Στη δίνη και την οδύνη της μνήμης

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)

Θα μπορούσε αυτή η σελίδα να αρχίζει με μια πιο λογοτεχνίζουσα χροιά. Θα μπορούσε. Αν δεν βλέπαμε ακόμη την ανθρώπινη φύση να εξευτελίζεται σε τηλεοπτικές οθόνες παγκοσμίως. Αν ο σύγχρονος ηττημένος τύραννος δεν σύρονταν από το άρμα του νικητή στη διεθνή αρένα. Αν ο πολιτισμός είχε κατορθώσει να εξαλείψει την αγριότητα και τα φρικώδη ένστικτα. Αν είχε αναγνωρίσει ο ισχυρός το δικαίωμα για το νικημένο στην αξιοπρέπεια της όποιας ήττας του. (Ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος;)
Αν η πραγματικότητα δεν έσπευδε να δώσει επικαιρότητα σε μια μυθιστορηματική υπόθεση με πρωταγωνιστές αληθινούς, τότε θα μιλούσαμε μόνο για υπαρξιακές ανησυχίες, για αναμετρήσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του, για την αγάπη, τη μοναξιά, τη φιλία, τον έρωτα, αναγνωρισμένα, διαχρονικά πράγματα. Εντάξει, όλα αυτά σε ένα φόντο εξωτικό -με δουλεμπόρους και σκλάβους, αποικιοκράτες και ιθαγενείς- ενός παρελθόντος, αν όχι ξεχασμένου, τότε -ακόμα καλύτερα- άγνωστου. Θα ανοίγαμε διάπλατα τα μάτια στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των περιγραφών της περασμένης αποικιοκρατίας και με την άγνοια και την έκπληξη απέναντι στο «πρωτόφαντο» γεγονός θα λέγαμε «κοίτα, τί γίνονταν τότε!». Θα δηλώναμε τον αποτροπιασμό μας, θα τα καταδικάζαμε και θα στρέφαμε όλη την προσοχή στα πανανθρώπινα, ωραία και αληθινά που ξεδιπλώνει, επίσης, με τις λέξεις του ο ολλανδός συγγραφέας, Άρτουρ Γιαπέν, στο μυθιστόρημά του «Ο ΜΑΥΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΛΕΥΚΗ ΚΑΡΔΙΑ» (Εκδόσεις Καστανιώτη) και θα ήταν αρκετό. Θα ‘χαμε τακτοποιήσει τις «εκκρεμότητες» απέναντι σε ένα βιβλίο. Όλα αυτά, αν η μνήμη δεν επανέρχονταν, δεν έπαιρνε σάρκα και οστά σε ζωντανή αλήθεια μπροστά στα μάτια μας, αν η αγριότητα είχε λήξει στη λήθη των περασμένων, αν η καταπίεση, οι διακρίσεις, το δίκαιο του ισχυρού είχαν μείνει γραφική ανάμνηση. Στη δεδομένη χρονική στιγμή πώς να αρκεστείς μόνο στις λογοτεχνικές αρετές ενός μυθιστορήματος που αισθάνεσαι ότι τα λέει όλα, μιλάει για όλα, όταν τα νοήματά του σε τραβάνε βίαια από το χέρι και σε ταρακουνάνε για την πραγματικότητα που αφήνεις (;) να εκτυλίσσεται γύρω σου;
Οι πολλαπλές αναγνώσεις των διαδραματιζομένων είναι δεδομένες και ο συγγραφέας δείχνει -με δάδες που αχνοφέγγουν προς την κατεύθυνση που εκείνος θέλει κάθε φορά- το δρόμο για να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο. Το δυνατό φως, όμως, για να δούμε τη συγκεκριμένη ιστορία, τώρα, προέρχεται ουσιαστικά από το ζοφερό τοπίο, την σκληρότητα γύρω μας, τη σύγχρονη μορφή της αποικιοκρατίας και τις νέες εκφάνσεις της, στην εποχή της νέας τεχνολογίας, της νέας οικονομίας. Όπως λέει ο Άρτουρ Γιαπέν, «...Όσο περισσότερο εξημερώνει ο άνθρωπος τον εαυτό του, τόσο λαχταρά την αγριότητα...».
Με μαεστρία ο ολλανδός συγγραφέας αναπαριστά το 19ο αιώνα, επιλέγοντας να δίνει τις αλήθειες του σε άσπρο και μαύρο σκηνικό, αποκαλύπτοντας πάντα και το αρνητικό της φωτογραφίας. Η εικόνα πλήρης και το ψυχογράφημα των ηρώων εντυπωσιακά ολοκληρωμένο, με αποτέλεσμα αναπόφευκτα ο αναγνώστης είτε προτιμώντας το μαύρο είτε το λευκό των πραγμάτων είτε και το περιθώριό τους, να βρίσκει σημεία να συγκινηθεί, να πάσχει με τους πρωταγωνιστές. Ο Άρτουρ Γιαπέν κατορθώνει αριστοτεχνικά να κρατήσει θαυμαστές ισορροπίες στο θέμα -και τα θέματα- που πραγματεύεται, χωρίς να βαραίνει το κλίμα καταπιεστικά. Με μια ελαφράδα στην αφήγηση που αποτρέπει τον αναγνώστη να αποκαρδιωθεί, τον περνά στο δράμα και την τραγικότητα, όχι μόνο του μυθιστορήματος αλλά και της ανθρώπινης φύσης του, με τρόπο αποτελεσματικό και άμεσο, κατευθείαν στα μύχια σημεία της σκέψης και των αισθημάτων του. («Το κοριτσάκι μού χάιδεψε το μάγουλο και είπε : "’Εσύ, μαύρε με τη λευκή καρδιά". Δεν ήξερα τι να της απαντήσω από τη συγκίνηση. Τότε κοίταξε την παλάμη του χεριού της μήπως είχα ξεβάψει.»)
