Στις παρυφές της ευγένειας για την παιδική ηλικία

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε το Σάββατο 7/10 στη Φιλολογική Βραδυνή)

«...Όταν δανειζόμαστε ένα βιβλίο από το φίλο μας ή από τη βιβλιοθήκη του σχολείου ή της πόλης μας, φροντίζουμε να το επιστρέψουμε όπως το πήραμε. Δεν το σαλιώνουμε με τα δάχτυλά μας. Όταν το ξεφυλλίζουμε, δεν το τσαλακώνουμε, δεν το μουτζουρώνουμε και δεν το σκίζουμε...»


Στην ενήλικη ζωή μας, παραπονιόμαστε συχνά για την αγένεια γύρω μας. Για τον «κύριο» που προπορεύτηκε στο άνοιγμα μια πόρτας και δεν μας άφησε να περάσουμε, για την «κυρία» που μας μίλησε στον ενικό, αλλά εμείς επιμέναμε σε άπταιστο πληθυντικό, για το ασανσέρ που δεν μας κράτησαν, ενώ βιαζόμασταν τόσο, για τα σκυθρωπά, αγέλαστα και αμίλητα πρόσωπα που συναντάμε καθημερινά στη ζωή και τη δουλειά μας.
Θυμώνουμε μ’ αυτούς που ξέχασαν τα γενέθλια ή τη γιορτή μας, εξαγριωνόμαστε αν η προσωπική μας αλληλογραφία δεν έχει μόνο εμάς αποδέκτες, αλλά και φιλοπερίεργους άλλους, οργιζόμαστε αν μας κλείσουν το τηλέφωνο στα μούτρα. Σε μια συνάντηση ενοχλούμαστε αν ο άλλος μιλάει διαρκώς στο κινητό του ή αν χτυπάει δαιμονισμένα το άτιμο μηχάνημα και δεν μας αφήνει να συζητήσουμε. Να μην πω για το σινεμά ή το θέατρο που δεν μπορούμε να απολαύσουμε απερίσπαστοι την ταινία ή την παράσταση που επιλέξαμε, εξαιτίας των αδιάκοπων κουδουνισμάτων. Σε ένα τραπέζι εκείνος που διαθέτει και τους λιγότερο κομψούς τρόπους, δεν θα περάσει απαρατήρητος στα σίγουρα, ενώ αν είμαστε μη καπνιστές και ο άλλος σαν φουγάρο, χωρίς να μας ρωτήσει καν, αδειάζει τον καπνό του πάνω μας, ε, δεν είναι και το καλύτερό μας. Για να μην μιλήσω για τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τις κάθε άλλο «ωραιότατες» οσμές που καταφθάνουν στη μύτη μας από τους γύρω αφρόντιστους συνεπιβάτες μας. Δεν έχω καμία διάθεση να ακουστώ σαν το Χατζηφωτίου του παρελθόντος ή το Ζαμπούνη του σήμερα, αλλά η στοιχειώδης ευγένεια εκλείπει όλο και πιο πολύ απ’ την καθημερινότητά μας, δίνοντας τη θέση της σε μια αδιαφορία για το διπλανό μας σε όλες τις εκφάνσεις της που αγγίζει τη σφαίρα του παραλόγου. Και δεν μιλάω για την προσποιητή και επιτηδευμένη καλή συμπεριφορά που μπορεί να είναι πιο ενοχλητική ακόμα και από την πιο κατάφωρη απρέπεια.
Αν αναρωτιόμαστε, τι απέγινε η ευγένεια, ε, δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στην παιδική μας ηλικία. Εκεί θα ανακαλύψουμε πιθανώς και τις αιτίες της ύπαρξης ή της μη ύπαρξής της. Η αφορμή να τα γράψω όλα αυτά, ήταν ένα χαριτωμένο βιβλιαράκι που έφτασε στο γραφείο μου και απευθύνεται στα παιδιά, αλλά και στους γονείς που ενδιαφέρονται, ίσως, για τους καλούς τρόπους των παιδιών τους. Πρόκειται για το βιβλίο της Ρέας-Ελευθερίας Καρκαβάτσου, με τίτλο «Καλοί τρόποι για μικρές κυρίες και μικρούς κυρίους» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός στη σειρά «Βατόμουρο» για παιδιά από 7 ετών και πάνω.
