Ο « καταραμένος όφης» της Ιστορίας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)
«Τι όμως είσαι εσύ; Εσύ δεν ανήκεις ούτε στον λαό, ούτε είσαι σταλμένος απ’ τον Θεό. Δεν ανήκεις σε αυτούς που έχουν την εξουσία, ούτε σε αυτούς που την υφίστανται. Είσαι σαν το φίδι που προσφέρει τον καρπό της γνώσης. Και ξέρεις πολύ καλά πως το φίδι αυτό το καταράστηκε ο Κύριος και Θεός μας να σέρνεται πάντα με την κοιλιά και να τρώει σκόνη όλη του τη ζωή. Οι άνθρωποι, όταν το συναντήσουν, του λιώνουν το κεφάλι». Την επιτομή της ρεαλιστικής πραγματικότητας για τη θέση του διανοούμενου σε ένα καθεστώς που καταπνίγει την αλήθεια προς χάριν της Εξουσίας, της Δύναμης, της Ιστορίας, αποτελεί το μυθιστόρημα του Stefan Heym, «Η αληθινή ιστορία του Βασιλιά Δαβίδ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
Θα κατηγορηθεί για λογοτεχνική εσχάτη προδοσία ο σοφός άνδρας, ο λόγιος που επιλέγεται από το Βασιλιά Σολομώντα να συγγράψει την ιστορία του πατρός του Δαβίδ. Ο Αιθάν με όπλο του τη λογική και την επιστήμη -και βαρίδια στην ψυχή του, τους δεσμούς με την καθημερινότητα, την απλή συζυγική ζωή, τον έρωτα, τις απολαύσεις, που θα εκμεταλλευτεί ο ύπουλος εχθρός που εκπορεύεται από την Εξουσία, για να τον κρατήσει στη σιωπή- ανακαλύπτει τις πτυχές εκείνες της Ιστορίας που δυσαρεστούν, δεν βολεύουν, είναι βλαπτικές για την υψηλή Αρχή. Αυτή ακριβώς η τάξη που καταδυναστεύει, θα θελήσει να καταστήσει τον ιστορικό, υποχείριό της για να καθαγιάσει την ύπαρξή της, να δικαιολογήσει την αποτρόπαια επιβολή της, να εξασφαλίσει την διαιώνισή της.
Ο σοφός Αιθάν αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή τους κινδύνους που διατρέχει, γι’ αυτό και προσπαθεί να κρατήσει τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ ισχυρών προσώπων και αντικρουόμενων συμφερόντων. Αριστοτέχνης στην επεξεργασία του λόγου και της σκέψης, διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα για να φέρει εις πέρας το έργο που του ανατέθηκε «για την εκπόνηση της μίας, και μοναδικής, αληθινής και αυθεντικής, ιστορικών ακριβούς και υπηρεσιακώς ανεγνωρισμένης αναφοράς για την αξιοθαύμαστη εξύψωση, την ευλαβική ζωή καθώς και για τις ηρωικές πράξεις και τα θαυμαστά έργα του Δαβίδ Υιού Ιεσσαί». Θα αποδειχθεί πολύς, όμως, γι’ αυτή τη διεργασία, καθώς έχει ένα χαρακτηριστικό που περιττεύει : την οξυδέρκεια του ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια και αναγνωρίζει την αξία της. Αποδεικνύεται ένας άλλος Προμηθέας, που αποκαλύπτει τη δύναμη της φωτιάς, όσο σιγοτρώει τα σωθικά του το σαράκι της αλήθειας και πληρώνει, βέβαια, το αντίτιμο της ιδιόμορφης αυτής μεσιτείας μεταξύ της βούλησης της Ισχύος και του δικαιώματος του ανίσχυρου προς τη Γνώση.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που κατορθώνει να παρασύρει στα αφηγηματικά του μέρη τον αναγνώστη στην εποχή που περιγράφεται, να μεταδώσει κάτι από το σκότος που περιβάλλει πτυχές της Παλαιάς Διαθήκης και να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά την τομή που χάσκει ανάμεσα στο Μύθο και το Λόγο και τις ανάγκες που εξυπηρετούν κι οι δυο σε δεδομένες ιστορικές περιόδους. Τα πέπλα των βασιλικών χαρεμιών και οι διάδρομοι των πολιτικών μηχανορραφιών επιχειρούν να τυλίξουν τη γνώση των γεγονότων που «μπορεί δυστυχώς να παρασύρει τους ανθρώπους σε επικίνδυνες απόψεις», έτσι το ολοκληρωτικό καθεστώς αποφασίζει απροκάλυπτα να οδηγήσει τη σκέψη προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Οι γυναικείες φιγούρες στο βιβλίο αναδεικνύονται ως ο δίαυλος κοινωνίας της γνώσης προς αυτόν που την αναζητά. Αρχετυπική η αναπαράσταση, προαιώνια η σχηματοποίηση και η σημειολογία της έχει ένα στόχο καίριο και αποτελεσματικό, να αφυπνίσει με την αλληγορία τις κοιμώμενες, επαναπαυμένες ή λανθάνουσες συνειδήσεις για το χρέος του διανοούμενου να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων που υπαγορεύει το κοινό όφελος της Γνώσης και η Αλήθεια, γιατί στην πραγματικότητα αυτά δεν συγκρούονται ποτέ.
