Γεννιέμαι, γίνομαι και … «πεθαίνω σαν χώρα»


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 1/9/2007)

«…Ότι είναι σκέτη δειλία αν οι άνθρωποι συνεχίζουν να είναι αυτό που τους έτυχε σ’ αυτή τη μεγάλη τόμπολα. Ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο εγχείρημα απ’ το να δημιουργείς έναν άνθρωπο…Εκείνες τις μέρες το Μπουένος Άιρες δεν μπορούσες να το περιγράψεις: μία πόλη που δεν ήταν αυτό που ήταν, γιατί κάθε μέρα προσπαθούσε να γίνει κάτι άλλο. Μία πόλη που ήταν αυτό που γινόταν κάθε στιγμή…Το Μπουένος Άιρες ήταν ένα προαίσθημα, ένα παραλήρημα. Το Μπουένος Άιρες εκείνες τις μέρες ήταν το πιο παρόν μέλλον…»




Μήπως θυμάστε εκείνη την περίεργη ιστορία που διαδραματίστηκε στην Αθήνα πριν λίγο καιρό, με πρωταγωνιστή κάποιον άγνωστο ο οποίος με κινηματογραφικό τρόπο έκλεψε ένα θρυλικό κοστούμι της Κάλλας από σχετική έκθεση και μετά από λίγες μέρες το επέστρεψε με επίσης παράδοξο τρόπο, μέσω ταχυδρομείου μέσα σε ένα κουτί βιντεοκασέτας; Θα μπορούσε κάποιος να ερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση και να γράψει ένα μυθιστόρημα, έτσι δεν είναι; Μια ιστορία που να βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Όπως σχεδόν όλες.
Ε, λοιπόν, ο Μαρτίν Καπαρρός, δημοσιογράφος και συγγραφέας από την Αργεντινή, διάλεξε μια πιο εντυπωσιακή κλοπή, αυτή του πασίγνωστου πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, Μόνα Λίζα, από το Λούβρο στις 22 Αυγούστου του 1911. Πάνω σε μια αληθινή ιστορία βάσισε ένα καταπληκτικά δομημένο μυθιστόρημα που δεν περιορίζεται με κανέναν τρόπο στην εντυπωσιακή απάτη ενός από τους μεγαλύτερους κλέφτες έργων Τέχνης όλων των εποχών, Eduardo de Valfierno –όπως τον καταγράφει και το περιοδικό Forbes στις στήλες του- αλλά ξεδιπλώνει την οδυνηρή οδύσσεια ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να χάσει και να επανεφεύρει τον εαυτό του –σαν την Αργεντινή, μια χώρα που γεννιόταν στις αρχές του 20ου αιώνα. Το βιβλίο με τίτλο «Το άλλο πρόσωπο της Τζοκόντας», το οποίο κατέκτησε το βραβείο PLANETA ARGENTINA 2004, κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Ιωάννας Συρίγου.
Η απόδοση του αργεντίνικου τίτλου «Valfierno» στα ελληνικά μάλλον ατυχής μοιάζει, αφού παραπέμπει σε καταστάσεις «Κώδικα ντα Βίντσι» από τις οποίες το βιβλίο απέχει μακράν, ενώ και αστοχίες στην επιμέλεια της μετάφρασης, όπως στη σελίδα 56 που η κλητική πτώση «πάτερ» χρησιμοποιείται και στην ονομαστική και στην αιτιατική, συνιστούν και τα μοναδικά μειονεκτήματα της έκδοσης για τα οποία μπορεί κανείς να γκρινιάξει, αν τα αντιληφθεί.
Κατά τα άλλα, ο αναγνώστης απολαμβάνει την ιδιαίτερη γραφή του Μαρτίν Καπαρρός με ενδιαφέρον που δεν εξαντλείται στο πότε και πώς θα συμβεί η κλοπή και η εν συνεχεία απάτη που διαβάζει στο οπισθόφυλλο. Το εξαίσιο εύρημα της εξιστόρησης της ζωής του ίδιου του κλέφτη στο συγγραφέα και δημοσιογράφο –μένεις με την εντύπωση ότι συνέβη πραγματικά, μπορεί και να συνέβη λοιπόν, αυτή η αμφιβολία είναι και η γοητεία του μυθιστορήματος- αφήνει περιθώρια στο συγγραφέα να χειριστεί την καλοκουρδισμένη αφήγησή του με γοητευτικά ενορχηστρωμένη μαεστρία που ανοίγει και τα επίπεδα της ανάγνωσης του μυθιστορήματος. «…Γιατί είστε τόσο δημοσιογράφος που δεν μπορείτε να δείτε πιο πέρα απ’ τη μύτη σας, κύριε δημοσιογράφε;…» Πίσω από το αινιγματικό μειδίαμα της Τζοκόντα, κρύβεται το αινιγματικό μειδίαμα της ίδιας της ζωής (συνήθως πικρά διφορούμενο) απέναντι στον ήρωα του βιβλίου, τον Βαλφιέρνο. Ακολουθούμε την περιπέτεια της ζωής του σε πρώτο πρόσωπο μεν, αλλά αναπλασμένη έτσι μέσα από τη δική του ματιά και αφήγηση, που το τρίτο μάτι του αποστασιοποιημένου μυθιστοριογράφου έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. «…Η ιστορία των ανθρώπων είναι η ιστορία των διηγήσεων που έπλασαν για να κάνουν λιγότερο σκληρή την ανοησία: για να πιστέψουν πως όλα έχουν κάποιο νόημα…»

