Ανασφάλεια είναι, άμα είχαμε ασφάλεια...
photo: scalidi |
Πότε άραγε να είχα ασφάλεια;, ξαναρωτάω. Ίσως στην κοιλιά της μάνας μου, αλλά κι εκεί δεν ξέρω τι γινότανε, άσε που δεν το θυμάμαι. Δεν μπορείς να εμπιστευθείς κανέναν σ' αυτή τη ζωή για τη ζωή σου... Μετά παιδικά χρόνια, καλά πριν πάω σχολείο, προφανώς πέρναγα ζάχαρη, μετά είχα χίλια δυο θέματα. Μπαμπά, με χτύπησε ο τάδε, την πρώτη φορά που το 'πα στην πρώτη δημοτικού, ο Μπαμπάς επέπληξε λάθος παιδάκι, οπότε εκεί αποφάσισα να κάθαρίζω μόνη μου τις υποθέσεις μου. Δεν μπορείς να βασίζεσαι σε κανέναν. Ούτε καν στην οικογένειά σου, τσ, τσ, τσ. Γονείς, παιδί μου... Μετά εφηβεία, τρελή ανασφάλεια. Από μόνη της η ηλικία σε βαράει στον τοίχο με όλους σου τους φόβους.
Αλλά η ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια ήρθε με τον ερχομό μου στην Αθήνα. Όσο και να ήθελα, δεν θα καθάριζε κανείς για μένα, από το σπίτι μου, μέχρι τη ζωή μου, το μυαλό μου, τις υποθέσεις μου. Μεγάλη δύναμη αυτή να ξέρεις ότι δεν θα σε υπερασπιστεί κανείς. Μόνο εσύ έχεις αυτή την υποχρέωση, το προνόμιο, την επιθυμία, βρε αδερφέ. Ε, επειδή σε ωθεί και το ζώδιο, μπορεί να τρέχεις να υπερασπιστείς εσύ κανέναν άλλον, αλλά τρως με μαθηματική ακρίβεια τα μούτρα σου. Έτσι για να θυμάσαι τι είναι η ανασφάλεια. Μυαλό δεν θα βάλεις.
Βέβαια, βολεύεσαι κάποτε τόσο πολύ στην ανασφάλειά σου, που νιώθεις πια ασφαλής. Κάπως έτσι είμαι τώρα. Από το 2000 στην εφημερίδα βιώνω την απειλή της εργασιακής ανασφάλειας μέχρι το μεδούλι, τόσο που νιώθω πια ασφαλής, ό,τι και να προκύψει σ' αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Τώρα, λοιπόν, που η χώρα κλυδωνίζεται καθώς λένε οι αναλύσεις, εγώ δεν φοβάμαι. Ναι, δεν φοβάμαι. Φοβόμουν τα χρόνια που οι άλλοι κάνανε πάρτι -οικονομικό, ίσως και στην πλάτη μου, αλλά δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ, εγώ δούλευα μέχρι τελικής πτώσεως. Φοβόμουν μήπως δεν τα καταφέρω και δούλευα 9 το πρωί με 12.30 τη νύχτα τον πρώτο χρόνο της δουλειάς μου. Φοβόμουν και διάβαζα σαν τρελή, θυσιάζοντας τον ύπνο μου. Φοβόμουν και προσπαθούσα για ό,τι φαινόταν ακατόρθωτο, ε, λοιπόν, όλα τα κατάφερα. Αλλά έφτυσα αίμα, δεν μου δόθηκε τίποτα. Δεν ήθελα άλλωστε να μου δοθεί τίποτα, ό,τι πετυχαίνω εγώ είναι δικό μου. Τίποτα άλλο. Δεν τα θέλω, πάρτε τα, χαρείτε τα εσείς που δεν μπορείτε να κουραζόσαστε και πολύ. Εγώ μπορώ. Και κυρίως θέλω.
Και τώρα, που λες, που όλοι λένε τι κακό μας βρήκε, εγώ το καταγράφω δημοσιογραφικά, από απόσταση. Όπως όταν γράφω τα Διεθνή μου. Σαν να μιλάω για τη Γερμανία, ένα πράγμα. Έχω φτιάξει και ένα ημερήσιο πρόγραμμα κατά της κρίσης ή μάλλον της απειλής της, του φόβου της, της ανασφάλειάς της: να έχω πιο γεμάτη ζωή από ποτέ. Με όλα εκείνα που ήθελα να κάνω, με όλα εκείνα που μου ανοίγουν έναν άλλον ορίζοντα να βλέπω τη ζωή μου αλλιώς, από άλλη σκοπιά. Με διεξόδους.
Ανασφαλής, ανασφαλής η ζωή, αλλά δεν σκαμπάζει από αδιέξοδα. Σου λέει κάθε φορά: διάλεξε, εκεί είναι οι δρόμοι, πάρτους. Και τους παίρνεις τους δρόμους, άμα είναι και χωρίς λεφτά στις τσέπες. Δεν τρέχει τίποτα, ξέρεις από τέτοια. Δεν θα 'ρθει κανείς να σε σώσει, μην φοβάσαι. Ευστάθεια -του Αγίου Ευσταθίου σήμερα- δεν θα σου δώσει κανείς. Μέσα σου είναι. Στάσου όρθιος, μπορείς. Και πάρε το δικό σου δρόμο, όποιος είναι.