Τα ανίσχυρα ψεύδη του Αμερικανικού Ονείρου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 8/9/2007)

«…Όπως καθόταν εκεί, δεν ήταν παρά ένα από κείνα τα απίστευτα όμορφα παιδιά που βγαίνουν απ’ τους σωρούς της κοπριάς πόλεων σαν και τη δική μας, ένα από κείνα τα παιδιά που προορίζονται για έναν γρήγορο γάμο, ένα παιδομάνι και μια απότομη κατάρρευση όταν τριανταπενταρίζουν…»



Ένας άντρας. Στο χείλος της καταστροφής. Βαδίζει την οδό της απωλείας. Δεν έχει να χάσει τίποτε άλλο παρά τον εαυτό του. Τα άλλα, αυτά που του θυμίζουν ποιος ήταν, τα έχει ήδη απωλέσει: γυναίκα, παιδί, λεφτά, ευτυχία και αθωότητα, φυσικά. «…Πιάνεσαι απ΄ ό,τι βρεις…»
Είναι έτοιμος να φορτωθεί τις αμαρτίες ενός κόσμου ολόκληρου - ραγισμένου, που δεν θέλει πολύ για να γκρεμιστεί σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και ψεύδη- που καταρρέει, προκειμένου να ανοικοδομήσει, μόνος του εννοείται, αυτός ο κόσμος, το όνειρό του, αυτό το αμαρτωλό Αμερικανικό Όνειρο. «…Δεν ξέρω πώς βρέθηκα σ’ αυτή την πλευρά της ζωής. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω…Αντάλλαξα τις ανατολές για τις δύσεις…», ομολογεί ο Λόρενς, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, «Χαμένες ψυχές», του Michael Collins, που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Ένας Ιρλανδός που γράφει για την αμερικανική ψυχή, διατρέχοντας τα δεινά της κοινωνίας της με κινηματογραφική πιστότητα. Και θέλει αντοχές αυτό αναμφίβολα. Αλλά στην περίπτωση του Michael Collins, αυτό έχει λυθεί, αφού ο ίδιος μαραθωνοδρόμος, μάλλον με τον ίδιο τρόπο που τρέχει, φαίνεται να ξεδιπλώνει και την πλοκή του βιβλίου του. Μου θύμισε το θέμα που διαπραγματεύεται ο Collins και το οποίο μόνο επιφανειακά μοιάζει με σενάριο μιας συνηθισμένης αμερικανικής ταινίας μυστηρίου, ένα απόσπασμα από το βιβλίο του William Carlos Williams, «The Great American Novel» (1923), «…Όρθιοι στην αφρισμένη κορφή του μαρασμού, όπως η Αφροδίτη στο κύμα της, γυμνοί όπως εκείνοι, μα γυμνοί νοήματος –αφού πρόκειται για την επιστροφή: Να επιστρέφουν! Από τους άγριους που κυνηγούν αρκούδες φτάσαμε στα τουφέκια και στο κανόνι. Από τους Χαλδαίους που συμβουλεύονται τα άστρα πέσαμε στην κοιλιά του τηλεσκόπιου. Από μεγάλοι δρομείς εξελιχτήκαμε σε ομιλητές μέσω καλωδίων. Αλλά το φρόνημά μας ευημερεί! Κανονικό μπουμ!…»
Ο ιστός του μυθιστορήματος περιλαμβάνει μια σειρά από φόνους που συμβαίνουν ακριβώς την πιο ακατάλληλη στιγμή για τον ήρωα, αυτόν το γραφικό χαμένο, μόνο και έτοιμο να διαφθαρεί αστυνομικό, προκειμένου να καλύψει τα οικονομικά του χρέη, αλλά κι εκείνα τα άλλα τα χρέη της ζωής του που αποτυπώνονται στο βλέμμα του γιου («…Όλοι θέλουμε κάποιος να βλέπει τι κάνουμε, να ξέρουμε ότι μας φροντίζουν…») που δεν συναντά πια, γιατί χρωστάει τη διατροφή …αλλά και στη φιγούρα εκείνου του τρίχρονου νεκρού κοριτσιού που ανακαλύπτει ο αστυνομικός μια νύχτα του Χάλοουιν, σε μια αντιπροσωπευτικά αμερικανική κλειστή κοινωνία μιας επαρχιακής πόλης παραδομένης στην παρακμή* όχι μόνο στον οικονομικό μαρασμό, αλλά και στην ψυχική κατάρρευση που εκδηλώνεται ανάγλυφα στο άφθονο φθηνό αλκοόλ που διαποτίζει τα κορμιά των χαμένων αυτών ψυχών και στη διαύγεια που στερούνται, επιμένοντας να βλέπουν την πορεία τους μέσα από την πραγμάτωση αυτού του περιβόητου Αμερικανικού Ονείρου. «…Δεν αναζητούσαμε την αλήθεια τελικά, αλλά τον μύθο…»
