Με ένα βιβλίο μπορείς να έχεις τον κόσμο όλο
photo: scalidi |
Γεννήθηκα μια μέρα του Μάρτη του 1978. Κάπου εκεί στα 1982-3, διάβαζα ήδη. Τους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων που τις άφηναν διαβασμένες οι "μεγάλοι" πάνω στο πλυντήριο. Έκτοτε, κάθε μεσημέρι παραφύλαγα τον μπαμπά που έκανε τη σιέστα του, να του κλέψω την εφημερίδα μόλις εκείνη θα γλιστρούσε από τα δάχτυλά του. Έτσι άρχισε η περιπέτεια της ανάγνωσης. Ως λαθροθηρία.
Σε λίγο θα άρχιζα και να γράφω. Στα πέντεμισι που πήγα Δημοτικό άνοιξε μπροστά μου ένας μαγικός κόσμος μέσα από το Ανθολόγιο. Το έπαιρνα κάθε βράδυ και χωνόμουν στην αγκαλιά της μαμάς μου στο κρεβάτι και την παρακαλούσα να διαβάζουμε μαζί τους πρώτους μήνες. Σε λίγο θα διάβαζα μόνη, για πάντα. Και τα πάντα. Η σχολική βιβλιοθήκη στάθηκε ένας θησαυρός που περίμενε να τον ανακαλύψω. Και τον ρούφηξα μέχρι τέλους. Στα εφτά, οχτώ μου διάβαζα μανιωδώς όλα τα κλασικά. Ο Ιούλιος Βερν ήταν πια φίλος μου και συνταξιδευτής μου, "Οι τρεις σωματοφύλακες" που ήταν τέσσερις θα γίνονταν το ιδανικό μου, θα έκλαιγα ασταμάτητα με το "Χωρίς" και το "Με οικογένεια", η "Τζέην Έϋρ" ήταν το πρώτο βιβλίο που ζήτησα να μου αγοράσουν κι από κει άρχιζε η ακόμα πιο μανιώδης βιβλιοαποκτησία μου.
Που κρατάει ακόμα. Με κτηνώδεις ρυθμούς. Κανόνας χρυσός: τα τελευταία μου λεφτά πάντα γίνονται βιβλία. Και τα πρώτα, βέβαια, που απέκτησα από τη δουλειά μου στη δημοσιογραφία, βιβλία έγιναν. Μετρούσα και εξακολουθώ να το κάνω συχνά, το χρήμα με τα βιβλία. Με τόσα λεφτά παίρνεις τόσα βιβλία. Το αντίστροφο δεν ισχύει.
Με ένα βιβλίο μπορείς να έχεις τον κόσμο όλο. "Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν", "Μικρές κυρίες". Ταυτιζόμουν με τη Ζο που ήθελα και να γίνω σαν κι εκείνη. Τελικά έγινα.
Και στα Δημοτικά άρχισα να διαβάζω βιβλία ενηλίκων που δεν θα φανταζόταν κανείς. Ήμουν απολύτως ελεύθερη να ζω την αγάπη μου για τα βιβλία με όποιον ασύδοτο τρόπο επιθυμούσα. Κανένας έλεγχος από κανέναν. Έτσι διαβάστηκε ο Καζαντζάκης πολύ νωρίτερα από ό,τι ίσως θα μπορούσα και ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης και ο Μπαλζάκ και ο Φλωμπέρ και τόσοι άλλοι που θυμάμαι ότι είναι διαβασμένοι μόνο όταν τους ξανασυναντώ στο δρόμο μου.
Και τόσοι άλλοι αδιάβαστοι που με περιμένουν. Εκατομμύρια. Η δεκαετία 20-30 ήταν μια αποκάλυψη. Πέρα από την κλασική και παραδεδομένη λογοτεχνία ανοίχτηκε μπροστά μου ένας σύγχρονος κόσμος της λογοτεχνίας που αγνοούσα την ύπαρξή του. Κάπου εκεί στα 30 εξαντλήθηκε κι αυτός, άρχισα να γυρίζω πίσω στους κλασικούς. Και τσαλαβουτάω στις αναγνωστικές μου επιθυμίες με την ίδια παιδική ελευθερία και ασυδοσία. Διαβάζω συνεχώς, ό,τι θέλω και όπως το θέλω. Δεν ζω χωρίς να διαβάζω. Δεν θυμάμαι τη ζωή μου, χωρίς ένα βιβλίο, ένα οποιοδήποτε βιβλίο. Δεν έβαλα ποτέ διαχωριστικές γραμμές στα διαβάσματά μου, ποιοτικά, φτηνά, εύπεπτα, υψηλής τέχνης. Όλα τα διάβασα και τα διαβάζω. Το πάθος είναι η ανάγνωση. Ακόμη και των γραμμάτων από τις συσκευασίες των απορρυπαντικών. Η ανάγνωση των πάντων.
Έχω μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με αδιάβαστα βιβλία. Είναι το δικό μου απόθεμα γι' αυτή τη ρημαδοκρίση που ζούμε. Οι κονσέρβες που θα με κρατήσουν στη ζωή. Και η ελευθερία μου και η αισιοδοξία μου και η χαρά μου, η περιέργειά μου για το καινούριο, για το άγνωστο. Το ασφαλές μου καταφύγιο που δεν έχω επιτρέψει σε κανέναν να μου το χαλάσει. Και δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς. Τα βιβλία μου είναι μέσα μου, τα διαβασμένα και τα αδιάβαστα. Τα γραμμένα κι εκείνα που ίσως κάποτε γράψω. Ανοιχτά, περιμένουν να αναπνεύσω ανάμεσα στις σελίδες τους, να φυσήξω ελαφρά και να σκορπίσουν οι λέξεις τους μέσα μου σαν "κλέφτες".