Η κοινωνική διάσταση του νουάρ

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)


«Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;
Μια γυναίκα φώναζε χτυπώντας το στεγνό στήθος της:
‘’Δειλοί
μου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν, σείς τα σκοτώσατε
κοιτάζοντας με παράξενες εκφράσεις το βράδυ τις πυγολαμπίδες
αφηρημένοι μέσα σε μια τυφλή συλλογή’’.
Το αίμα στέγνωνε πάνω στο χέρι που το πρασίνιζε ένα δέντρο
ένα πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχη που του
φώτιζε το πλευρό.

Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια
αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρώμικοι
τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες...»

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΛΙΟΣ
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Η σαρωτική αυτή δύναμη της απελπισίας και της απόγνωσης, ο πόνος της απώλειας, η σκηνή από τα απομεινάρια μιας μάχης που έχει πάντα χαμένους, φέρουν πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά έντασης στην ψυχή και το μυαλό του ανθρώπου, ανεξαρτήτως ιστορικής εποχής και χρονικής συγκυρίας. Είναι η αφοπλιστική ισχύς του «εγκλήματος που δεν ξεχνιέται», της «σφαγής», που συγκλονίζει. Τον αποτροπιασμό για το αδικοχυμένο αίμα άοπλων διαδηλωτών -ανάμεσά τους ήταν γυναίκες και παιδιά- στις 17 Οκτωβρίου του 1961 στο Παρίσι, επιχειρεί και κατορθώνει να ξυπνήσει στο σύγχρονο -ιδίως στον ανυποψίαστο για τα γεγονότα- αναγνώστη ο Ντιντιέ Ντενένξ με το βιβλίο του «Έγκλημα και Μνήμη» (Εκδόσεις Πόλις). Μετά από 22 ολόκληρα χρόνια (1983), από τη «σφαγή» στη γαλλική πρωτεύουσα Αλγερινών που διαδήλωναν υπέρ της ανεξαρτησίας του τόπου καταγωγής τους, ο γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας έριξε φως στις πληγές που δεν είχαν κλείσει, στο αίμα που ζεστό περίμενε δικαίωση, τουλάχιστον από την ιστορική αλήθεια. «Αγγελιοφόρος» των μηνυμάτων του στην ελληνική αναγνωστική πραγματικότητα (20 χρόνια μετά από την πρώτη γαλλική έκδοση) γίνεται ο Ριχάρδος Σωμερίτης ο οποίος μετέφρασε το έργο -στο πρωτότυπο «un massacre α Paris»- και με έναν ιδιαίτερα διαφωτιστικό και περιεκτικό πρόλογο βάζει τον αναγνώστη στην απαραίτητα «σκοτεινή» ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Άλλωστε έχει κι εκείνος το δικό του μερίδιο -όσο μικρό κι αν το περιγράφει ο ίδιος- πραγματικής παρουσίας στα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο. Βρέθηκε κι εκείνος εκεί τότε. Τα παιχνίδια της ζωής και του χρόνου...Ένα ακόμη στοιχείο που προσθέτει στην ασπρόμαυρη αχλύ που περιβάλλει την αστυνομική ιστορία και στρέφει πιο έντονα την προσοχή του αναγνώστη στο «κρυμμένο τραύμα» της δράσης.
Το απόλυτο κόκκινο του αίματος και της μνήμης που επανέρχεται, μέσα από τις ανταύγειες του λευκού άγραφου (;) πίνακα της λήθης που επιβάλλεται από την εξουσία και του μαύρου χρώματος της ενθύμησης που η ίδια η ιστορική πραγματικότητα δεν αφήνει να σβήσει, ακόμη κι αν «επιστρατεύει» για τις επιδιώξεις της τη λογοτεχνία για να αναδείξει την αλήθεια. Όπως μας επιβεβαίωσε χαρακτηριστικά και ο κ. Ριχάρδος Σωμερίτης, μιλώντας για τη μεταφραστική του αυτή εμπειρία, «ο Ντιντιέ Ντενένξ έχει μια όμορφη και