«…Είχα διαβάσει κάπου ότι δύο μπορούν να κρατήσουν ένα μυστικό, μονάχα αν ο ένας είναι νεκρός…» Ο ίδιος ο Λόρενς, ο αστυνομικός, θα δεχθεί να συμμετάσχει σε μια άτυπη συμφωνία συγκάλυψης του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος, χωρίς να υποψιάζεται στο ελάχιστο, την τραγωδία που κρύβεται πίσω από τι θολές ενδείξεις που του δίνονται για να πέσει αρκετή στάχτη στα μάτια του και να μην κατορθώσει να δει ούτε και ο ίδιος την πραγματική εκδοχή των θλιβερών συμβάντων. «Έτσι καταλήξαμε να ζούμε και να πεθαίνουμε, πίσω από μάσκες…» Οι προσωπικοί του δαίμονες τον τυφλώνουν. Η δυστυχία του απλώνεται σαν ηθελημένη αιθαλομίχλη που τον εμποδίζει να ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο, αλλά οι τύψεις του είναι ισχυρότερες και η εναντίωση της δικής του «χαμένης ψυχής» ικανή να ανατρέψει την «έτοιμη αλήθεια» που του προσφέρουν. «…Κοιτάζει στην ιστορία και άντρες πετυχαίνουν σπουδαία πράγματα κάτω από τις χειρότερες συνθήκες παλεύοντας ενάντια στους δαίμονές τους…»
Από την πάλη με το χειρότερο εαυτό του, ο Λόρενς κατορθώνει να βγει νικητής, από την άποψη ότι έχει ανοιχτά πια τα μάτια του να δει τα ανίσχυρα ψεύδη της αμερικανικής οικονομικής ευμάρειας. «…Η μεγαλύτερη αξίωση που είχε προβάλει η πόλη μας έως τότε να κατακτήσει τη φήμη βασιζόταν στο ότι ήμασταν μία από τις πιο στερεότυπες κοινότητες της Αμερικής, ένας υπέρβαρος λευκός πληθυσμός από λάτρεις των πρόχειρων γευμάτων, μια δοκιμαστική περιοχή για τις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων. Ήμασταν το συλλογικό υποσυνείδητο. Κάθε μέρα διαμορφώναμε αυτό που οι συμπατριώτες μας Αμερικανοί θα έβρισκαν αργότερα στα ράφια τους…» Ο συγγραφέας σε αυτό το πεδίο κάνει μια πολύ εύστοχη πλάγια κριτική σε όλα αυτά που συνιστούν τα δεινά της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας κι έχουν να κάνουν με την υπερκατανάλωση, τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας από τα ΜΜΕ, τη βία και την προβολή της στην τηλεοπτική αρένα, τον ψυχαναγκασμό της επιβολής της επιτυχίας και της αυτόματης περιθωριοποίησης των losers, αλλά και την επικοινωνιακή επιβίωση της πολιτικής. «…Η πολιτική μπορεί να είναι απελπιστικά κοινότοπη. Μπορούσες να νικήσεις μ’ ένα στοιχειώδες λογοπαίγνιο…»
Ο Collins δεν κομίζει κάτι εντελώς διαφορετικό ή εξολοκλήρου καινούριο στη θεώρηση της Αμερικής από τη σκοπιά του Ευρωπαίου, αλλά έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να αφηγείται την ιστορία του, να ξεδιπλώνει το μυθιστόρημα, σαν δρομέας μεγάλων αποστάσεων που βιώνει τη μοναξιά, την εξερευνά, την τεμαχίζει, την ανασυνθέτει –ακριβώς σαν τον αστυνομικό Λόρενς- που μαγνητίζει τον αναγνώστη του να τον παρακολουθήσει μέχρι τέλους. Και φυσικά δεν μένει παραπονεμένος, αφού οι ανατροπές καραδοκούν στο μυθιστόρημα, όπως και στην ίδια τη ζωή. «…Κάνουμε τρομερά πράγματα από ανάγκη, για να επιβιώσουμε…».