Έτσι, με την κατηγορηματικότητα της υποκειμενικότητας του πρωταγωνιστή («…Για να δούμε αν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε κάτι, δημοσιογράφε: δεν θέλω να πω. Εγώ, όταν θέλω να πω κάτι, το λέω…»), ο Καπαρρός κατορθώνει να αναπαραστήσει όχι μόνο το Μπουένος Άιρες των αρχών του προηγούμενου αιώνα, αλλά να δώσει ιδιαίτερο βάρος και βάθος στο ψυχικό τοπίο του ήρωα που αναγκάζεται να αλλάζει μάσκες και ταυτότητες με ένα και μοναδικό σκοπό: την επιβίωση* την επιβίωση στο σκληρό κόσμο της πραγματικότητας. «…μία ζωή είναι έργο μόνο όταν την πλάθει κάποιος…» Αναγκάζεται έτσι να φιλοτεχνήσει το έργο Τέχνης της ίδιας του της ζωής και να αφήσει και τα ανεξίτηλα ίχνη του στην ιστορία, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο για μια κλοπή κι απάτη, αλλά δεν μιλάμε για μια οποιαδήποτε κλοπή ή απάτη. Μιλάμε για την αρπαγή της Τζοκόντα «…αυτό που έγραψε ο Σταντάλ για τον Άγιο Παύλο: ότι ήταν ο πραγματικός καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος που επισκίαζε το έργο του…»
Ο ήρωας περνάει δια πυρός και σιδήρου κυριολεκτικά και δεν έχει πολλές επιλογές: ή να επιζήσει αλλάζοντας το δέρμα του σαν χαμαιλέοντας ή να πεθάνει επιτόπου, ρίχνοντας την ασπίδα του. Άλλωστε η Belle Epoque αγαπούσε κάθε έναν που αποφάσιζε να γίνει ρίψασπις, αρκεί φυσικά να ήταν καλλιτέχνης. Αλλά εδώ ο απλός άνθρωπος εξωθείται στο να γίνει καλλιτέχνης της ίδιας της ζήσης του, κρατώντας ένα πολύ ισχυρό όπλο, την πιο επικίνδυνη δίκοπη λεπίδα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σου γλιστρήσει από το χέρι και να σου κόψει τις φλέβες: τη φαντασία. «…Η φαντασία που αρκείται στον εαυτό της, δοκιμάζει μια ακραία ηδονή…» Αλλά και μπορεί να γίνει μια αδιαπέραστη από τα πυρά του εχθρού πανοπλία: με τη φαντασία καταφέρνει ο πρωταγωνιστής να αντέξει τη φυλακή και τα δεινά της. «…Η φυλακή δεν είναι παρά μία σμίκρυνση των δυνατοτήτων στο ελάχιστο δυνατό…» Καθώς η φαντασία δεν έχει ποτέ αδύνατο, μόνο απεριόριστα δυνατά τα οποία είναι έτοιμα να ανοιχτούν μπροστά μας σαν ατέρμονοι ορίζοντες. «…Μήπως τελικά μας νοιάζουν μόνο τα πράγματα που κινδυνεύουν πάντα να εκραγούν;…»


Και αποδεικνύεται ότι ακριβώς αυτή η εμμονή στο φανταστικό, στο αδύνατο από τη μία θα λυτρώσει τον ήρωα χαρίζοντάς του καταρχάς μια ζωή κι ύστερα ίσως αν όχι μια καλύτερη ζωή, μια ζωή που επεδίωξε, και από την άλλη θα τον υποδουλώσει, κλεισμένο κάτω από αλλεπάλληλες μάσκες που πρέπει να ξεφλουδίσει –έστω λίγο πριν το τέλος της ζωής του- για να βρει τον εαυτό του ή τον εαυτό που υπήρξε. «…Ένας άντρας μπορεί να αντιμετωπίζει τον πατέρα του σαν μονοπάτι ή σαν βάρος* και τα δύο μαζί θα ήταν πλεονασμός…»
Το στέρεο ψυχογράφημα που χτίζει ο Καπαρρός για τον ήρωά του, κάνει τον αναγνώστη να συμπάσχει με τον πρωταγωνιστή. «…Υπάρχουν θάνατοι που διαρκούν μία ζωή× άλλοι είναι πιο σύντομοι, πιο κοφτεροί…» Και ίσως του αφήνει και τον «αέρα», το χώρο να σκεφτεί το δικό του εαυτό που γεννήθηκε και γίνεται όπως ο ίδιος θέλει κι επιδιώκει. «…Οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι αυτοί που δεν ξέρουν να χειριστούν τη μνήμη τους…»
Η μνήμη είναι το μεγάλο «εργαλείο» του συγγραφέα να ανασυνθέσει μιαν ολόκληρη ζωή. Είναι και το «κλειδί» για τον αναγνώστη να παρακολουθήσει μια υπόθεση απάτης, καταρχάς απέναντι προς τον ίδιο τον εαυτό του απατεώνα. Όπως «…το προνόμιο της ευτυχίας συνίσταται στο να ακυρωθεί ο χρόνος…», έτσι και ένας θρυλικός απατεώνας στήνει το μύθο του πάνω στη μεγάλη απάτη που έστησε πότε εις βάρος και πότε υπέρ του ειδώλου του στον καθρέφτη, ακυρώνοντάς το. «…κανείς δε θα μπορούσε να τα πιστέψει όλα αυτά, φυσικά. Αλλά αυτή ήταν, ίσως, η προϋπόθεση των ιστοριών που αξίζουν τον κόπο…»