Στην κόψη της ζωής και του θανάτου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 22/9/2007)
«…Λένε ότι οι γυναίκες βλέπουν όνειρα όπου κινδυνεύουν αυτοί που είναι στην προστασία τους κι οι άντρες όνειρα όπου κινδυνεύουν οι ίδιοι…»
Είναι από κείνα τα βιβλία που η αγριότητά τους τραμπαλίζεται συνεχώς με την αυτοφυή τρυφερότητα της βαθιάς ανθρωπιάς. «…Προς ποια κατεύθυνση λοξοδρομούσαν συνήθως οι χαμένοι;…» Από τη μία φοβάσαι, αγχώνεσαι, κουράζεσαι, αηδιάζεις ακόμα από τις εικόνες της φρίκης, καθώς είναι ανάγνωσμα και η φρίκη αναδύεται από μέσα σου, από τις λέξεις που φτάνουν στο στέρνο σου –δεν είναι ταινία τρόμου να κλείσεις τα μάτια κι επιδερμικά να απαλλαγείς από το κακό- και από την άλλη σου έρχονται δάκρυα στα μάτια από τη γλύκα που επιζεί, από την ομορφιά της αγάπης που επιβιώνει, από τη σκληρή τρυφερότητα που σου προεξοφλεί ότι δεν θα είσαι πια ίδιος, μετά το πέρας της ανάγνωσης ενός βιβλίου σαν κι αυτό. «…Άμα είσαι σε επιφυλακή συνέχεια σημαίνει ότι όλο φοβάσαι;…»
Το μυθιστόρημα «Ο δρόμος» του Κόρμακ ΜακΚάρθυ που απέσπασε για φέτος το βραβείο Πούλιτζερ και κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ (ο οποίος φοβάμαι ότι στην προσπάθειά του να προσδώσει ρυθμό και ποιητικότητα στο ελληνικό κείμενο, σε ορισμένα σημεία «λοξοδρόμησε» εις βάρος της αναγνωστικής απόλαυσης και διευκόλυνσης), σε φτάνει στα όριά σου ως αναγνώστη και ως ανθρώπου. Μακρόσυρτες περιγραφές επαναλαμβανόμενων τοπίων να απλώνονται μπροστά στην πορεία ενός πατέρα και του μικρού του γιου προς τη θάλασσα* ίσως τη σωτηρία που δεν είναι διασφαλισμένη για κανέναν. Η στάχτη κυριαρχεί. Και η καμένη γη. Έτυχε να διαβάσω το βιβλίο μετά την τραγωδία των καταστροφών από τις πυρκαγιές στη χώρα μας και αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο συγκινησιακό τοπίο που δημιούργησε σε μένα η γραφή του αμερικανού δημιουργού. Είδα την καταστροφή που περιγράφεται στο βιβλίο, να είναι τόσο κοντά… «…Τα ελέη ενός αφανισμένου κόσμου…».
Ένας πατέρας, ο γιος και ο θάνατος. Τρεις λέξεις αρκούν για να «πουν» όλη την υπόθεση. Σύμφωνα με τους κινηματογραφιστές, αυτή είναι και η επιτυχημένη «συνταγή» για το σενάριο μιας καλής ταινίας: να μπορείς να την αφηγηθείς με τρεις λέξεις. Το κείμενο πάντως είναι «ενοχλητικό», σε «ξεβολεύει» από τη μακαριότητα της ανάγνωσης, το περιεχόμενό του σε αναγκάζει να «ξυπνήσεις» και να σκεφτείς μετά για το μέλλον του κόσμου. Είναι το περιβάλλον Αποκάλυψης που περιγράφει ο ΜακΚάρθυ. «…Εκεί που δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος ούτε θεός θα προκόψει ποτέ…» Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στο μικρούλη γιο του συγγραφέα, η γέννηση του οποίου βρήκε τον πατέρα του σε μεγάλη ηλικία, πράγμα που τον έκανε να γράψει αυτή την ιστορία ανιχνεύοντας τη σχέση με το γιο του, αλλά και το μέλλον που προφανώς τον φοβίζει για το παιδί του, αλλά και την αγωνία για τη δική του τυχόν αθέλητη απουσία, κι όλα αυτά περιβεβλημένα με το ζεστό και δυνατό μανδύα της πατρικής αγάπης.