«Ο άνθρωπος μοιάζει με την πέτρα της σφεντόνας. Τον πετάνε πάνω σε στόχους άγνωστους στον ίδιο. Τι άλλο του απομένει να κάνει απ’ το να προσπαθεί να κάνει τις σκέψεις του να ζήσουν λίγο παραπάνω απ’ τον ίδιο, σαν σημάδι, έστω και δυσδιάκριτο, για τις επόμενες γενιές; Εγώ αυτό προσπάθησα. Ας κριθώ αναλόγως.», αφήνει την παρακαταθήκη του ο Αιθάν σ’ αυτόν τον κόσμο, αν και του υπενθυμίζει ο Αρχιευνούχος του Παλατιού ότι «σε έναν κόσμο ευνούχων δεν αξίζει να κρατάς αντρίκεια στάση». Ο διανοούμενος δεν άφησε να ευνουχίσουν τη σκέψη του, να εξαφανίσουν την παραγωγικότητα και τη δυναμική της, ακόμη κι αν αυτό το πληρώνει με τη Σολομώντεια Καταδίκη να βυθιστεί στη λήθη το έργο, που για να το υποστηρίξει, θυσίασε ό,τι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο, ενταφιάζοντας μαζί και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του.
Στα ίχνη του συγγραφέα
Ο Στέφαν Χάιμ (Stefan Heym), ψευδώνυμο του Χέλμουτ Φλιγκ, γεννήθηκε το 1913 στο Κέμνιτς της Γερμανίας από εβραίους γονείς που ανήκαν στην εύπορη αστική τάξη της πόλης. Το 1931 αποβάλλεται από το λύκειο εξαιτίας της συγγραφής ενός αντιμιλιταριστικού ποιήματος. Η άνοδος των ναζί στην εξουσία το 1933 τον αναγκάζει να καταφύγει στην Πράγα και το 1935 στο Σικάγο. Σπουδάζει γερμανική φιλολογία.
Το 1944 κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό και συμμετέχει ως αξιωματικός του ψυχολογικού πολέμου στην απόβαση στη Νορμανδία, στην απελευθέρωση του Παρισιού και στην κατάληψη της Γερμανίας. Ζει και εργάζεται στο Μόναχο, ώσπου αναγκάζεται να γυρίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω υποψιών για συμπάθεια προς κομμουνιστικές ιδέες. Εκεί εκφράζει την αντίθεσή του για τον πόλεμο στην Κορέα, αρνείται τα παράσημά του, καθώς και την αμερικανική ιθαγένεια. Το 1952 εγκαθίσταται στην Ανατολική Γερμανία όπου και διαδηλώνει την πεποίθησή του ότι εκεί οικοδομείται μια νέα δημοκρατία. Δεν θα κρατήσει πολύ κι αυτό το φλερτ με τη δεδομένη καθεστηκυία τάξη. Το βιβλίο του με θέμα την εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο στις 17 Ιουνίου του 2953, θα απαγορευθεί να εκδοθεί στη χώρα. Κάτι που θα γίνει εφικτό πια το 1974 στη Δυτική Γερμανία. Το 1965 καταδικάζεται δημόσια από τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας. Το βιβλίο του «Η αληθινή ιστορία του βασιλιά Δαβίδ» κυκλοφόρησε το 1972 στο Μόναχο. Το 1978 διαγράφεται από την Εταιρεία Συγγραφέων. Το καθεστώς δεν τολμά να συλλάβει τον αντιφασίστα συγγραφέα του ζητά όμως να αυτοεξοριστεί στη Δύση, εκείνος αρνείται. Ο Χάιμ αντιτίθεται δημόσια στο κομμουνιστικό καθεστώς, παραμένοντας όμως κομμουνιστής. Το 1994 εξελέγη βουλευτής με τη σημαία του PDS στην ενοποιημένη πια Γερμανία, προεδρεύοντας μάλιστα στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής ως ο αρχαιότερος σε ηλικίας βουλευτής. Ο Χάιμ πέθανε το 2001 στο Ισραήλ, όπου συμμετείχε σ’ ένα συνέδριο αφιερωμένο στο γερμανοεβραίο ποιητή Χάινριχ Χάινε.
