"Αγαθοσύνη"




(Απόσπασμα από μια νουβέλα που παραδόξως κυοφορείται ακόμη)



"...Με ξύπνησε από τη σιωπηλή μου παρατήρηση μια κραυγή. «Πιάστε τον! Πιάστε τον!», ακούστηκε από την μπροστινή πόρτα του λεωφορείου να φωνάζει κάποιος άντρας. Είδα έναν κοντόσωμο απροσδιορίστου ηλικίας να ελίσσεται σαν αιλουροειδές ανάμεσα στους στοιβαγμένους και να φτάνει δίπλα σε μένα και τη γριά μου. Η πόρτα είχε ανοίξει για τη στάση, μετά το απότομο φρενάρισμα του οδηγού. Η γριά μου, λες κι είχε καταλάβει από πριν τι είχε συμβεί με τον πορτοφολά, έπιασε αστραπιαία κάτι που είχε μέσα στην τσέπη της και το έχωσε στην τσέπη του μπουφάν του ανυποψίαστου κλέφτη, όσο εκείνος προσπαθούσε να ξεφύγει. Και ξέφυγε, τρέχοντας σαν τον τρελό στα στενά κάτω από την Πατησίων. Ύστερα, στράφηκε σε μένα η γερόντισσα, βλέποντας την απορία στο βλέμμα μου. «Τι στο διάολο, συνεργός μια γριά για τον ατσίδα που μόλις το ‘σκασε;» σκεφτόμουν.
«Συγγνώμη, νεαρέ, αλλά κουβαλάω πάντα μαζί μου λίγο χαρτζιλίκι για όποιον το χρειαστεί. Για παν ενδεχόμενο που λένε», απευθύνθηκε σε μένα και περίμενε κάποια απόκριση. Της έγνεψα ότι δεν καταλαβαίνω.
«Παιδί μου, κλέβει για να ζήσει. Γιατί δεν το κάναμε κι εμείς; Δεν το είχαμε ανάγκη φαίνεται. Εκείνος όμως το είχε ανάγκη. Γι’ αυτό του έδωσα κάτι παραπάνω, για να μην χρειαστεί να το ξανακάνει. Τουλάχιστον σήμερα. Να βγάλει το μεροκάματο και να μη ληστέψει κι άλλον» μου εξήγησε χαμηλόφωνα. Στήλη άλατος εγώ. Καλά με δουλεύει το γερόντιον; Ρε συ, μπας και χτυπήσαμε με το κωλολεωφορείο σε καμιά κολώνα και τώρα είμαι σε καμιά γωνιά του Παραδείσου και μου μιλάει καμιά αγία; Τι αμαρτίες πληρώνω επιτέλους να βλέπουν τα ματάκια μου αγαθοσύνες;..."