Η οπτική γωνία εναλλάσσεται συχνά για τα ίδια γεγονότα. Η έντεχνη αυτή αντιπαραβολή των δύο όψεων του νομίσματος κάθε φορά αποδεικνύεται ευρηματική και ιδιαίτερα λειτουργική. Η σύγκρουση των δύο κόσμων (Ολλανδοί-Ιθαγενείς) δεν έχει παρά να αναδείξει την ενότητά τους (το κοινό βίωμα της ανθρώπινης ύπαρξης), ακόμη κι αν αυτή αναδύεται από τη φρίκη του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας. Ο εξωτισμός του περιβάλλοντος χώρου, Αφρική και Ινδονησία, συμβάλλει στη διευθέτηση ενός σκηνικού γοητευτικού που μπορεί όμως να φιλοξενήσει ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερη σκληρότητα και αγριότητα.
Η στοχαστική διάθεση του συγγραφέα εναρμονίζεται πολύ καλά, «δένει» άριστα με τα διαδραματιζόμενα που δεν είναι πάντα βέβαιο ότι θα προβληματίσουν τον αναγνώστη, αφού ο εντυπωσιασμός από την τέλεσή τους μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως πυροτέχνημα που αιχμαλωτίζει την αντίδραση του συναισθήματος αλλά όχι και της λογικής. Αυτή ακριβώς τη δυσκολία είναι που υπερβαίνει ο Γιαπέν, καθώς η σύνθεση των γεγονότων πότε με την υπόγεια και πότε με την άμεση ανάλυσή τους αποτελεί επίτευγμά του. Ούτε ρητορείες ούτε μεγαλοστομίες, ένα κείμενο δοσμένο με αφοπλιστική απλότητα, σχεδόν με αφέλεια, τόσο καλά μεθοδευμένη, όμως, που συγκινεί.
Και πώς να μην νιώσει ο αναγνώστης τις πρώτες αναταράξεις μέσα του, όταν από τη δεύτερη κιόλας σελίδα του κειμένου διαβάζει ότι «Χρώμα δεν έχεις από μόνος σου, χρώμα σού δίνουν οι άλλοι.»; Οι κατευθύνσεις που έχει να διαλέξει κανείς στη ζωή του, όπως παρουσιάζονται από το Γιαπέν, είναι δύο : η πλήρης εξομοίωση με το περιβάλλον –που τελικά δεν σημαίνει και αφομοίωση- και η υπεράσπιση της όποιας διαφορετικότητάς του σε μια συνεχή πάλη με τους άλλους : «...Το να πολεμάς τον εαυτό σου σαφώς δεν είναι πιο εύκολο από το να πολεμάς τους άλλους. Μόνο που φαίνεται λιγότερο…». Ο ήρωας του βιβλίου, ο Κβάμε που διάλεξε τη δεύτερη λύση, νικήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό στο τέλος, ενώ ο Κβάσι που θέλησε να εγκλιματίζεται στα βιαίως επιβαλλόμενα έξωθεν, κέρδισε την αγάπη, την πίστη, την αναγνώριση του αγώνα του με την ίδια του τη φύση, πάντα υφιστάμενος την καταπίεση, την αδικία, την απόρριψη, την προσβολή ακόμη και τη συγκατάβαση της ανοχής, που όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, είναι το ίδιο προφανής με τα υπόλοιπα. («…Όλα τα συνηθίζει κανείς. Αυτό είναι το χαρτί που κρατούν στα χέρια τους οι καταπιεστές και οι τύραννοι. Το θύμα τους λυγίζει για να μη σπάσει. Ο άνθρωπος προσαρμόζεται για να επιζήσει…»)


Ποιος είναι ο συγγραφέας

Ο Άρτουρ Γιαπέν γεννήθηκε το 1956. Έχοντας δουλέψει για χρόνια ως ηθοποιός και τραγουδιστής της όπερας, έκανε το συγγραφικό του ντεμπούτο το 1996 με τις «Μαγωνικές Ιστορίες». Έγινε γνωστός με το μυθιστόρημά του «Ο μαύρος με τη λευκή καρδιά» (1997), το οποίο έλαβε αμέτρητες τιμητικές διακρίσεις στην Ολλανδία και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες. Ακολούθησαν η συλλογή διηγημάτων «Ο τέταρτος τοίχος» (1998) και το μυθιστόρημα «Το όνειρο του λιονταριού» (2002).