«Τι όμως είσαι εσύ; Εσύ δεν ανήκεις ούτε στον λαό, ούτε είσαι σταλμένος απ’ τον Θεό. Δεν ανήκεις σε αυτούς που έχουν την εξουσία, ούτε σε αυτούς που την υφίστανται. Είσαι σαν το φίδι που προσφέρει τον καρπό της γνώσης. Και ξέρεις πολύ καλά πως το φίδι αυτό το καταράστηκε ο Κύριος και Θεός μας να σέρνεται πάντα με την κοιλιά και να τρώει σκόνη όλη του τη ζωή. Οι άνθρωποι, όταν το συναντήσουν, του λιώνουν το κεφάλι». Την επιτομή της ρεαλιστικής πραγματικότητας για τη θέση του διανοούμενου σε ένα καθεστώς που καταπνίγει την αλήθεια προς χάριν της Εξουσίας, της Δύναμης, της Ιστορίας, αποτελεί το μυθιστόρημα του Stefan Heym, «Η αληθινή ιστορία του Βασιλιά Δαβίδ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
Θα κατηγορηθεί για λογοτεχνική εσχάτη προδοσία ο σοφός άνδρας, ο λόγιος που επιλέγεται από το Βασιλιά Σολομώντα να συγγράψει την ιστορία του πατρός του Δαβίδ. Ο Αιθάν με όπλο του τη λογική και την επιστήμη -και βαρίδια στην ψυχή του, τους δεσμούς με την καθημερινότητα, την απλή συζυγική ζωή, τον έρωτα, τις απολαύσεις, που θα εκμεταλλευτεί ο ύπουλος εχθρός που εκπορεύεται από την Εξουσία, για να τον κρατήσει στη σιωπή- ανακαλύπτει τις πτυχές εκείνες της Ιστορίας που δυσαρεστούν, δεν βολεύουν, είναι βλαπτικές για την υψηλή Αρχή. Αυτή ακριβώς η τάξη που καταδυναστεύει, θα θελήσει να καταστήσει τον ιστορικό, υποχείριό της για να καθαγιάσει την ύπαρξή της, να δικαιολογήσει την αποτρόπαια επιβολή της, να εξασφαλίσει την διαιώνισή της.
Ο σοφός Αιθάν αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή τους κινδύνους που διατρέχει, γι’ αυτό και προσπαθεί να κρατήσει τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ ισχυρών προσώπων και αντικρουόμενων συμφερόντων. Αριστοτέχνης στην επεξεργασία του λόγου και της σκέψης, διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα για να φέρει εις πέρας το έργο που του ανατέθηκε «για την εκπόνηση της μίας, και μοναδικής, αληθινής και αυθεντικής, ιστορικών ακριβούς και υπηρεσιακώς ανεγνωρισμένης αναφοράς για την αξιοθαύμαστη εξύψωση, την ευλαβική ζωή καθώς και για τις ηρωικές πράξεις και τα θαυμαστά έργα του Δαβίδ Υιού Ιεσσαί». Θα αποδειχθεί πολύς, όμως, γι’ αυτή τη διεργασία, καθώς έχει ένα χαρακτηριστικό που περιττεύει : την οξυδέρκεια του ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια και αναγνωρίζει την αξία της. Αποδεικνύεται ένας άλλος Προμηθέας, που αποκαλύπτει τη δύναμη της φωτιάς, όσο σιγοτρώει τα σωθικά του το σαράκι της αλήθειας και πληρώνει, βέβαια, το αντίτιμο της ιδιόμορφης αυτής μεσιτείας μεταξύ της βούλησης της Ισχύος και του δικαιώματος του ανίσχυρου προς τη Γνώση.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που κατορθώνει να παρασύρει στα αφηγηματικά του μέρη τον αναγνώστη στην εποχή που περιγράφεται, να μεταδώσει κάτι από το σκότος που περιβάλλει πτυχές της Παλαιάς Διαθήκης και να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά την τομή που χάσκει ανάμεσα στο Μύθο και το Λόγο και τις ανάγκες που εξυπηρετούν κι οι δυο σε δεδομένες ιστορικές περιόδους. Τα πέπλα των βασιλικών χαρεμιών και οι διάδρομοι των πολιτικών μηχανορραφιών επιχειρούν να τυλίξουν τη γνώση των γεγονότων που «μπορεί δυστυχώς να παρασύρει τους ανθρώπους σε επικίνδυνες απόψεις», έτσι το ολοκληρωτικό καθεστώς αποφασίζει απροκάλυπτα να οδηγήσει τη σκέψη προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Οι γυναικείες φιγούρες στο βιβλίο αναδεικνύονται ως ο δίαυλος κοινωνίας της γνώσης προς αυτόν που την αναζητά. Αρχετυπική η αναπαράσταση, προαιώνια η σχηματοποίηση και η σημειολογία της έχει ένα στόχο καίριο και αποτελεσματικό, να αφυπνίσει με την αλληγορία τις κοιμώμενες, επαναπαυμένες ή λανθάνουσες συνειδήσεις για το χρέος του διανοούμενου να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων που υπαγορεύει το κοινό όφελος της Γνώσης και η Αλήθεια, γιατί στην πραγματικότητα αυτά δεν συγκρούονται ποτέ.
