Βανίλια υποβρύχιο
Είναι πολύ λίγες οι φορές στη ζωή ενός δημοσιογράφου που εισπράττει γλύκα από τη δουλειά του. Μετρημένες στα δάχτυλα, μπορεί και του ενός του χεριού. Όσο για την ευτυχία σ' αυτή τη δουλειά, μπορεί να βρίζεις απέξω σου από το πρωί μέχρι το βράδυ την τύχη σου και το ξερό σου το κεφάλι που θέλησες να ζήσεις έτσι, αλλά είναι κάτι λίγες στιγμές που σου παρέχεται γενναιόδωρα. Η ευδαιμονία. Μέσα μέσα σου. Ίσως με τρόπο που ένας τραπεζικός υπάλληλος ή ένας λογιστής δεν θα ζήσει ποτέ. Ίσως. Και έχει να κάνει με τους ανθρώπους το ζητούμενο.
Άνθρωποι σου δίνουν αυτή τη χαρά. Σε κερνούν βανίλια υποβρύχιο, ντάλα καλοκαίρι στον ίσκιο μιας αυλής βρεγμένης κάτω να δροσίζει, με νερό κρυστάλλινο σε διάφανο ποτήρι. Είναι η ζεστασιά τους. Που σου δροσερεύει τη ζωή. Η καλή τους σκέψη. Η ωραία τους διάθεση. Που δεν θα τη βρεις αλλού. Ίσως, λέω. Ίσως. Σπάνια και στη δημοσιογραφική ζωή. Την έχω ζήσει κάτι λίγες στιγμές κι εγώ. Σε γραφεία. Γκρίζα. Με χρωματιστούς ανθρώπους.
Είναι ο υπέροχος συνάδελφος -δικαιούμαι εγώ να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη;- που στα 92 του χρόνια με παίρνει τηλέφωνο στο γραφείο για να μου πει τα νέα του. Με βηματοδότη, κάνει τα πρώτα του νέα βήματα. "Ψηφίσατε;", έχω να τον ρωτήσω, όταν μου λέει ότι μες στο μεσημέρι περπάτησε Σύνταγμα-Ομόνοια μέσα στον ήλιο και είναι μια χαρά. "Βέβαια, ψήφισα. Εσύ πήγες;", "Από χθες εγώ". Και ακούω τον εαυτό μου να μιλάει ως ίσος προς ίσο, απλώς και μόνον επειδή βρεθήκαμε μέλη της ΕΣΗΕΑ και για χρόνια μοιραζόμαστε το ίδιο γραφείο, σε έναν άνθρωπο που έχει ζήσει δημοσιογραφικά-σκιτσογραφικά τη σύγχρονη ιστορία αυτής της χώρας. Κι είναι με το γέλιο στο στόμα και το χιούμορ το αστείρευτο. "Τρελαθήκατε, μες στο μεσημέρι;", "Εμ, άμα δεν ήμουν τρελός θα ζούσα; Δεν θα ζούσα", μου αποκρίνεται παιχνιδιάρικα. Είναι ο ίδιος που όταν τον ρωτούσα τι κάνει, τις προάλλες, μου έλεγε, "Το δρομολόγιο Αθήναι-Άδης".
Υποβρύχια ζεις μέσα στο χαρτομάνι και τις λέξεις χρόνια, λες και μόνο για όταν εμφανιστεί η βανίλια στου απέναντι το βλέμμα να την πάρεις να την βυθίσεις στο ποτήρι σου. Για να δροσιστείς. Πέρυσι, τέτοια εποχή πήρα τη μεγαλύτερη και πιο συγκινητική χαρά για το βιβλίο μου -αυτό ήταν το πρώτο βραβείο με τα όλα του- από το συνάδελφο που είχε την ευγένεια, το νοιάξιμο και την υπέροχη σκέψη να μου στείλει λουλούδια και καρτούλα με αληθινές ευχές, ουσιαστικές κι όχι τυπικούρες, ενώ ήταν μακριά και δύσκολο να συγχαρεί -άλλα χάρηκε μαζί μου κι έκανε κι εμένα να χαρώ-, με το δικό του υποβρύχιο τρόπο που νοιάστηκε να βρει. Κάτι τέτοιες στιγμές -αιωρούμενες σαπουνόφουσκες που ιριδίζουν- ξέρω γιατί έγινα δημοσιογράφος και ζω υποβρυχίως ανάμεσα στα κείμενα, πίσω από τις λέξεις, μέσα στα βιβλία.