Πώς είναι η μοναξιά;
Πες μου. Δώσε μου μια εκδοχή της, ρε παιδί μου. Μια τόση δα εκδοχή της. Μια αχνή της εικόνα, να την έχω να πορεύομαι.
Πρωί, λάμπει ο κόσμος από την άνοιξη. Είσαι και χαρούμενη, τρομάρα σου, πας στις δημόσιες υπηρεσίες και χαμογελάς που περιμένεις, τόση ανεδαφικότητα σε δέρνει, ακούς μουσική από τα ακουστικά και χαμογελάς ηλιθίως. Σε έχει πιάσει η άνοιξη, ανυπερθέτως. Ταχυδρομείο. Ουρά. Αναμονή 30 άτομα. Τρία τέταρτα της ώρας χαρισμένα στο ταχυ-δρομείο. Αλλά απτόητη. Χαμογελάς. Ακόμα και τη στιγμή που σου είπαν ότι σχεδόν περίμενες αδίκως τρία τέταρτα τη σειρά σου, δεν ηταν αυτό το σωστό γκισέ για τους κυψελωτούς φακέλους, λαμπρά. Εσύ χαμογελάς. Κάποια στιγμη μια αναμπουμπούλα σε αναγκάζει να βγάλεις το ένα ακουστικό. Όχι ληστεία. Μην τρέχει ο νους σου. Ληστεία της μακαριότητας. Απόπειρα μόνον.
Μοναξιά. Είναι μελό η μοναξιά; Ανάθεμα. Η ηλικιωμένη γυναίκα, με τα βαμμένα ξανθά μαλλιά, τα όμορφα ταιριασμένα σαν από στυλίστρια -αλλά κάπως αφρόντιστα- ρούχα, τα βαμμένα κόκκινα νύχια και σουφρωμένα χείλη και το σώμα που τρέμει, δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, κάνει την είσοδό της. Σηκώνεται αμέσως μια κοπέλα να καθίσει. Την πιάνει, στην υποστηρίζει, την βαστάζει, την βοηθάει. Άλλη της δίνει χαρτάκι αναμονής. Και η διπλανή μεσόκοπη φρικαρισμένη από τη δική της μοναξιά που την περιμένει, ναι αυτή η άλλη με το κόκκινο κραγιόν και τη μακριά φούστα, γνέφει με μελό συγκατάβαση για το μέλλον που την απειλεί.
"Μοναξιά. Μόνον μοναξιά. Όλα μοναξιά. Όλο μοναξιά", φωνάζει απόκοσμα με τη βραχνή της φωνή η ξανθιά εκδοχή της μοναξιάς. "Μοναξιά, παιδί μου". Και περιμένει με ευχαρίστηση στην ουρά, καθήμενη στη μοναξιά της που μόλις έχει σπάσει. Δηλωμένα.
Πρωί, λάμπει ο κόσμος από την άνοιξη. Είσαι και χαρούμενη, τρομάρα σου, πας στις δημόσιες υπηρεσίες και χαμογελάς που περιμένεις, τόση ανεδαφικότητα σε δέρνει, ακούς μουσική από τα ακουστικά και χαμογελάς ηλιθίως. Σε έχει πιάσει η άνοιξη, ανυπερθέτως. Ταχυδρομείο. Ουρά. Αναμονή 30 άτομα. Τρία τέταρτα της ώρας χαρισμένα στο ταχυ-δρομείο. Αλλά απτόητη. Χαμογελάς. Ακόμα και τη στιγμή που σου είπαν ότι σχεδόν περίμενες αδίκως τρία τέταρτα τη σειρά σου, δεν ηταν αυτό το σωστό γκισέ για τους κυψελωτούς φακέλους, λαμπρά. Εσύ χαμογελάς. Κάποια στιγμη μια αναμπουμπούλα σε αναγκάζει να βγάλεις το ένα ακουστικό. Όχι ληστεία. Μην τρέχει ο νους σου. Ληστεία της μακαριότητας. Απόπειρα μόνον.
Μοναξιά. Είναι μελό η μοναξιά; Ανάθεμα. Η ηλικιωμένη γυναίκα, με τα βαμμένα ξανθά μαλλιά, τα όμορφα ταιριασμένα σαν από στυλίστρια -αλλά κάπως αφρόντιστα- ρούχα, τα βαμμένα κόκκινα νύχια και σουφρωμένα χείλη και το σώμα που τρέμει, δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, κάνει την είσοδό της. Σηκώνεται αμέσως μια κοπέλα να καθίσει. Την πιάνει, στην υποστηρίζει, την βαστάζει, την βοηθάει. Άλλη της δίνει χαρτάκι αναμονής. Και η διπλανή μεσόκοπη φρικαρισμένη από τη δική της μοναξιά που την περιμένει, ναι αυτή η άλλη με το κόκκινο κραγιόν και τη μακριά φούστα, γνέφει με μελό συγκατάβαση για το μέλλον που την απειλεί.
"Μοναξιά. Μόνον μοναξιά. Όλα μοναξιά. Όλο μοναξιά", φωνάζει απόκοσμα με τη βραχνή της φωνή η ξανθιά εκδοχή της μοναξιάς. "Μοναξιά, παιδί μου". Και περιμένει με ευχαρίστηση στην ουρά, καθήμενη στη μοναξιά της που μόλις έχει σπάσει. Δηλωμένα.