«Ο συγγραφέας έχει έναν καημό, ένα μαράζι που το παλεύει σε όλη του τη ζωή»

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 14/7/2007)


«…Αυτό που είναι συγκλονιστικό, είναι ότι τα τελευταία χρόνια η «αστραδενή» κάνει μια δεύτερη καριέρα στα σχολεία, γιατί υπάρχουν αποσπάσματά της και στα βιβλία του Δημοτικού και στα βιβλία του Γυμνασίου. Τώρα, τα σχολεία είναι πολυ-πολιτισμικά. Μπαίνω σε τάξεις, λοιπόν, που τα μισά παιδιά ή και πάνω από τα μισά, δεν είναι ελληνόπουλα και διαβάζοντας τις περιπέτειες και τις δυσκολίες προσαρμογής που είχε ένα ελληνόπουλο στον τόπο του τον ίδιο, παρηγορούνται, επειδή περνάνε κι αυτά αντίστοιχες δυσκολίες…»



Βλέπει τους συγγραφείς ως άτομα που στην παιδική τους ηλικία πιθανόν να βίωσαν ένα σημαντικό έλλειμμα ή τραύμα για το οποίο στην υπόλοιπη ζωή τους ζητούν να παρηγορηθούν, με την παραμυθία που προσφέρει η λογοτεχνία. Με τη γραφή της η ίδια περιθάλπει πολλές παιδικές ψυχές με ζεστασιά, γλυκύτητα κι ευαισθησία και πάνω απ’ όλα αλήθεια, αλλά και συγκινεί τους ενήλικες αναγνώστες που την ακολουθούν πιστά σε κάθε της βήμα. Τελευταίο της βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, η συλλογή διηγημάτων «Φιλοδοξίες κήπου». Η Ευγενία Φακίνου μας μίλησε για τις ηρωίδες της, για τα υπαρξιακά αδιέξοδα των γυναικών που την απασχολούν στη γραφή της, για την αντιφατική σχέση του Έλληνα με το παρελθόν του, για τις προσωπικές της δηλαδή συγγραφικές εμμονές.



Έχετε ένα μοναδικό τρόπο να δημιουργείτε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στο βιβλία σας, είτε πρόκειται για κλειστοφοβικό αστικό περιβάλλον –κυρίως στα διηγήματά σας- είτε για την απλωσιά της ελληνικής περιφέρειας που τη βρίσκουμε περισσότερο στα μυθιστορήματά σας, μέσα από μια προσωπική ιδιότυπη διήθηση της μυθολογίας. Πώς επιλέγετε κάθε φορά να τοποθετήσετε χωροταξικά και χρονικά μια ιστορία;

Πάντα το θέμα είναι αυτό που με καθοδηγεί. Από τα έντεκα μυθιστορήματα, είναι αλήθεια ότι μόνο ένα είναι αστικό, η «Τυφλόμυγα». Όλα τα άλλα διαδραματίζονται στην ύπαιθρο χώρα, γιατί εγώ πιστεύω ότι εκεί είναι η καρδιά της Ελλάδας, εκεί ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος, είναι αυτός και τα συναισθήματά του και η σκιά του, γιατί δεν μπορεί να κρυφτεί. Στην πόλη κρύβεται εύκολα. Στα διηγήματα, στο τελευταίο βιβλίο που κυκλοφόρησε, «Φιλοδοξίες κήπου», με έκπληξη διαπίστωσα κι εγώ –γιατί αυτά είναι διηγήματα γραμμένα στη διάρκεια 25 ετών σχεδόν- ότι τα περισσότερα είναι της πόλης διηγήματα. Και επίσης με έκπληξη, είδα ότι ήταν πάρα πολύ προσωπικά.
Να εξηγήσω ότι γράφτηκαν κατόπιν παραγγελίας από διάφορες εφημερίδες ή περιοδικά ή κάποιες συλλογές που έγιναν, με διαφορά δυο-τριών ετών το ένα από το άλλο τις περισσότερες φορές. Τα είχα σχεδόν ξεχάσει κι εγώ, μέχρι που αποφάσισα να τα μαζέψω πέρυσι το καλοκαίρι και να γράψω και ένα, το τελευταίο στη σειρά, το ομότιτλο «Φιλοδοξίες κήπου» το οποίο είναι ένα πειραματικό κείμενο, θα το έλεγα, που αφορά στον Ε. Χ. Γονατά.


Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τον Ε.Χ. Γονατά και την επίδραση του έργου του στη δική σας δημιουργία, καθώς το κείμενό σας για κείνον καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής, «Φιλοδοξίες κήπου».

Πριν φτάσω στο Γονατά, να πω λίγο την ιστορία: είχα από το ’80 την έμμονη ιδέα ότι, όταν βλέπουμε μία ταινία ή ένα ντοκιμαντέρ, το μάτι δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί όλες τις λεπτομέρειες και το μυαλό δεν έχει το χρόνο να επεξεργαστεί όλα τα νοήματα. Άρα τι θα συνέβαινε, αν πάγωνα την εικόνα, έκανα την περιγραφή του χώρου, έβαζα τα λόγια που λένε οι πρωταγωνιστές, αλλά παράλληλα και τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η εικόνα που έβλεπα; Είχα, λοιπόν, μια μεγάλη συλλογή από βιντεοκασέτες από διάφορα πράγματα που έβλεπα στην τηλεόραση και με ενδιέφεραν. Από το ’98-’99, είχα επισημάνει το ντοκιμαντέρ αυτό για το Γονατά, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ. Πέρυσι, το Μάρτη που το ξαναείδα, είπα ότι αυτό είναι και πάνω σ’ αυτό θα δουλέψω. Το έργο του Γονατά το γνώριζα, το εκτιμούσα ιδιαίτερα, αλλά με συγκίνησε και η προσωπικότητα του Γονατά, όπως έβγαινε μέσα απ’ αυτό το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή.

Ποια στοιχεία ήταν αυτά που σας συγκίνησαν;

Αυτή η αθωότητα. Αυτή η άλλη πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει και ζούσε, διότι η κανονική πραγματικότητα τον πλήγωνε. Τον έβρισκα έναν πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Όσον αφορά το έργο του, δεν έχω καμία συγγένεια, αλλά το εκτιμώ πάρα πολύ. Μου αρέσει ο υπερρεαλισμός του.

Στο διήγημα με τίτλο «Φασολάδα και μπιφτέκι», λέει η μικρή ηρωίδα σας κάπου: «…μ’ εκείνη τη διαστροφική ικανότητα που είχα να δραματοποιώ την πραγματικότητα, να την κάνω πρώτα παραμύθι και μετά να την αφομοιώνω, ένιωθα ότι θα ήθελα να ήμουν μέρος όσων είχα παρατηρήσει…» Είναι η δική σας φωνή εδώ; Πιστεύετε ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους που γράφετε λογοτεχνία;

Ακριβώς. Αυτό το διήγημα είναι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Έρως, Θέρος, Πόλεμος» που είναι η μυθιστορηματική εκδοχή της ζωής της μητέρας μου. Και βεβαίως είναι προσωπικό αφήγημα. Ναι, είχα διαπιστώσει από μικρή ότι διαρκώς παρατηρούσα, έφτιαχνα έναν μύθο πρώτα από αυτά τα στοιχεία της πραγματικότητας και θα ‘λεγα ότι μετά τα βίωνα. Νομίζω ότι αυτό είναι κοινό σε πάρα πολλούς συγγραφείς. Αυτό κάνουν άλλωστε, κάπου δεν χωράνε στην πραγματικότητα που βιώνουν και πρέπει να την ξαναζυμώσουν και να τη φέρουν στα μέτρα τους.