«…Το ‘χε νιώσει ξανά αυτό το αίσθημα, πέρα απ’ το μούδιασμα και την αδράνεια της απελπισίας. Ο κόσμος όλος να συρρικνώνεται γύρω από έναν ωμό πυρήνα μίζερων υπάρξεων. Τα ονόματα όλων των πραγμάτων ν’ ακολουθούν τα πράγματα στη λήθη. Χρώματα. Ονόματα πουλιών. Φαγώσιμα. Στο τέλος τα ονόματα πραγμάτων που τα νόμιζες αληθινά. Πιο εύθραυστα απ’ ό,τι τα θεωρούσε. Πόσα να ‘χαν άραγε ήδη χαθεί; Η ιερή φράση με κουρεμένες τις αναφορές της κι ως εκ τούτου με λειψή πραγματικότητα…» Την ώρα που διαβάζεις το μυθιστόρημα, δεν σε αφήνουν οι έντονες εικόνες του να σκεφτείς κανένα άλλο επίπεδο ανάγνωσης. Μόνο εκείνο που σε χτυπάει δυνατά στο στομάχι, το απέξω. Εκ των υστέρων, έχεις το χρόνο να δεις ότι δεν είναι απλώς ένα μελλοντολογικό θρίλερ. Θα ήταν πολύ απλό και λίγο για να είναι μόνο αυτό. Είναι μια ιστορία που πέρα από τα ανθρώπινα αισθήματα σε οριακές καταστάσεις επιβίωσης, τότε που ο άνθρωπος γίνεται ζώο για να εξασφαλίσει το ύστερα, σκιαγραφεί -με πολύ στάχτη- την υπέρτατη υπαρξιακή αγωνία.
«…Σηκωνόταν κι έστεκε όρθιος παραπατώντας μες στο κρύο αυτιστικό σκοτάδι με τα χέρια τεντωμένα για ισορροπία όσο οι υπολογισμοί του λαβυρίνθου στο κρανίο του έβγαζαν με ζόρι τα πορίσματά τους. Πανάρχαιο χρονικό. Ν’ αναζητάς το κατακόρυφο…Σαν το πελώριο εκκρεμές στη στρογγυλή του αίθουσα να γράφει τροχιές μες στις απέραντες ημερήσιες κινήσεις του σύμπαντος που λες γι’ αυτές ότι δεν έχει ιδέα κι ωστόσο σίγουρα κάτι ξέρει…» Σ’ αυτό το δρόμο που επιλέγει ο δημιουργός να πορευτεί η φαντασία του, ακροβατεί ανάμεσα στην αγριότητα των ενστίκτων και τη θαλπωρή της αγάπης, πραγματευόμενος ζητήματα και διλήμματα ζωής και θανάτου* με τόλμη πάντως, όσο κι αν σοκάρεται ο αναγνώστης. Και σοκάρεται αναμφίβολα. «…Όταν δεν σου ‘χει μείνει τίποτ’ άλλο κατασκεύαζε τελετουργίες με το τίποτα και δίνε τους την πνοή σου…» Η τραγωδία της ανθρώπινης φύσης, το τέλος δηλαδή που το φέρει στα κύτταρά του το άτομο από τη στιγμή της δημιουργίας του ήδη, σ’ αυτό το βιβλίο μπορεί να ορίζεται ακόμη και ως λύτρωση μπροστά σε ένα χειρότερο σενάριο: την εξαθλίωση, την αναξιοπρέπεια και τη βεβήλωση εντέλει αυτού του ίδιου του θανάτου.
