Στα δίχτυα της αστυνομικής πλοκής
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε χθες στη Φιλολογική Βραδυνή)
«...Ήταν η έννοια της αυτό-ομοιότητας, self-similarity στα αγγλικά. Ήταν μια μορφή επανάληψης κάποιων μοτίβων τόσο στη φύση όσο και στις κατασκευές του ανθρώπου που υποδήλωνε ότι, παρ’ όλο το χάος του κόσμου, σε όλα τα πράγματα υπήρχε μια τάξη -και μια επανάληψη- όσο πολύπλοκη κι αν ήταν...» (απόσπασμα από το βιβλίο «Η απαγωγή του εκδότη»)
Για έναν παράδοξο τρόπο, στη νεοελληνική λογοτεχνία η λέξη «πλοκή» -για πολλούς δημιουργούς- καταλαμβάνει μια θέση «μιάσματος». Προτιμούν το «κατάθεση ψυχής» και πελαγοδρομούν σε δαιδαλώδεις ψυχαναλυτικές κοινοτοπίες. Για έναν άλλον επίσης αδιερεύνητο λόγο, θεωρούν την αστυνομική λογοτεχνία «εύκολη» ή έστω «εύπεπτη», σε αντίθεση με την «κατάθεση ψυχής» που αρέσκεται να διατηρεί το γόητρό της ως τάχα μου «ποιοτική» παρά τη δυσανάγνωστη -και γιατί όχι ανύπαρκτη- πολλές φορές ποιότητά της. Σ’ αυτό το ισοζύγιο λογοτεχνικών αξιών που το γούστο του κάθε αναγνώστη και η εμπειρία του μπορεί να σταθμίσει το τι φέρει βαρύνουσα σημασία γι’ αυτόν, έχω γίνει καχύποπτη ή υποψιασμένη απέναντι στις «καταθέσεις ψυχής», αλλά με κανέναν τρόπο δεν λέω να απεμπλακώ από τα δίχτυα της ενδιαφέρουσας μαγείας του αστυνομικού μυστηρίου. Με ανταμείβει συχνά η εμμονή ή η επιμονή μου αυτή στην πλοκή, γι’ αυτό και επιλέγω να παρουσιάσω δύο βιβλία αυτής της υφής.
Αν και ως αναγνώστρια θα ήθελα τις μεταφυσικές προεκτάσεις που δίνει στην ιστορία του ο Δημήτρης Μαμαλούκας στο μυθιστόρημά του «Η απαγωγή του εκδότη» (Εκδόσεις Καστανιώτη) λίγο πιο έντονες και τα ψυχογραφήματα των ηρώων του λίγο πιο εκτενή και βαθύτερα, ο συγγραφέας κατορθώνει να αιχμαλωτίσει ιδιαίτερα αποτελεσματικά στα πλοκάμια του αστυνομικού μυστηρίου τον αναγνώστη του. Να το πω λίγο πιο γλαφυρά: δεν θα ήθελα να βρεθώ στον ίδιο χώρο με το συγγραφέα...Είναι απλό, φοβάμαι. Μην παρεξηγηθώ. Την ατμόσφαιρα του βιβλίου θέλω να μεταφέρω και τις αυξημένες δυνατότητες του δημιουργού επιχειρώ να εξάρω. Η ιστορία σε υποβάλει από μόνη της, δεν χρειάζεσαι άλλο μέσο. Η πλοκή κινεί τα νήματα και η λογοτεχνική δεινότητα του συγγραφέα έγκειται ακριβώς στον τρόπο που διαρθρώνει τη δομή της ιστορίας του, αλλά και στην ένταση που δίνει με τα ίδια τα συμβαίνοντα στην εξέλιξή της. Η «κατάθεση» της λογοτεχνικής του «ψυχής» έχει να κάνει απολύτως με τα γεγονότα που περιγράφει και τις διαστάσεις που τους δίνει ο ίδιος. Ό,τι θέλει να πει ο συγγραφέας, το λέει απευθείας, άμεσα, εύληπτα, με ωραία γλώσσα, απλότητα, διαύγεια και ζωντανό ύφος, αρκούντως απολαυστικά για τον ίδιο τον αναγνώστη του. Στο εξωτερικό, αυτό είναι ένα προσόν που εκτιμάται δεόντως, κάτι που δεν συμβαίνει με την ίδια ευρύτητα στη νεοελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα. Αν ήταν στην Αγγλία ή έστω στην Ιταλία ο Μαμαλούκας, θα είχε μια άλλη αντιμετώπιση, αναμφίβολα. Ίσως, γι’ αυτό οι ήρωές του προτιμά να κινούνται σε έναν τόπο που ίδιος ξέρει καλά -λόγω σπουδών Φιλοσοφίας στη ίδια τη χώρα-, την Ιταλία.
