματοποιήσιμα" τότε τα Παραμύθια σου;