«…Λένε ότι οι γυναίκες βλέπουν όνειρα όπου κινδυνεύουν αυτοί που είναι στην προστασία τους κι οι άντρες όνειρα όπου κινδυνεύουν οι ίδιοι…»
Είναι από κείνα τα βιβλία που η αγριότητά τους τραμπαλίζεται συνεχώς με την αυτοφυή τρυφερότητα της βαθιάς ανθρωπιάς. «…Προς ποια κατεύθυνση λοξοδρομούσαν συνήθως οι χαμένοι;…» Από τη μία φοβάσαι, αγχώνεσαι, κουράζεσαι, αηδιάζεις ακόμα από τις εικόνες της φρίκης, καθώς είναι ανάγνωσμα και η φρίκη αναδύεται από μέσα σου, από τις λέξεις που φτάνουν στο στέρνο σου –δεν είναι ταινία τρόμου να κλείσεις τα μάτια κι επιδερμικά να απαλλαγείς από το κακό- και από την άλλη σου έρχονται δάκρυα στα μάτια από τη γλύκα που επιζεί, από την ομορφιά της αγάπης που επιβιώνει, από τη σκληρή τρυφερότητα που σου προεξοφλεί ότι δεν θα είσαι πια ίδιος, μετά το πέρας της ανάγνωσης ενός βιβλίου σαν κι αυτό. «…Άμα είσαι σε επιφυλακή συνέχεια σημαίνει ότι όλο φοβάσαι;…»
Το μυθιστόρημα «Ο δρόμος» του Κόρμακ ΜακΚάρθυ που απέσπασε για φέτος το βραβείο Πούλιτζερ και κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ (ο οποίος φοβάμαι ότι στην προσπάθειά του να προσδώσει ρυθμό και ποιητικότητα στο ελληνικό κείμενο, σε ορισμένα σημεία «λοξοδρόμησε» εις βάρος της αναγνωστικής απόλαυσης και διευκόλυνσης), σε φτάνει στα όριά σου ως αναγνώστη και ως ανθρώπου. Μακρόσυρτες περιγραφές επαναλαμβανόμενων τοπίων να απλώνονται μπροστά στην πορεία ενός πατέρα και του μικρού του γιου προς τη θάλασσα* ίσως τη σωτηρία που δεν είναι διασφαλισμένη για κανέναν. Η στάχτη κυριαρχεί. Και η καμένη γη. Έτυχε να διαβάσω το βιβλίο μετά την τραγωδία των καταστροφών από τις πυρκαγιές στη χώρα μας και αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο συγκινησιακό τοπίο που δημιούργησε σε μένα η γραφή του αμερικανού δημιουργού. Είδα την καταστροφή που περιγράφεται στο βιβλίο, να είναι τόσο κοντά… «…Τα ελέη ενός αφανισμένου κόσμου…».
Ένας πατέρας, ο γιος και ο θάνατος. Τρεις λέξεις αρκούν για να «πουν» όλη την υπόθεση. Σύμφωνα με τους κινηματογραφιστές, αυτή είναι και η επιτυχημένη «συνταγή» για το σενάριο μιας καλής ταινίας: να μπορείς να την αφηγηθείς με τρεις λέξεις. Το κείμενο πάντως είναι «ενοχλητικό», σε «ξεβολεύει» από τη μακαριότητα της ανάγνωσης, το περιεχόμενό του σε αναγκάζει να «ξυπνήσεις» και να σκεφτείς μετά για το μέλλον του κόσμου. Είναι το περιβάλλον Αποκάλυψης που περιγράφει ο ΜακΚάρθυ. «…Εκεί που δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος ούτε θεός θα προκόψει ποτέ…» Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στο μικρούλη γιο του συγγραφέα, η γέννηση του οποίου βρήκε τον πατέρα του σε μεγάλη ηλικία, πράγμα που τον έκανε να γράψει αυτή την ιστορία ανιχνεύοντας τη σχέση με το γιο του, αλλά και το μέλλον που προφανώς τον φοβίζει για το παιδί του, αλλά και την αγωνία για τη δική του τυχόν αθέλητη απουσία, κι όλα αυτά περιβεβλημένα με το ζεστό και δυνατό μανδύα της πατρικής αγάπης.