Είναι τρελοί αυτοί οι ...Ιταλοί
Γράφοντας για Ιταλία, οι γείτονές μας είναι καλύτερα μυημένοι από μας στις αστυνομικές ιστορίες. Φταίει και η «μαφιόζικη» παράδοσή τους. Είδαμε άλλωστε τελευταία και το νεαρό Ιταλό δάσκαλο που συνέγραψε ένα βιβλίο σχετικό και έχει περιπέτειες τώρα, αφού δέχεται απειλές για τη ζωή του. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη, εννέα ιταλικές ιστορίες με τίτλο «Εγκλήματα» γραμμένες από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Ιταλούς συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πέρα από τα τρανταχτά ονόματα των Καμιλέρι, Αμανίτι και Λουκαρέλι περιλαμβάνονται διηγήματα και λιγότερο γνωστών στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό δημιουργών. Αυτό που κυριαρχεί στις ιστορίες -διαφορετικού ύφους και δομής η κάθε μία- είναι η ένταση των αισθημάτων που προκαλούν. Ξεχωρίζω «Το κρησφύγετο της Τερέζα» του ναπολιτάνου Ντιέγκο ντε Σίλβα, του Τζόρτζιο Φαλέτι την ιστορία με τίτλο «Ο βασικός καλεσμένος», το νουάρ παραμύθι του Τζανκάρλο ντε Κατάλντο «Το παιδί που έκλεψε η καλή μάγισσα» και του Κάρλο Λουκαρέλι «Ο τρίτος πυροβολισμός». Πρόκειται για κείμενα που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και του κάνουν καλή παρέα είτε στην παραλία, όπως τα διάβασα εγώ το καλοκαίρι, είτε τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια. Απλώς κοιτάς διερευνητικά γύρω σου, όσο τα διαβάζεις, να δεις μη και σε παρακολουθεί από πουθενά κάποιος από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών...
«...Ήταν η έννοια της αυτό-ομοιότητας, self-similarity στα αγγλικά. Ήταν μια μορφή επανάληψης κάποιων μοτίβων τόσο στη φύση όσο και στις κατασκευές του ανθρώπου που υποδήλωνε ότι, παρ’ όλο το χάος του κόσμου, σε όλα τα πράγματα υπήρχε μια τάξη -και μια επανάληψη- όσο πολύπλοκη κι αν ήταν...» (απόσπασμα από το βιβλίο «Η απαγωγή του εκδότη»)
Για έναν παράδοξο τρόπο, στη νεοελληνική λογοτεχνία η λέξη «πλοκή» -για πολλούς δημιουργούς- καταλαμβάνει μια θέση «μιάσματος». Προτιμούν το «κατάθεση ψυχής» και πελαγοδρομούν σε δαιδαλώδεις ψυχαναλυτικές κοινοτοπίες. Για έναν άλλον επίσης αδιερεύνητο λόγο, θεωρούν την αστυνομική λογοτεχνία «εύκολη» ή έστω «εύπεπτη», σε αντίθεση με την «κατάθεση ψυχής» που αρέσκεται να διατηρεί το γόητρό της ως τάχα μου «ποιοτική» παρά τη δυσανάγνωστη -και γιατί όχι ανύπαρκτη- πολλές φορές ποιότητά της. Σ’ αυτό το ισοζύγιο λογοτεχνικών αξιών που το γούστο του κάθε αναγνώστη και η εμπειρία του μπορεί να σταθμίσει το τι φέρει βαρύνουσα σημασία γι’ αυτόν, έχω γίνει καχύποπτη ή υποψιασμένη απέναντι στις «καταθέσεις ψυχής», αλλά με κανέναν τρόπο δεν λέω να απεμπλακώ από τα δίχτυα της ενδιαφέρουσας μαγείας του αστυνομικού μυστηρίου. Με ανταμείβει συχνά η εμμονή ή η επιμονή μου αυτή στην πλοκή, γι’ αυτό και επιλέγω να παρουσιάσω δύο βιβλία αυτής της υφής.
