Η αντισυμβατικότητα του κλασικού

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 5/5/2007)

«…Τι απίθανο σύστημα κατόπτρων: αυτός καθρεφτιζόταν σ’ εμένα, εγώ καθρεφτιζόμουν μέσα σ’ αυτόν, κι έτσι ο καθένας υφαίνοντας όνειρα για λογαριασμό του άλλου, φτάναμε στο σημείο να διαμορφώνουμε προθέσεις που κανένας απ’ τους δυο μας δεν θα τολμούσε να παραδεχθεί πως ήσαν δικές του…»




«…Η τέχνη είναι ακριβώς αυτό το πράγμα: η εκλογή του καλύτερου, η απόρριψη του λιγότερο καλού* η τέχνη στηρίζεται στην πιο αυστηρή ιεραρχία των αξιών, σε μια συνεχή αξιολόγηση…» αποφαινόταν ο Βίτολντ Γκόμπροβιτς (Witold Gombrowicz), ο αντισυμβατικός πολωνός λογοτέχνης που υπερασπίστηκε τις αρχές του μέχρι το τέλος. Δεν ενέδωσε σε κανέναν και σε τίποτα. Και δεν βγήκε χαμένος, αφού η αιωνιότητα του επεφύλασσε μια θέση στους αιθέρες της. Αντικομφορμιστική προσωπικότητα ο ίδιος, έζησε μια ζωή αντάξια του περιπετειώδους χαρακτήρα του και άφησε πίσω του ένα έργο που αν και ολοκληρώθηκε, στη δεκαετία του ’60, μαζί με τη ζωή του, αποπνέει μια φρεσκάδα που θα τη ζήλευαν οι σύγχρονοι δημιουργοί. Θέλησε να υπηρετήσει την ουτοπία της Τέχνης, δηλαδή από το Μη Πραγματικό να οδηγεί τον αναγνώστη του στην Πραγματικότητα. Και το κατόρθωσε, κουβαλώντας το επαχθές βάρος του «αντί» στην ψυχή του και μετουσιώνοντάς το στο λογοτεχνικό έργο του σε ένα απαράμιλλο προσωπικό ύφος και στιλ.
Στην «Πορνογραφία» του, που επανακυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Νεφέλη –να σημειώσω το αισθητικά άρτιο και ευρηματικό εξώφυλλο-, με εξαιρετική εισαγωγή και μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη (ο ίδιος «ευθύνεται» άλλωστε και για την υπέροχη μεταφορά του έργου του Μωρίς Μπλανσώ στη γλώσσα μας), ο Γκόμπροβιτς (μία απορία που αφορά την επιμέλεια του βιβλίου, γιατί το όνομά του στο «αυτάκι» του εξωφύλλου τονιζόταν «Γκομπρόβιτς» και στο υπόλοιπο βιβλίο «Γκόμπροβιτς»;) ξεδιπλώνει με μαεστρία τις αρετές του στο κατά πολλούς κορυφαίο του έργο.

Σε ένα περιβάλλον, αγροτικό τοπίο της Πολωνίας του περασμένου αιώνα, που θυμίζει ατμόσφαιρα των διηγημάτων του Τσέχωφ, ο Γκόμπροβιτς στήνει μια ιστορία που θα μπορούσε να συλλάβει μόνο ένας διανοούμενος, αλλά την εξελίσσει σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να την καταλάβει ο καθένας. «…η γη είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν πλανήτη που μετεωριζόταν μέσα στο κενό του σύμπαντος, οι κοσμικές εκτάσεις σε έκαναν να αισθάνεσαι πολύ κοντά την παρουσία τους κι εμείς βρισκόμασταν μέσα στον εσώτατο πυρήνα αυτού του πράγματος…» Ο καθένας φυσικά που είναι σε θέση να συλλάβει το μέγεθος της ειρωνείας του δημιουργού, ο οποίος τα βάζει με όλους και με όλα: το θεό, την τέχνη, το λαό, το προλεταριάτο, τα νιάτα, τα γηρατειά, την εξουσία, την ισχύ, την αδυναμία και βεβαίως τη λαγνεία. Έγραψε ένα βιβλίο, λες για να υπερασπιστεί τους νέους, απέναντι στη διαστροφή του εκάστοτε γεροντικού θέσφατου, και το κάνει αυτό εξυψώνοντας την ανωριμότητα ως πηγή ζωής και δημιουργίας και ως απόλυτη κινητήρια δύναμη. «…Ήταν κατώτερος επειδή ήταν νέος. Ήταν ατελής επειδή ήταν νέος. Ήταν αισθησιακός επειδή ήταν νέος. Σαρκικό, επειδή ήταν νέος. Καταστροφικός, επειδή ήταν νέος. Και με όλη του τη νιότη ήταν άξιος για περιφρόνηση…»

Το 1943, λοιπόν, με τους Ναζί να έχουν εισβάλλει στην Πολωνία, «…μια απουσία γινόταν αισθητή –δεν υπήρχαν πια Εβραίοι…», ένα παράξενο δίδυμο, ο αφηγητής και ο Φρεντερίκ, φτάνουν σε ένα κτήμα της πολωνικής περιφέρειας και αναλαμβάνουν να «διαφθείρουν» δύο νεανικές ψυχές, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, προκειμένου να τα ενώσουν, γιατί έτσι πιστεύουν ότι θα αποκαταστήσουν τις ισορροπίες της φύσης…Θέλουν σώνει και καλά, χωρίς να τους το ζητήσει κανένας, να γίνουν ιδιότυποι μέντορες του ερωτισμού που δεν αποφασίζει από μόνος του φυσικά να εκδηλωθεί. Και σκορπούν τον πανικό και το χάος, καταρχάς, μέσα τους, αυτοί οι δύο ώριμοι (;) άντρες. «…διότι πρέπει να ξέρετε πως όλ’ αυτά πέσανε πάνω μου εκεί που δεν το περίμενα, έπειτα από κάτι απαίσια χρόνια που είχα περάσει, χρόνια καταπιεσμένα, εξουθενωμένα, μαύρα χρόνια κι άραχνα, ή μέχρι τρέλας εξωφρενικά. Χρόνια που στην διάρκειά τους δεν είχα αναπνεύσει παρά μόνο την μπόχα του θανάτου…»

Ο Γκόμπροβιτς επιστρατεύει τα πάντα: φιλοσοφικό στοχασμό, ψυχολογική ανάλυση, λογοτεχνικό λυρισμό, χιούμορ ανατρεπτικό, αφηγηματική δεινότητα, ειρωνεία στο απόγειό της, πλοκή που επίσης ως αναγνώστη σε αναγκάζει να παρακολουθήσεις, για να καταδυθεί στον ανθρώπινο ψυχισμό και στη συνέχεια να αναδυθεί από κει με ένα τεράστιο κέρδος για τον αναγνώστη του: απόλαυση και δέος. Αυτό το τελευταίο για την ικανότητα του συγγραφέα. Μυθιστόρημα σε μια μορφή που μόνο ο Γκόμπροβιτς μπορούσε να δώσει. Μοντέρνο μυθιστόρημα που έχει πατήσει στη στόφα του κλασικού, αλλά έχει εξελιχθεί αναπόφευκτα. «…είμαστε καταδικασμένοι να εξελισσόμαστε…»Μειδιάς και σκέφτεσαι, αγωνιάς και αναλύεις, διαβάζεις και αμφιβάλλεις. Το έδαφος τρίζει συνέχεια κάτω από τις γραμμές που περιδιαβάζουν τα μάτια σου. Άλλωστε αυτός δεν είναι ο σκοπός του μυθιστορήματος; Να σε κάνει να δεις την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της φαντασίας, προκειμένου όχι να ερμηνεύσεις τον κόσμο –αυτός ερμηνεύεται συνεχώς από ένα σωρό ειδικούς- αλλά να τον «πεις» τον κόσμο, να τον αφηγηθείς στην ολότητά του. Αυτό πετυχαίνει ο Γκόμπροβιτς τον «λέει» τον κόσμο, διερευνώντας τον από κάθε μεριά. Τον ανατέμνει χειρουργικά με το νυστέρι του προσωπικού του ύφους, για να τον αναδείξει μέσα από μια σφαιρικότητα που όλο και εκλείπει σήμερα. «…γιατί ο πόνος είναι εξίσου δυνατός στο σώμα ενός σκουληκιού όσο και στο σώμα ενός δράκοντα, ο πόνος είναι «ένας», όπως ένας είναι και ο χώρος, είναι αδιαίρετος…» Ο σαρκασμός του διαλύει. «…Άρα μην παίρνετε αέρα, βάλτε κάτω απ’ τα σκέλια την ουρά σας, κάντε μόκο, άχνα μην βγάζετε!…» Διαλύει τα αναγνωστικά νέφη, για να δεις τον κόσμο πιο καθαρά, μέσα από τα διαστρεβλωτικά κάτοπτρα του Μη Πραγματικού. Κι αυτή είναι η πιο μεγάλη του αντίδραση, η συμβολή του στην αντισυμβατικότητα, την οποία υπηρέτησε τόσο πιστά και με κόστος, αφού αν και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, κατά καιρούς απαγορεύονταν η κυκλοφορία των βιβλίων του στην ίδια του τη χώρα. «…το σκότος μπορεί να αποδεσμεύσει μέσα μας απρόοπτες αντιδράσεις…» Σκορπώντας το άναρχο προσωπικό λογοτεχνικό του χάος, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Στη θέση που έχει χώρο για την αμφιβολία, την αναρώτηση, την προσωπική αντίδραση και την υποκειμενικότητα. Άλλωστε, ο ίδιος λέει ότι μέσα από την υποκειμενικότητα μπορείς να είσαι αντικειμενικός.