αποτελεσματική γραφή» για να συνεχίσει με μια -απολογητική σχεδόν- τόσο όμορφη και σπάνια ευγένεια, «εγώ προσπάθησα να μην προδώσω το λόγο του Ντενένξ, ήθελα να τον φέρω κοντά στον έλληνα αναγνώστη, γι’ αυτό έγραψα στην ελληνική γλώσσα και όχι σε μεταφρασμένα γαλλικά». Ο ίδιος απενεχοποιεί -κατά κάποιον τρόπο- πλήρως και τον αναγνώστη από τους όποιους πιθανούς ελιτίστικους δισταγμούς του να ασχοληθεί με μια αστυνομική ιστορία. Ο κ. Σωμερίτης δεν θεωρεί αυτού του είδους τη λογοτεχνία -αν και δεν κατατάσσει τα έργα με βάση τη θεματογραφία τους και μόνο- δευτερεύουσα.
Στην προκειμένη περίπτωση το ίδιο το κείμενο του γάλλου συγγραφέα δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να μείνει κανείς μόνο στην αστυνομική δράση ή την πλοκή της υπόθεσης. Ο έλληνας μεταφραστής του σπεύδει να τονίσει ότι το «Έγκλημα και μνήμη» όχι μόνο παρουσιάζει ενδιαφέρον σαν μυθιστόρημα αλλά το καλό είναι ότι ο αναγνώστης μπορεί και να προβληματιστεί, διαβάζοντάς το. Και αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Η σαγηνευτική ατμόσφαιρα του νουάρ μυθιστορήματος είναι μιας μορφής λογοτεχνικό «ντεκόρ», το ευχάριστο κλίμα που προδιαθέτει τον αναγνώστη, ώστε να μάθει την ουσία της ιστορικής αλήθειας με τρόπο όχι «εύπεπτο», όπως υποστηρίζουν κάποιοι, αλλά με μια αμεσότητα που λειτουργεί απευθείας στο θυμικό του ανθρώπου και κινητοποιεί ακαριαία της ευαισθησίες του.
«...Νωρίς το πρωί, χιλιάδες πεταμένα στο δρόμο παπούτσια, σπασμένα αντικείμενα και σκουπίδια κάθε λογής ήταν οι μόνες ενδείξεις για τις βίαιες συγκρούσεις που είχαν προηγηθεί. Βασίλευε επιτέλους η σιγή. Ένα σωστικό συνεργείο της Νομαρχίας αναζητούσε τραυματίες και νεκρούς. Χωρίς περιττές κινήσεις ή συνειδησιακά προβλήματα στοίβαζαν αδιακρίτως τα κορμιά το ένα πάνω στο άλλο.
-Εδώ ελάτε, έχουμε το δέκατο πέμπτο κουφάρι. Δεν είναι και πολύ ωραίο, έφαγε μια σφαίρα στο κεφάλι. Ε, λοιπόν; Θα ‘ρθετε επιτέλους να με βοηθήσετε;
Αναποδογύρισαν το πτώμα.
-Γαμώτο, δεν είναι αράπης! Γάλλος μοιάζει.
Ο υπεύθυνος του συνεργείου φάνηκε να μην ξέρει τι πρέπει να κάνει. Αποφάσισε να μην πάρει καμιά ευθύνη και ειδοποίησε τον προϊστάμενό του...Κατά το μεσημέρι η Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας έδωσε στη δημοσιότητα ένα επίσημο ανακοινωθέν. Έκανε λόγο για τρεις νεκρούς -εκ των οποίων ένας Ευρωπαίος-, εξήντα τέσσερις τραυματίες και έντεκα χιλιάδες πεντακόσιες τριάντα οχτώ συλλήψεις.»
Πώς να σταθεί μετά κανείς μόνο στα χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος και να απολαύσει μόνο τις αρετές του; Όταν τα γεγονότα σε προκαλούν να σκεφτείς για το φυλετικό μίσος και το πού μπορεί να οδηγήσει η έξαρσή του. Όταν έστω και από τη θέση του αναγνώστη αναγκάζεσαι να έρθεις αντιμέτωπος με τη βαρβαρότητα σε όλη της την τραγική έκταση. Ο Ντενένξ δίνει την εικόνα της φρίκης αλλά και της ματαιότητας των συγκρούσεων, σχεδόν με ένα χειρουργικό τρόπο σε όλο το μυθιστόρημα, αφήνοντας συνεχώς παράθυρα ανοιχτά στον αναγνώστη να διαπιστώσει μόνος του την ωμή βία, να δει τις πληγές και το αίμα που τρέχει, ενώ οι ανατροπές στη δράση και οι εναλλαγές των εικόνων φέρνουν πιο γρήγορα στο νου φράσεις, όπως «ατομική συνείδηση», «κοινωνική πραγματικότητα».