Ο τίτλος με προκάλεσε αρχικά, καθώς μου έφερε στο νου αγαπημένα παιδικά αναγνώσματα. Εκείνα τα υπέροχα βιβλία από τη Λουίζα Άλκοτ που ανέδυαν σε κάθε τους σελίδα όχι μόνο ευγένεια σε επίπεδο καλών τρόπων, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό: ευγένεια ψυχής. Αυτό το τελευταίο, αν δεν είναι έμφυτο και πηγαίο ίδιον κάποιου, η λογοτεχνία μπορεί μόνο να αμβλύνει τις πτυχές εκείνες του χαρακτήρα του που δεν είναι σε θέση να καλλιεργήσει κανείς από μόνος του. Όσο για την καθημερινή ζωή και τους καλούς τρόπους, αυτοί μπορούν να αποκτηθούν με λίγη καλή διάθεση, υπομονή και ένα σημαντικό δέλεαρ* αυτό του να πλησιάσεις αληθινά τον Άλλον, να τον σεβαστείς και να μην καταστρατηγείς το δικαίωμά του να είναι ευγενής, αν εκείνος το επιθυμεί.
Ως παιδί υπήρξα από το φύση μου ευγενικό. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά δεν χρειάστηκε να με κλείσουν οι άλλοι σε κανόνες. Το έκανα από μόνη μου και έβαζα και τους άλλους να ακολουθήσουν αυτούς τους κανόνες, με αφοπλιστική ικανότητα. Στην ενηλικίωσή μου πολλοί απ’ αυτούς τους κανόνες μου φάνηκαν ιδιαίτερα επωφελείς και άλλοι στάθηκαν παντελώς άχρηστοι. Ακόμη παλεύω να τους αποτινάξω, για να μην καταντήσουν ασφυκτικά συμπλέγματα. Στα παιδιά, όμως, δεν αρέσουν οι κανόνες και δη η επιβολής τους, η οποία συχνά είναι άκομψη, βασανιστική για το νεαρό της ηλικίας τους και δρα αποτρεπτικά στη συνέχεια της ζωής τους να θελήσουν να είναι «κύριοι» και «κυρίες» ή απλώς να παραμείνουν ευγενείς.
Το βιβλίο της Καρκαβάτσου μοιάζει με εγχειρίδιο «καθωσπρεπισμού» και δυστυχώς σε πολλά σημεία δεν κατορθώνει να απεμπλακεί από μια διάθεση διδακτισμού την οποία και αποστρέφονται οι μικροί μας φίλοι. Ωστόσο, είναι γραμμένο απλά, εύχρηστα, ελκυστικά για ένα παιδί, καθότι χαριτωμένα εικονογραφημένο από την Πέγκυ Φούρκα, και διαθέτει το πλεονέκτημα που διατηρεί πάντα ο γραπτός λόγος για τα παιδιά: έχει την ισχύ που δεν μπορούν συχνά να φέρουν οι υποδείξεις των γονιών τους, η γκρίνια τους και οι συνεχείς παραινέσεις που καταντούν τις περισσότερες φορές αιτίες ή αφορμές αλόγιστων καβγάδων.
Εμένα με άγγιξε η γλύκα των προθέσεων της συγγραφέως και με έκανε αντί σήμερα να γράφω για κάτι πολύ «λογοτεχνικό», βαρύγδουπο ή σπουδαιοφανές να ασχοληθώ με αυτές τις συμβουλές διαπαιδαγώγησης της παιδικής συμπεριφοράς, μπορεί και ψυχής. Αυτή η τελευταία είναι τόσο εύθραυστη και πολύτιμη που καλό είναι οι μεγάλοι, όταν σηκώνουν τα χέρια ψηλά με το αγύριστο κεφάλι των μικρών εξουσιαστών να αφήνουν την πρωτοβουλία σε καλογραμμένα βιβλία να πουν στα παιδιά τους, αυτά που εκείνοι αδυνατούν να εκφράσουν με κόσμιο και βεβαίως αποτελεσματικό τρόπο.

(Αφιερωμένο εξαιρετικά στους Τρεις Σωματοφύλακες -Librofilo, Demetrio Luca, nuwanda- που είναι ευγενείς ο καθένας με τον τρόπο του...)