«Ο άνθρωπος μοιάζει με την πέτρα της σφεντόνας. Τον πετάνε πάνω σε στόχους άγνωστους στον ίδιο. Τι άλλο του απομένει να κάνει απ’ το να προσπαθεί να κάνει τις σκέψεις του να ζήσουν λίγο παραπάνω απ’ τον ίδιο, σαν σημάδι, έστω και δυσδιάκριτο, για τις επόμενες γενιές; Εγώ αυτό προσπάθησα. Ας κριθώ αναλόγως.», αφήνει την παρακαταθήκη του ο Αιθάν σ’ αυτόν τον κόσμο, αν και του υπενθυμίζει ο Αρχιευνούχος του Παλατιού ότι «σε έναν κόσμο ευνούχων δεν αξίζει να κρατάς αντρίκεια στάση». Ο διανοούμενος δεν άφησε να ευνουχίσουν τη σκέψη του, να εξαφανίσουν την παραγωγικότητα και τη δυναμική της, ακόμη κι αν αυτό το πληρώνει με τη Σολομώντεια Καταδίκη να βυθιστεί στη λήθη το έργο, που για να το υποστηρίξει, θυσίασε ό,τι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο, ενταφιάζοντας μαζί και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του.
Στα ίχνη του συγγραφέα
Ο Στέφαν Χάιμ (Stefan Heym), ψευδώνυμο του Χέλμουτ Φλιγκ, γεννήθηκε το 1913 στο Κέμνιτς της Γερμανίας από εβραίους γονείς που ανήκαν στην εύπορη αστική τάξη της πόλης. Το 1931 αποβάλλεται από το λύκειο εξαιτίας της συγγραφής ενός αντιμιλιταριστικού ποιήματος. Η άνοδος των ναζί στην εξουσία το 1933 τον αναγκάζει να καταφύγει στην Πράγα και το 1935 στο Σικάγο. Σπουδάζει γερμανική φιλολογία.
Το 1944 κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό και συμμετέχει ως αξιωματικός του ψυχολογικού πολέμου στην απόβαση στη Νορμανδία, στην απελευθέρωση του Παρισιού και στην κατάληψη της Γερμανίας. Ζει και εργάζεται στο Μόναχο, ώσπου αναγκάζεται να γυρίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω υποψιών για συμπάθεια προς κομμουνιστικές ιδέες. Εκεί εκφράζει την αντίθεσή του για τον πόλεμο στην Κορέα, αρνείται τα παράσημά του, καθώς και την αμερικανική ιθαγένεια. Το 1952 εγκαθίσταται στην Ανατολική Γερμανία όπου και διαδηλώνει την πεποίθησή του ότι εκεί οικοδομείται μια νέα δημοκρατία. Δεν θα κρατήσει πολύ κι αυτό το φλερτ με τη δεδομένη καθεστηκυία τάξη. Το βιβλίο του με θέμα την εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο στις 17 Ιουνίου του 2953, θα απαγορευθεί να εκδοθεί στη χώρα. Κάτι που θα γίνει εφικτό πια το 1974 στη Δυτική Γερμανία. Το 1965 καταδικάζεται δημόσια από τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας. Το βιβλίο του «Η αληθινή ιστορία του βασιλιά Δαβίδ» κυκλοφόρησε το 1972 στο Μόναχο. Το 1978 διαγράφεται από την Εταιρεία Συγγραφέων. Το καθεστώς δεν τολμά να συλλάβει τον αντιφασίστα συγγραφέα του ζητά όμως να αυτοεξοριστεί στη Δύση, εκείνος αρνείται. Ο Χάιμ αντιτίθεται δημόσια στο κομμουνιστικό καθεστώς, παραμένοντας όμως κομμουνιστής. Το 1994 εξελέγη βουλευτής με τη σημαία του PDS στην ενοποιημένη πια Γερμανία, προεδρεύοντας μάλιστα στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής ως ο αρχαιότερος σε ηλικίας βουλευτής. Ο Χάιμ πέθανε το 2001 στο Ισραήλ, όπου συμμετείχε σ’ ένα συνέδριο αφιερωμένο στο γερμανοεβραίο ποιητή Χάινριχ Χάινε.