Από τα πρώτα σας βήματα, ήδη –με τη θρυλική «Ντενεκεδούπολη» και με τη «Αστραδενή» λίγο αργότερα- αγαπηθήκατε πάρα πολύ από το αναγνωστικό κοινό. Αισθανθήκατε ποτέ αυτό να σας πιέζει στις επιλογές σας; Νιώσατε να διαμορφώνεται η λογοτεχνική σας ταυτότητα και από τις προσδοκίες του κοινού ή ακολουθήσατε απολύτως τις προσωπικές σας ανάγκες κι επιθυμίες;

Νομίζω ότι κανένας πραγματικός συγγραφέας δεν επηρεάζεται από τη γνώμη του κοινού. Ο συγγραφέας έχει έναν καημό, έχει ένα μαράζι το οποίο το παλεύει σε όλη του τη ζωή. Κάθε φορά το θέμα που του ‘ρχεται πάντα έχει έναν κοινό παρανομαστή με κάποιο προηγούμενο, διότι μία έμμονη ιδέα είναι αυτή που διατρέχει όλο το έργο του κάθε συγγραφέα. Άρα λοιπόν, αυτό που με ενδιαφέρει είναι να προσεγγίσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που έχω ως όραμα στο κεφάλι μου. Δεν με ενδιαφέρει την ώρα που γράφω, αν αυτό θα γίνει αποδεκτό ή το βαθμό που θα γίνει αποδεκτό. Για μένα μόνο, είναι τελείως προσωπικό. Είναι πολύ εγωιστική η πράξη της συγγραφής. Είσαι εσύ και το κείμενό σου, δεν είναι κανένας άλλος εκείνη την ώρα.

Όπως και η σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο…

Ασφαλώς. Και είναι αυτή η μαγική αμφίδρομη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, αν συναντηθούν –διότι ο συγγραφέας έχει λάβει ως δέκτης κάποια μηνύματα από την κοινωνία, τα έχει επεξεργαστεί και μετά ως πομπός τα ξαναστέλνει στην κοινωνία. Αν, λοιπόν, ο αναγνώστης βρει κάτι που να τον αγγίξει ή βρει κάτι που τον είχε απασχολήσει ή τον απασχολεί και το πραγματεύεται το κείμενο που διαβάζει, και τον ικανοποιήσει, αυτή είναι και η επιτυχία του συγγραφέα.

Εσείς είστε ευτυχής απ’ αυτό…

Δεν μπορώ να πω.

Είπατε, προηγουμένως, ότι μια έμμονη ιδέα διατρέχει το έργο κάθε συγγραφέα. Έχετε εντοπίσει ποια είναι η δική σας έμμονη ιδέα;

Νομίζω ότι είναι δύο οι έμμονες ιδέες. Η μία είναι η σχέση που έχουν οι Έλληνες με την ιστορία τους και πώς αυτοπροσδιορίζονται, διότι από τη μια τους βλέπουμε να είναι περήφανοι για το ιστορικό παρελθόν και από την άλλη, πάρα πολύ εύκολα μπορούν να το αρνηθούν, προκειμένου να χαρακτηριστούν σύγχρονοι. Και η άλλη έμμονη ιδέα νομίζω ότι έχει να κάνει με τις γυναίκες. Με ενδιαφέρουν τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα και ότι τα αισθηματικά τους αδιέξοδα. Με ενδιαφέρει πώς βιώνουν μία ζωή που πολλές φορές δεν την επέλεξαν και πώς μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτό, βελτιώνοντας πρώτα τη σχέση που έχουν οι ίδιες με τον εαυτό τους και μετά τη σχέση που έχουν με το περιβάλλον τους ή με την κοινωνία.

Δηλαδή, είναι σαν να επιχειρείτε να τους δώσετε φωνή, όταν δεν έχουν τη φωνή να μιλήσουν οι ίδιες;

Μπορεί να είναι κι αυτό. Μπορεί να έχω ακούσει πάρα πολλές βουβές φωνές και να με στοιχειώσανε και να θέλω να τους δώσω λόγο.

Στο πρώτο διήγημα της συλλογής, η Ιφιγένεια λέει: «Με την πλάτη στον τοίχο είμαι πάντα». Ο συγγραφέας είναι διαρκώς με την πλάτη στον τοίχο, με την έννοια ότι εκτίθεται ο ψυχισμός του σε κάθε έργο του που δημοσιοποιεί;

Μπορεί να τον κρύβει τον ψυχισμό του και να μην αποκαλύπτεται κάθε φορά. Δεν σημαίνει ότι αυτοβιογραφούμεθα διαρκώς. Εγώ το κάνω σχετικά περιορισμένα. Μπορεί να δανείζω στους ήρωες ή τις ηρωίδες μου προσωπικά μου στοιχεία, αλλά θα έλεγα ότι μόνο ένα βιβλίο ήταν αυτοβιογραφικό κι αυτό μέσα απ’ τη φωνή της κόρης προς τη μάνα στο «Έρως, Θέρος, Πόλεμος» και με μεγάλη μου έκπληξη είδα ότι και τα διηγήματα αυτά ήταν αυτοβιογραφικά. Στο διήγημα της Ιφιγένειας, αλλά και στο συγγενικό της Αριάδνης, περιλαμβάνεται τμήμα μιας σκέψης που είχα, ενός σχεδίου, να πιάσω ηρωίδες από τις τραγωδίες, αλλά να τις δω σε μια άλλη χρονική στιγμή ή, αν θες, φωτισμένες από μία άλλη γωνία. Να εξηγηθώ: την Ιφιγένεια τη θυμόμαστε όλοι ως παιδάκι, όταν πάει στην Αυλίδα, θυσιάζεται και φεύγει μέσα στο σύννεφο. Εγώ -επειδή έχω σπουδάσει ξεναγός και έχω κάνει πολλές ξεναγήσεις και στη Βραυρώνα είχα μαγευτεί, βλέποντας τη σπηλιά που έλεγαν ότι ήταν το σπίτι της Ιφιγένειας, ο τόπος κατοικίας της- λέω τι θα σκεφτόταν η Ιφιγένεια μεγάλη, γριά δηλαδή; Τι ανάκληση μνημών θα είχε; Μετά, την Αριάδνη όλοι τη θυμόμαστε να δίνει το κουβάρι στο Θησέα και μετά να την παρατάει αυτός στη Νάξο. Έχει συνέχεια, όμως, η ιστορία, διότι την Αριάδνη την παντρεύτηκε ο Διόνυσος, την έκανε θεά, αλλά υποψιάζομαι ότι αυτή θα θυμόταν πάντοτε αυτό τον άπιστο, το Θησέα.

Απόλαυσα τους εσωτερικούς μονολόγους της Ιφιγένειας και της Αριάδνης, στοιχεία των οποίων ανακαλύπτει κανείς και σε άλλα σας βιβλία, όπως για παράδειγμα στην «αστραδενή»...

