«…Η ελευθερία είναι ευαίσθητο πράγμα…»




(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 7/7/2007)


«…Οι ανυπόμονοι είναι δυστυχείς, γιατί πάντα κάτι θέλουν και πάντα τους δίνεται ό,τι ακριβώς δεν θέλουν. Γι’ αυτό το λόγο η ευτυχία μπορεί να παραβληθεί με την ομορφότερη γυναίκα. Είναι μυστήριο. Θέλει μυαλό, πολύ μυαλό. Διότι, αν παριστάνεις ότι δεν τη λαμβάνεις υπόψη, αν παριστάνεις ότι δεν τη σκέπτεσαι, πέφτει λαχανιασμένη στα πόδια σου. Πονηριές, η ζωή θέλει πονηριές. Να την ξεγελάς όσο σε παίρνει. Να την ξεγελάς, να κοροϊδέψεις, αν χρειαστεί, ακόμα και τον εαυτό σου!…»



Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1977. Έφτασε στη γλώσσα μας να μεταφερθεί μόλις φέτος, τριάντα χρόνια μετά. Αρκετός καιρός για να καταλάβεις αν η πατίνα του χρόνου έχει πέσει πάνω του με ευγένεια κι ευαισθησία ή αν το έχει καταπιεί. Αν δεν ήξερα πότε γράφτηκε, θα πίστευα ότι συνέβη μόλις, από ένα συγγραφέα που δοκιμάζει στην αφήγησή του νέους τρόπους.
Θα με ξεγελούσε άνετα ότι πρόκειται για ένα φρέσκο εγχείρημα το μυθιστόρημα με τίτλο «Το τέλος ενός οικογενειακού χρονικού» του Πέτερ Νάντας από την Ουγγαρία, που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Μανουέλα Μπέρκι. Είναι μια ιδιαίτερη γραφή, αφοπλιστική στη σύλληψη της διάρθρωσής της. Ένα μικρό παιδί με την παραληρηματική του σκέψη αφηγείται τη ιστορία της οικογένειάς του και το τέλος της, γιατί κάθε ιστορία έχει ένα τέλος, ιδίως όταν πρόκειται για την ιστορία της ζωής των ανθρώπων. «…Βλέπεις πόσο απαισιόδοξο ζώο είναι ο άνθρωπος; Νομίζει ότι ορίζει τη ζωή του ο ίδιος. Λες κι η ζωή είναι θέμα της δικής του βούλησης…»
Εικόνες εναλλάσσονται πότε αποπνέοντας απόλυτη τρυφερότητα, πότε σκληρότητα –σαν και κείνη των λαϊκών μεσαιωνικών θρύλων- και βοώντας μιαν τελεσίδικη μοναξιά, στα ενδότερα. Ο πιτσιρίκος αραδιάζει θραύσματα της καθημερινότητάς του, παρεμβάλλοντας κομμάτια της ζωής του εβραίου παππού του τα οποία ανακατεύει με βιβλικές ιστορίες και πρωταγωνιστές που προσγειώνονται από τη σφαίρα του μύθου μέσα στη διόλου γραμμική αφήγησή του. Δεν είναι εύκολη η ανάγνωση του βιβλίου του Νάντας, αλλά αποζημιώνει τον κοπιώδη και απαιτητικό αναγνώστη με εικόνες ονειρικές, από κείνες που μπορεί να βρει κανείς μόνο στα βιβλία, γιατί της γεννάει η αναπλασμένη πραγματικότητα, δηλαδή η βαθύτερη προσωπική αλήθεια του δημιουργού. «…Το παράξενο ήταν ότι, όταν περίμενα κάτι, αυτό δεν γινόταν ποτέ…»
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι το μεγάλο ατού του βιβλίου, στη διατήρηση του οποίου στα ελληνικά, προφανώς, έχει συμβάλλει τα μέγιστα η μετάφραση. Οι εικόνες ξεπηδούν μέσα από τις λέξεις σαν να ανασύρει κανείς εκθέματα από το μουσείο της φαντασίας και των βιωμάτων του. «…Όταν περίμενα να συμβεί κάτι και δεν συνέβαινε, τότε άρχιζα να φοβάμαι. Φοβόμουν ότι από εδώ και πέρα όλα θα παρέμεναν έτσι…»
Ο Πέτερ Νάντας ο οποίος θεωρείται από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της πατρίδας του μαζί με τον Ίμρε Κέρτες, διαπλέκει αριστοτεχνικά στις γραμμές του την ιστορία του κεντρικού του ήρωα και της οικογένειάς του με την πολιτική κατάσταση της χώρας του στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Χωρίς φυσικά να το κάνει αυτό πρόδηλα. Ίσα-ίσα το αφήνει να διαφαίνεται μέσα από την παιδική αφέλεια του ήρωά του, χωρίς ίχνος διάθεσης να γίνει διδακτικός ή να πολιτικολογήσει. «…Εκ προοιμίου, μην ψάχνεις για κανένα δίδαγμα. Οι ιστορίες είναι εφάπαξ λεπτομέρειες της ζωής, δεν περιέχουν διδάγματα…» Σ’ αυτά τα διδάγματα που δεν υπάρχουν, σύμφωνα με το συγγραφέα, σ’ αυτές τις λεπτομέρειες της ζωής στήνεται ο ιστός της ανθρωπιάς που τυλίγει όλο το βιβλίο, από λέξη σε λέξη. «…Όταν το πνεύμα χωθεί μέσα σε κάποια σάρκα αρχίζει να βρομάει…Ποιος όμως είναι ικανός να αντιληφθεί τα ίδια του τα λάθη;…Η ελευθερία είναι ευαίσθητο πράγμα…Οι πιο ανθεκτικοί είναι οι νεκροί μύθοι…»