Ένας κόσμος νεόπτωχος και λύσεις από
Το καλοκαίρι στην παραλία, όταν άκουσα από μια γυναίκα μη καπνίστρια να ζητάει ένα τσιγάρο, γιατί έχει άγχος λόγω της κατάστασης της αμερικανικής οικονομίας, έστησα αυτί. Αναπόφευκτα.
Μου έκανε εντύπωση. Από τον Ιανουάριο του 2008 γράφω για τη διεθνή οικονομία, λες και είναι μια κινηματογραφική ταινία που συμβαίνει αλλού, σε έναν κόσμο φανταστικό, αυτόν που αναλύω και υπάρχει επειδή ακριβώς χρειάζομαι εγώ να γεμίζω τις σελίδες μου.
Όταν ακούσεις όμως την ανάσα αυτού του κόσμου στο σβέρκο σου, δεν γίνεται, γυρνάς. Ξυπνάς. Κι αφουγκράζεσαι τους πραγματικούς ανθρώπους.
Η καλοβαλμένη και στυλάτη κυρία στην παραλία ήταν ελληνίδα ξενιτεμένη στη Νέα Υόρκη που εργάζονταν σε μία από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του κόσμου και ανησυχούσε για το επαγγελματικό της μέλλον. Η χρηματοπιστωτική κρίση που μου έχει χτυπήσει "δημοσιογραφικά" την πόρτα από πέρυσι το καλοκαίρι, με πλησίασε λίγο ακόμα. Στη διπλανή πετσέτα της πλαζ. Κι άκουσα τότε την αγωνία του ανθρώπου που τη βιώνει απτά και όχι σαν μια εικονική πραγματικότητα στην οθόνη του υπολογιστή, όπως εγώ τόσα χρόνια.
Σήμερα, "Μαύρη Δευτέρα" στις αγορές του κόσμου, οι κολοσσοί εκφράζουν την αδυναμία τους, αν προλάβουν εγκαίρως, γιατί καταρρέουν ραγδαίως... Θυμήθηκα τη γυναίκα στη θάλασσα και σκέφτομαι, αν έχει ήδη χάσει τη δουλειά της, γιατί είχε κι ένα παιδί να μεγαλώσει μόνη της, όπως αδιάκριτα είχα κρυφακούσει. Κι ανησυχώ.
Ανησυχώ για τους εργαζόμενους που ήδη έχουν πέσει θύματα των λύσεων από. Ανησυχώ για τον καθένα ξεχωριστά και όχι για μια μάζα απρόσωπη και χωρίς χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες. Ανησυχώ για το νεόπτωχο κόσμο που είναι αληθινός και όχι σκέτα νούμερα και στατιστικές στα κείμενά μου* που έχει ζωή και καθημερινότητα και πρέπει τώρα να υποστεί τους κραδασμούς των λύσεων από. Των λύσεων που δίνονται από άλλους και για άλλους.
Ανησυχώ για το νεοπλουτισμό που δημιουργεί τόσους νεόπτωχους.
"Δεν καπνίζω, αλλά μήπως έχετε ένα τσιγάρο;", έτεινε τη δική της ανησυχία η γυναίκα κι έσπασε τη μοναξιά της στην παραλία. Τουλάχιστον, μήπως ως νεόπτωχοι ανακτήσουμε τη χαμένη μας ιδιότητα να είμαστε και να αισθανόμαστε άνθρωποι; Άνθρωποι ευάλωτοι και τρωτοί, αλλά όχι αναλώσιμοι.
Μου έκανε εντύπωση. Από τον Ιανουάριο του 2008 γράφω για τη διεθνή οικονομία, λες και είναι μια κινηματογραφική ταινία που συμβαίνει αλλού, σε έναν κόσμο φανταστικό, αυτόν που αναλύω και υπάρχει επειδή ακριβώς χρειάζομαι εγώ να γεμίζω τις σελίδες μου.
Όταν ακούσεις όμως την ανάσα αυτού του κόσμου στο σβέρκο σου, δεν γίνεται, γυρνάς. Ξυπνάς. Κι αφουγκράζεσαι τους πραγματικούς ανθρώπους.
Η καλοβαλμένη και στυλάτη κυρία στην παραλία ήταν ελληνίδα ξενιτεμένη στη Νέα Υόρκη που εργάζονταν σε μία από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του κόσμου και ανησυχούσε για το επαγγελματικό της μέλλον. Η χρηματοπιστωτική κρίση που μου έχει χτυπήσει "δημοσιογραφικά" την πόρτα από πέρυσι το καλοκαίρι, με πλησίασε λίγο ακόμα. Στη διπλανή πετσέτα της πλαζ. Κι άκουσα τότε την αγωνία του ανθρώπου που τη βιώνει απτά και όχι σαν μια εικονική πραγματικότητα στην οθόνη του υπολογιστή, όπως εγώ τόσα χρόνια.
Σήμερα, "Μαύρη Δευτέρα" στις αγορές του κόσμου, οι κολοσσοί εκφράζουν την αδυναμία τους, αν προλάβουν εγκαίρως, γιατί καταρρέουν ραγδαίως... Θυμήθηκα τη γυναίκα στη θάλασσα και σκέφτομαι, αν έχει ήδη χάσει τη δουλειά της, γιατί είχε κι ένα παιδί να μεγαλώσει μόνη της, όπως αδιάκριτα είχα κρυφακούσει. Κι ανησυχώ.
Ανησυχώ για τους εργαζόμενους που ήδη έχουν πέσει θύματα των λύσεων από. Ανησυχώ για τον καθένα ξεχωριστά και όχι για μια μάζα απρόσωπη και χωρίς χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες. Ανησυχώ για το νεόπτωχο κόσμο που είναι αληθινός και όχι σκέτα νούμερα και στατιστικές στα κείμενά μου* που έχει ζωή και καθημερινότητα και πρέπει τώρα να υποστεί τους κραδασμούς των λύσεων από. Των λύσεων που δίνονται από άλλους και για άλλους.
Ανησυχώ για το νεοπλουτισμό που δημιουργεί τόσους νεόπτωχους.
"Δεν καπνίζω, αλλά μήπως έχετε ένα τσιγάρο;", έτεινε τη δική της ανησυχία η γυναίκα κι έσπασε τη μοναξιά της στην παραλία. Τουλάχιστον, μήπως ως νεόπτωχοι ανακτήσουμε τη χαμένη μας ιδιότητα να είμαστε και να αισθανόμαστε άνθρωποι; Άνθρωποι ευάλωτοι και τρωτοί, αλλά όχι αναλώσιμοι.