Η Ιφιγένεια είναι ένα σύμβολο που έρχεται και επανέρχεται πολύ συχνά στα βιβλία μου, ως σύμβολο θυσίας για το καλό των άλλων. Η «αστραδενή» είναι μεταφορά της τραγωδίας της Ιφιγένειας στη σύγχρονη Ελλάδα, δηλαδή της δεκαετίας του ’70. Στη δεκαετία του ‘80, που έκανα περιοδείες με την «Ντενεκεδούπουλη», είχα δει να μένουν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα πάρα πολλά μικρά παιδιά με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, διότι οι γονείς ήταν στη Γερμανία, στο Βέλγιο κλπ. Και είχα καταλάβει ότι εκεί υπήρχε ένα πρόβλημα, δηλαδή αυτά τα παιδιά έμειναν μικρά εδώ, λίγο μεγαλύτερα πήγαν στη Γερμανία, ούτε τη Γερμανία μπόρεσαν να αισθανθούν πατρίδα, όταν μεγάλωσαν επέστρεψαν στην Ελλάδα, αλλά ούτε στην Ελλάδα πια μπόρεσαν να προσαρμοστούν. Μετά, υπήρχε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα με την εσωτερική μετανάστευση και στην «αστραδενή» είναι η εσωτερική μετανάστευση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Διότι κι εκεί, πάρα πολλά παιδιά έχασαν τη βολή τους, τους φίλους τους, τους δικούς τους, επειδή οι γονείς έψαχναν για μια καλύτερη ζωή, για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό που είναι συγκλονιστικό, είναι ότι τα τελευταία χρόνια η «αστραδενή» κάνει μια δεύτερη καριέρα στα σχολεία, γιατί υπάρχουν αποσπάσματά της και στα βιβλία του Δημοτικού και στα βιβλία του Γυμνασίου. Τώρα, τα σχολεία είναι πολυ-πολιτισμικά. Μπαίνω σε τάξεις, λοιπόν, -το να επισκέπτομαι σχολεία είναι κάτι που αγαπώ πολύ να κάνω- που τα μισά παιδιά ή και πάνω από τα μισά, δεν είναι ελληνόπουλα και διαβάζοντας τις περιπέτειες και τις δυσκολίες προσαρμογής που είχε ένα ελληνόπουλο στον τόπο του τον ίδιο, παρηγορούνται, επειδή περνάνε κι αυτά αντίστοιχες δυσκολίες.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα των δύο γυναικείων αυτών μυθικών μορφών που σας γοητεύουν και σας παρακίνησαν να τα «αξιοποιήσετε» λογοτεχνικά;

Το ότι και οι δύο οδηγήθηκαν σε μία ζωή που δεν επέλεξαν. Δηλαδή η Ιφιγένεια, χωρίς να το θέλει, έγινε ιέρεια και έμεινε άγαμη σε όλη της τη ζωή, και άτεκνη, άφιλη και άπολις όπως λέει. Και η Αριάδνη, επίσης, οδηγήθηκε σε μια ζωή που δεν επέλεξε. Αυτό είναι που με συγκινεί πάντα: το ότι οι άνθρωποι πολλές φορές, τις πιο πολλές ίσως, δεν έχουν δυνατότητα επιλογής.

Κατά τη γνώμη μου, εκμαιεύετε από τον αναγνώστη σας το εσωτερικό του δάκρυ, τον προσωπικό του «αγκάθι» που τον αγκυλώνει. Πόσο δύσκολη είναι η διατήρηση της ισορροπίας για να μην κυλήσει κανείς στο εύκολο μελό; Πώς το αποφεύγετε;

Εγώ δεν νομίζω ότι το κάνω επίτηδες για να συγκινήσω τον αναγνώστη. Είναι η προσωπική συγκίνηση που έχω, καθώς γράφω, γιατί αυτούς τους ήρωες τους αγαπώ και τους πονώ. Και προσπαθώ να είμαι ειλικρινής και έντιμη απέναντί τους. Αν, λοιπόν, αυτά τα συναισθήματα τα δικά μου τα εισπράττει ο αναγνώστης, εκεί τότε οφείλεται η συγκίνηση η δική του.


Υπάρχει η άποψη ότι το μυθιστόρημα είναι κάτι σαν γάμος και το διήγημα μοιάζει με one night stand, όσον αφορά τη διαδικασία της γραφής. Πώς βλέπετε τη μικρή αλλά και την εκτενέστερη φόρμα; Ποιες είναι οι δυσκολίες τους για σας;

Εγώ σ’ αυτό που αναφέρατε, έχω κάθετες και οριζόντιες και πλάγιες αντιρρήσεις, δεν συμφωνώ δηλαδή καθόλου. Κάθε θέμα απαιτεί από το συγγραφέα του το ολοκληρωτικό του δόσιμο είτε είναι μικρή η φόρμα είτε είναι μεγάλη. Ο κόπος είναι ίδιος, απλώς είναι άλλοι οι κανόνες, όταν γράφεις ένα διήγημα και άλλοι, όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα. Είναι διαφορετική η δομή και διαφορετικός ο χώρος στον οποίο θα αναπτύξεις το θέμα σου.