Αν και ως αναγνώστρια θα ήθελα τις μεταφυσικές προεκτάσεις που δίνει στην ιστορία του ο Δημήτρης Μαμαλούκας στο μυθιστόρημά του «Η απαγωγή του εκδότη» (Εκδόσεις Καστανιώτη) λίγο πιο έντονες και τα ψυχογραφήματα των ηρώων του λίγο πιο εκτενή και βαθύτερα, ο συγγραφέας κατορθώνει να αιχμαλωτίσει ιδιαίτερα αποτελεσματικά στα πλοκάμια του αστυνομικού μυστηρίου τον αναγνώστη του. Να το πω λίγο πιο γλαφυρά: δεν θα ήθελα να βρεθώ στον ίδιο χώρο με το συγγραφέα...Είναι απλό, φοβάμαι. Μην παρεξηγηθώ. Την ατμόσφαιρα του βιβλίου θέλω να μεταφέρω και τις αυξημένες δυνατότητες του δημιουργού επιχειρώ να εξάρω. Η ιστορία σε υποβάλει από μόνη της, δεν χρειάζεσαι άλλο μέσο. Η πλοκή κινεί τα νήματα και η λογοτεχνική δεινότητα του συγγραφέα έγκειται ακριβώς στον τρόπο που διαρθρώνει τη δομή της ιστορίας του, αλλά και στην ένταση που δίνει με τα ίδια τα συμβαίνοντα στην εξέλιξή της. Η «κατάθεση» της λογοτεχνικής του «ψυχής» έχει να κάνει απολύτως με τα γεγονότα που περιγράφει και τις διαστάσεις που τους δίνει ο ίδιος. Ό,τι θέλει να πει ο συγγραφέας, το λέει απευθείας, άμεσα, εύληπτα, με ωραία γλώσσα, απλότητα, διαύγεια και ζωντανό ύφος, αρκούντως απολαυστικά για τον ίδιο τον αναγνώστη του. Στο εξωτερικό, αυτό είναι ένα προσόν που εκτιμάται δεόντως, κάτι που δεν συμβαίνει με την ίδια ευρύτητα στη νεοελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα. Αν ήταν στην Αγγλία ή έστω στην Ιταλία ο Μαμαλούκας, θα είχε μια άλλη αντιμετώπιση, αναμφίβολα. Ίσως, γι’ αυτό οι ήρωές του προτιμά να κινούνται σε έναν τόπο που ίδιος ξέρει καλά -λόγω σπουδών Φιλοσοφίας στη ίδια τη χώρα-, την Ιταλία.
Είναι τρελοί αυτοί οι ...Ιταλοί
Γράφοντας για Ιταλία, οι γείτονές μας είναι καλύτερα μυημένοι από μας στις αστυνομικές ιστορίες. Φταίει και η «μαφιόζικη» παράδοσή τους. Είδαμε άλλωστε τελευταία και το νεαρό Ιταλό δάσκαλο που συνέγραψε ένα βιβλίο σχετικό και έχει περιπέτειες τώρα, αφού δέχεται απειλές για τη ζωή του. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη, εννέα ιταλικές ιστορίες με τίτλο «Εγκλήματα» γραμμένες από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Ιταλούς συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πέρα από τα τρανταχτά ονόματα των Καμιλέρι, Αμανίτι και Λουκαρέλι περιλαμβάνονται διηγήματα και λιγότερο γνωστών στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό δημιουργών. Αυτό που κυριαρχεί στις ιστορίες -διαφορετικού ύφους και δομής η κάθε μία- είναι η ένταση των αισθημάτων που προκαλούν. Ξεχωρίζω «Το κρησφύγετο της Τερέζα» του ναπολιτάνου Ντιέγκο ντε Σίλβα, του Τζόρτζιο Φαλέτι την ιστορία με τίτλο «Ο βασικός καλεσμένος», το νουάρ παραμύθι του Τζανκάρλο ντε Κατάλντο «Το παιδί που έκλεψε η καλή μάγισσα» και του Κάρλο Λουκαρέλι «Ο τρίτος πυροβολισμός». Πρόκειται για κείμενα που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και του κάνουν καλή παρέα είτε στην παραλία, όπως τα διάβασα εγώ το καλοκαίρι, είτε τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια. Απλώς κοιτάς διερευνητικά γύρω σου, όσο τα διαβάζεις, να δεις μη και σε παρακολουθεί από πουθενά κάποιος από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών...