Η μέρα της σφαγής των λουλουδιών
Μποτιλιαρισμένοι στις εξόδους της πόλης, μέσα στα τσίγκινα κλουβιά με ρόδες για να ξεφύγουν από την πόλη και τον εαυτόν τους που καθρεφτίζεται στις διάφανες βιτρίνες της. Ωραίος Μάης που σε ελευθερώνει. Πώς σου το είπε η φίλη, που έχει δεσμευτεί για τα καλά, όταν της είπες ότι νιώθεις πιο ελεύθερος άνθρωπος από ποτέ; "Ναι, καταλαβαίνω τι λες. Έχω νιώσει κι εγώ έτσι μια φορά". Λαμπρά. Μαγικά. Μαγιάτικα. Να ξεφύγουν από τον κύριο στη γωνία, έξω από το ζαχαροπλαστείο, με την ηλικία ίσως του πατέρα μου και γένια σαν τα δικά του στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Μια χουφτίτσα κόκκαλα και μια στάλα σάρκα, ρημαγμένη. Τρώει ένα κουλούρι. Σε κοινή θέα. Ντράπηκα που ήμουν εγώ ο θεατής. Να άνοιγε η γη να με καταπιεί.
Οι άλλοι μέσα στα αυτοκινητάκια τους. Βρίζονται με τη γυναίκα και τα παιδιά και ίσως και την πεθερά. Κάτι τέτοιες ώρες ευγνωμονώ τη δημοσιογραφία που με θέλει στο γραφείο τις αργίες και την προηγούμενη εγώ να αργοασχολούμαι. Αντίθετα απ' όλους. Και μουντζώνονται στο φανάρι, γιατί άλλαξε γνώμη και δεν έστριψε την τελευταία στιγμή. Και ο πισινός τρελάθηκε, σε αμόκ έχει πάρει τα χέρια του από το τιμόνι και μουντζώνει. Και πατάει το γκάζι ταυτόχρονα στη στροφή. Εν εξάλλω. Έξω Μάιος. Ταλαιπωρημένα λουλούδια σε κουβάδες. Με νερά. Τα λυπάμαι σήμερα τα λουλούδια. Εγώ διέπραξα τη δική μου σφαγή στο ανθοπωλείο χθες. Με τον καινούριο ανθοπώλη που έχει όρεξη και μιλάει για τα λουλούδια και μου λέει κολπάκια για να τα διατηρώ, κι εγώ του λέω για τα λουλούδια του παππού μου που τότε κι αν τα έσφαζα μικρή. Κινέζικα γαρίφαλλα και φούξια τριαντάφυλλα να φιλτράρουν τον αέρα του σπιτιού. Σε βάζο. Στο γραφείο μια ξεραμένη φρέζια, μέσα σε νερό. Βλαστάρι που δεν άνθισε. Μου φαίνεται σήμερα έχει βγάλει ένα ξερό άνθος. Μου φαίνεται. Και τι δεν μου φαίνεται.
Τα ράδια-τηλέφωνα λένε για τις πορείες στο κέντρο. Και παίζουν "Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου", όπως περνάω από μπροστά του. Καίει. Ο κύριος στη γωνία ισχνός και μαραζωμένος περιφέρει τα χαρτόκουτά του. Και την άστεγη όψη του. Η πορεία είναι για το κέντρο, όχι για τις γωνίες, καλέ μου φίλε. Δεν είναι για σένα αυτά. Θα σε ποδοπατήσουν άμα περάσουν από μπρος σου. Θα τους εμποδίζεις. Να διαδηλώσουν. Άσε που είναι και πολύ μελό η φιγούρα σου και δεν μπορείς ούτε σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο να πρωταγωνιστήσεις (άσε το δημοσιογραφικό θέμα, θα πουν ότι κιτρινίζει). Θα πουν το συγγραφέα παρωχημένο, άμα τον διαβάσουν, θα τον πούνε φτηνό κι εύκολο, άμα σε πάρει στα χέρια του να σ' αγκαλιάσει με το λευκό του χαρτί σαν μικρό κοτοπουλάκι να σε ζεστάνει. Και στο κάτω κάτω, δεν συμφέρεις, κανέναν. Ούτε ένα συγγραφέα, πάρ' το απόφαση. Θα πρέπει να μιλάνε γι' αυτόν και να πουν όσα δεν είπαν ούτε για το Χέμινγουέι. Κι εσύ δεν τον βοηθάς καθόλου. Με τα άγρια γένια σου, το βλέμμα σου που το φοβάμαι με την ανθρωπιά του και τα χέρια σου που κρατούν λαίμαργα το κουλούρι. Μηδέν. Κουλούρι. Σε συγγραφέα και άνθρωπο. Στο λευκό χαρτί. Σαν σφαγμένο λουλούδι σε βλέπω σήμερα. Συμπάθα με. Αυτό θέλω. Να με συμπαθήσεις.
Οι άλλοι μέσα στα αυτοκινητάκια τους. Βρίζονται με τη γυναίκα και τα παιδιά και ίσως και την πεθερά. Κάτι τέτοιες ώρες ευγνωμονώ τη δημοσιογραφία που με θέλει στο γραφείο τις αργίες και την προηγούμενη εγώ να αργοασχολούμαι. Αντίθετα απ' όλους. Και μουντζώνονται στο φανάρι, γιατί άλλαξε γνώμη και δεν έστριψε την τελευταία στιγμή. Και ο πισινός τρελάθηκε, σε αμόκ έχει πάρει τα χέρια του από το τιμόνι και μουντζώνει. Και πατάει το γκάζι ταυτόχρονα στη στροφή. Εν εξάλλω. Έξω Μάιος. Ταλαιπωρημένα λουλούδια σε κουβάδες. Με νερά. Τα λυπάμαι σήμερα τα λουλούδια. Εγώ διέπραξα τη δική μου σφαγή στο ανθοπωλείο χθες. Με τον καινούριο ανθοπώλη που έχει όρεξη και μιλάει για τα λουλούδια και μου λέει κολπάκια για να τα διατηρώ, κι εγώ του λέω για τα λουλούδια του παππού μου που τότε κι αν τα έσφαζα μικρή. Κινέζικα γαρίφαλλα και φούξια τριαντάφυλλα να φιλτράρουν τον αέρα του σπιτιού. Σε βάζο. Στο γραφείο μια ξεραμένη φρέζια, μέσα σε νερό. Βλαστάρι που δεν άνθισε. Μου φαίνεται σήμερα έχει βγάλει ένα ξερό άνθος. Μου φαίνεται. Και τι δεν μου φαίνεται.
Τα ράδια-τηλέφωνα λένε για τις πορείες στο κέντρο. Και παίζουν "Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου", όπως περνάω από μπροστά του. Καίει. Ο κύριος στη γωνία ισχνός και μαραζωμένος περιφέρει τα χαρτόκουτά του. Και την άστεγη όψη του. Η πορεία είναι για το κέντρο, όχι για τις γωνίες, καλέ μου φίλε. Δεν είναι για σένα αυτά. Θα σε ποδοπατήσουν άμα περάσουν από μπρος σου. Θα τους εμποδίζεις. Να διαδηλώσουν. Άσε που είναι και πολύ μελό η φιγούρα σου και δεν μπορείς ούτε σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο να πρωταγωνιστήσεις (άσε το δημοσιογραφικό θέμα, θα πουν ότι κιτρινίζει). Θα πουν το συγγραφέα παρωχημένο, άμα τον διαβάσουν, θα τον πούνε φτηνό κι εύκολο, άμα σε πάρει στα χέρια του να σ' αγκαλιάσει με το λευκό του χαρτί σαν μικρό κοτοπουλάκι να σε ζεστάνει. Και στο κάτω κάτω, δεν συμφέρεις, κανέναν. Ούτε ένα συγγραφέα, πάρ' το απόφαση. Θα πρέπει να μιλάνε γι' αυτόν και να πουν όσα δεν είπαν ούτε για το Χέμινγουέι. Κι εσύ δεν τον βοηθάς καθόλου. Με τα άγρια γένια σου, το βλέμμα σου που το φοβάμαι με την ανθρωπιά του και τα χέρια σου που κρατούν λαίμαργα το κουλούρι. Μηδέν. Κουλούρι. Σε συγγραφέα και άνθρωπο. Στο λευκό χαρτί. Σαν σφαγμένο λουλούδι σε βλέπω σήμερα. Συμπάθα με. Αυτό θέλω. Να με συμπαθήσεις.