Η γεύση του ανεκπλήρωτου έρωτα





(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 15/9/2007 και η φωτογραφία αποτελεί εξαιρετική λεπτομέρεια από το υπέροχο σπίτι που με φιλοξένησε για λίγες μέρες το καλοκαίρι)

Μια νουβέλα κομψή και τρυφερή ξεδιπλώνει ο Γενς Κρίστιαν Γκρένταλ πίσω από τον τίτλο «Βιρτζίνια» (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς), εκείνο το είδος του καπνού που αφήνει στα χείλη τη γλυκόπικρη υφή του παρελθόντος χρόνου. Μια εφηβεία που στιγματίζεται για δύο ανθρώπους από τη μεταξύ τους συνάντηση αρχικά, αλλά και την αναπάντεχη επίδραση που μπορεί να έχει ένας πόλεμος που «βρέχει» πιλότους από τον ουρανό. «…Κάθε νύχτα περίμενε τα αεροπλάνα. Δεν φοβόταν, ήξερε ότι δεν θα έριχναν βόμβες εδώ, που είχε μόνο παραλίες, φιορδ και σκόρπια σπίτια…Ήταν ένας πόλεμος πλασμένος από ήχους, φωνές στο ραδιόφωνο και φήμες στο δρόμο, σειρήνες από τις στέγες και τον μακρινό βόμβο των αεροπλάνων που έρχονταν από το πέλαγος…»
Με γλυκύτητα και δεξιοσύνη που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, ο συγγραφέας ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων ενός μοναχικού πια ηλικιωμένου άνδρα από ένα καλοκαίρι της εφηβείας του που έμελλε να σημαδέψει τα αισθήματά του για πάντα. «..Το αγόρι δεν επέτρεπε στον εαυτό του να κοιτάζει τη νεοφερμένη περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα κάθε φορά. Εάν ήξερε εκ των προτέρων τι βλέμμα θα του έριχνε, οι χειρότεροι φόβοι του θα είχαν επιβεβαιωθεί…» Η νοσταλγία για την αθωότητα που περιέβαλε την ψυχή του αγοριού απέναντι στο κορίτσι-μυστήριο της πρώτης νιότης του, κάνει τον αναγνώστη να νομίσει ότι πρόκειται απλώς για μια ιστορία αγάπης που δεν εξομολογήθηκε και δεν ευοδώθηκε ποτέ. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Γκρένταλ κατορθώνει να συμπυκνώσει μέσα στο σύντομο κείμενό του, το φόβο των ενοχών που μπορούν να σε κρατήσουν μακριά ως φυσική παρουσία απ’ αυτό που κουβαλάς πάντα στην ψυχή σου ως ανάμνηση, το φόβο απέναντι στην ίδια τη ζωή, το φόβο να αναλάβει κανείς την απόλυτη ευθύνη του εαυτού του. «…Έπρεπε να κάνει κάτι γιατί, ακόμα κι αν τα έκανε χειρότερα, θα ήταν προτιμότερο από το να μην κάνει τίποτα…»
Τα γηρατειά έρχονται μαζί με την απραγία της ηλικίας να επιχειρήσουν να «ξαναδιαβάσουν» τη ζωή που έφυγε και να «διορθώσουν» τα λοξοπατήματα για τα οποία μάλλον δεν βρίσκει κανείς ποτέ συγχώρεση από τον ίδιο του τον εαυτό. «…Αν και τα χρόνια περνούν πιο γρήγορα όταν γερνάς, οι μέρες γίνονται ατέλειωτες και απαιτητικές με τρύπες που πρέπει να τις αποφεύγεις…»