«…Το ‘χε νιώσει ξανά αυτό το αίσθημα, πέρα απ’ το μούδιασμα και την αδράνεια της απελπισίας. Ο κόσμος όλος να συρρικνώνεται γύρω από έναν ωμό πυρήνα μίζερων υπάρξεων. Τα ονόματα όλων των πραγμάτων ν’ ακολουθούν τα πράγματα στη λήθη. Χρώματα. Ονόματα πουλιών. Φαγώσιμα. Στο τέλος τα ονόματα πραγμάτων που τα νόμιζες αληθινά. Πιο εύθραυστα απ’ ό,τι τα θεωρούσε. Πόσα να ‘χαν άραγε ήδη χαθεί; Η ιερή φράση με κουρεμένες τις αναφορές της κι ως εκ τούτου με λειψή πραγματικότητα…» Την ώρα που διαβάζεις το μυθιστόρημα, δεν σε αφήνουν οι έντονες εικόνες του να σκεφτείς κανένα άλλο επίπεδο ανάγνωσης. Μόνο εκείνο που σε χτυπάει δυνατά στο στομάχι, το απέξω. Εκ των υστέρων, έχεις το χρόνο να δεις ότι δεν είναι απλώς ένα μελλοντολογικό θρίλερ. Θα ήταν πολύ απλό και λίγο για να είναι μόνο αυτό. Είναι μια ιστορία που πέρα από τα ανθρώπινα αισθήματα σε οριακές καταστάσεις επιβίωσης, τότε που ο άνθρωπος γίνεται ζώο για να εξασφαλίσει το ύστερα, σκιαγραφεί -με πολύ στάχτη- την υπέρτατη υπαρξιακή αγωνία.
«…Σηκωνόταν κι έστεκε όρθιος παραπατώντας μες στο κρύο αυτιστικό σκοτάδι με τα χέρια τεντωμένα για ισορροπία όσο οι υπολογισμοί του λαβυρίνθου στο κρανίο του έβγαζαν με ζόρι τα πορίσματά τους. Πανάρχαιο χρονικό. Ν’ αναζητάς το κατακόρυφο…Σαν το πελώριο εκκρεμές στη στρογγυλή του αίθουσα να γράφει τροχιές μες στις απέραντες ημερήσιες κινήσεις του σύμπαντος που λες γι’ αυτές ότι δεν έχει ιδέα κι ωστόσο σίγουρα κάτι ξέρει…» Σ’ αυτό το δρόμο που επιλέγει ο δημιουργός να πορευτεί η φαντασία του, ακροβατεί ανάμεσα στην αγριότητα των ενστίκτων και τη θαλπωρή της αγάπης, πραγματευόμενος ζητήματα και διλήμματα ζωής και θανάτου* με τόλμη πάντως, όσο κι αν σοκάρεται ο αναγνώστης. Και σοκάρεται αναμφίβολα. «…Όταν δεν σου ‘χει μείνει τίποτ’ άλλο κατασκεύαζε τελετουργίες με το τίποτα και δίνε τους την πνοή σου…» Η τραγωδία της ανθρώπινης φύσης, το τέλος δηλαδή που το φέρει στα κύτταρά του το άτομο από τη στιγμή της δημιουργίας του ήδη, σ’ αυτό το βιβλίο μπορεί να ορίζεται ακόμη και ως λύτρωση μπροστά σε ένα χειρότερο σενάριο: την εξαθλίωση, την αναξιοπρέπεια και τη βεβήλωση εντέλει αυτού του ίδιου του θανάτου.