Ποιητική αλήθεια, αδεία της ψυχής
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε χθες στη Φιλολογική Βραδυνή)
«Μπορεί να πιάσει πάτο η ερημιά
όταν βουτάς με το κεφάλι στους ανθρώπους», καταλήγει στο ποίημά της «ΠΑΝΤΩΣ» η Έφη Πυρπάσου στη συλλογή με τίτλο «Ξενάγηση» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Πρόκειται για μια ποιητική φωνή που αφυπνίζει, περνώντας μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της μοναξιάς, της προσωπικής αλήθειας, της ατομικής διάστασης, της ενδότερης αγωνίας. Στίχοι που κουβαλάνε ψυχικά φορτία ολκής και καταβολές ποιητικές σαν και κείνες του Νίκου Καρούζου, όπως προδιαθέτει τον αναγνώστη και η προμετωπίδα του βιβλίου.
Οι λέξεις της Πυρπάσου, βαλμένες στη σειρά, σε κάνουν να δεις ένα πρόσωπο γνώριμο, εκείνο του εαυτού σου και να αντικρίσεις τη δική σου υπαρξιακή ανησυχία. Γι’ αυτό που είσαι, γι’ αυτό που πιστεύεις ότι είσαι, γι’ αυτό που πιστεύουν οι άλλοι ότι είσαι. Σε ξεναγεί στον Άλλο η ποίησή της, δηλαδή και σε σένα.
Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, καμιά σιγουριά. Ακροβατείς μαζί με τις λέξεις της και μετεωρίζεσαι στα βάθη τους και στα δικά σου ύψη. «...Η μητέρα που σε γνωρίζει μόνο κλαίγοντας...» Με ένα κέρδος ολότελα δικό σου, να βυθιστείς στο νόημα της ζωής σου και να αναδυθείς απ’ αυτό πιο πλούσιος και φρέσκος, πιο γεμάτος και με επίγνωση των ελλείψεών σου* του δικού σου ανολοκλήρωτου. Σαν να έχεις παρακολουθήσει από έναν τρίτο μια ξενάγηση του ίδιου του ψυχικού σου τοπίου, της ματιάς σου να περικλείεις τον κόσμο, της θεώρησης των άλλων μέσα από το δικό σου βλέμμα, με ό,τι «αξιοθέατα» διαθέτεις και ό,τι ποιητικά ερεθίσματα σου βρίσκονται. Πότε σαν γροθιές στο στομάχι τα λόγια της Πυρπάσου και πότε σαν απαλό χάδι. Να εναλλάσσονται οι εικόνες, τα συναισθήματα, οι μνήμες και τα χάσματα της λήθης, με αφοπλιστικό ρυθμό και παύσεις ικανές να σε κάνουν να αναλογίζεσαι βαθιά και καίρια.
«Μπορεί να πιάσει πάτο η ερημιά
όταν βουτάς με το κεφάλι στους ανθρώπους», καταλήγει στο ποίημά της «ΠΑΝΤΩΣ» η Έφη Πυρπάσου στη συλλογή με τίτλο «Ξενάγηση» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Πρόκειται για μια ποιητική φωνή που αφυπνίζει, περνώντας μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της μοναξιάς, της προσωπικής αλήθειας, της ατομικής διάστασης, της ενδότερης αγωνίας. Στίχοι που κουβαλάνε ψυχικά φορτία ολκής και καταβολές ποιητικές σαν και κείνες του Νίκου Καρούζου, όπως προδιαθέτει τον αναγνώστη και η προμετωπίδα του βιβλίου.
Οι λέξεις της Πυρπάσου, βαλμένες στη σειρά, σε κάνουν να δεις ένα πρόσωπο γνώριμο, εκείνο του εαυτού σου και να αντικρίσεις τη δική σου υπαρξιακή ανησυχία. Γι’ αυτό που είσαι, γι’ αυτό που πιστεύεις ότι είσαι, γι’ αυτό που πιστεύουν οι άλλοι ότι είσαι. Σε ξεναγεί στον Άλλο η ποίησή της, δηλαδή και σε σένα.
Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, καμιά σιγουριά. Ακροβατείς μαζί με τις λέξεις της και μετεωρίζεσαι στα βάθη τους και στα δικά σου ύψη. «...Η μητέρα που σε γνωρίζει μόνο κλαίγοντας...» Με ένα κέρδος ολότελα δικό σου, να βυθιστείς στο νόημα της ζωής σου και να αναδυθείς απ’ αυτό πιο πλούσιος και φρέσκος, πιο γεμάτος και με επίγνωση των ελλείψεών σου* του δικού σου ανολοκλήρωτου. Σαν να έχεις παρακολουθήσει από έναν τρίτο μια ξενάγηση του ίδιου του ψυχικού σου τοπίου, της ματιάς σου να περικλείεις τον κόσμο, της θεώρησης των άλλων μέσα από το δικό σου βλέμμα, με ό,τι «αξιοθέατα» διαθέτεις και ό,τι ποιητικά ερεθίσματα σου βρίσκονται. Πότε σαν γροθιές στο στομάχι τα λόγια της Πυρπάσου και πότε σαν απαλό χάδι. Να εναλλάσσονται οι εικόνες, τα συναισθήματα, οι μνήμες και τα χάσματα της λήθης, με αφοπλιστικό ρυθμό και παύσεις ικανές να σε κάνουν να αναλογίζεσαι βαθιά και καίρια.