«Υπάρχει πάντα άσυλο στην ψυχή του άλλου»
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 21/4/2007)
«…Θυμόταν καθαρά μια πεποίθηση που έτρεφε στα είκοσί της: ότι αν όλη η οικογένεια μιλήσει με ειλικρίνεια, θα βγουν όλοι μαζί, με φουσκωμένα από το κλάμα μάτια, στο φως…»
Άρωμα από «μαύρη ορχιδέα», εκείνο που υποθάλπει τα κρυμμένα μυστικά –οικογενειακά στη συγκεκριμένη περίπτωση- και τροφοδοτεί τις ψυχικές εντάσεις, αναβλύζει το τελευταίο μυθιστόρημα της Zadie Smith «Στην ομορφιά που χάνεται» (On Beauty) που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση από την Μπελίκα Κουμπαρέλη. Η αγάπη είναι η ομορφιά, είναι ο κινητήριος μοχλός των πάντων. Και δη η αγάπη που δεν βρίσκει τρόπο να εκφραστεί, που σκοντάφτει στον εγωισμό και τη συναισθηματική αναπηρία ή ανικανότητα.
Γι’ αυτή την αγάπη, είτε που εκλείπει αργόσυρτα είτε που αναζητείται ως φλέγουσα πηγή ζωής, γίνονται όλα: Κατασπαράζονται ψυχικά μεταξύ τους μέλη οικογενειών. Βιώνουν τη διαρκή ματαίωση και αποτυχία, μέσω των προσωπικών επιλογών τους, εκπρόσωποι του ακαδημαϊκού κόσμου. Άλλοι καταφεύγουν στη μονοσήμαντη αισθητική θεώρηση του κόσμου για να κρυφτούν πίσω από τις θεωρίες τους, προκειμένου να μην δουν ότι δεν ζουν ή ότι δεν είναι ικανοί να αγαπήσουν ή να εισπράξουν την αγάπη των άλλων. Και κάποιοι άλλοι οχυρώνονται πίσω από κοινωνικά τείχη, φυλετικές ταυτότητες, οικονομικά status και επαγγελματική καταξίωση ή απαξίωση, προκειμένου να πείσουν τον ίδιο τους τον εαυτό ότι αγαπάνε. «…Η βαρβαρότητα του κόσμου βασίζεται κυρίως στη χαραμισμένη ενέργεια…» Η σύγχρονη βαρβαρότητα είναι εδώ και ορίζεται ως η πλήρης αποχή από την αγάπη ή ως η απόλυτη έλλειψή της. Η ενέργεια που χάθηκε, που δεν διοχετεύτηκε ποτέ, δεν αντλήθηκε ίσως, είτε από φόβο είτε από δειλία είτε από τέλεια άμυνα και αντίσταση στη ζωογόνο ουσία της. «…Πονάει να βλέπεις αυτό που δεν μπορείς να αποκτήσεις…»
Αυτό είναι το μεδούλι που επιλέγει να φτάσει στο βάθος του η Zadie Smith. Τα υπόλοιπα, όπως ο κοινωνικός προβληματισμός, ο φιλοσοφικός στοχασμός και ο ακαδημαϊσμός με τα δεινά και τα οφέλη του, αποτελούν ένα ισχυρό αισθητικό περιτύλιγμα στο μυθιστόρημά της. Γι’ αυτό ίσως κάποιοι καταλογίζουν στη λογοτέχνη ελαφρότητα. Μόνον ελαφρότητα, όμως, δεν συνιστούν τα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας, οι φυλετικές διακρίσεις, ο ρατσισμός και οι πτυχές και οι εκφάνσεις του στην καθημερινότητα των αμερικανών πολιτών. Οι διαρκείς συγκρουσιακές σχέσεις τίθενται στο μικροσκόπιο της Smith τις οποίες ανατέμνει αριστοτεχνικά μέσα από διαλογικά μέρη που λειτουργούν αποκαλυπτικά για τον αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα δίνουν το ρυθμό της εποχής –πότε χιπ-χοπ, πότε ρυθμ εν μπλουζ- που έχει αποφασίσει να τοποθετήσει την πλοκή της ιστορίας της. «Είμαστε το ανάθεμα των παιδιών μας» Το χάσμα των γενεών καραδοκεί, όπως και το χάσμα που διανοίγει ο παμφάγος χρόνος ανάμεσα σε συζύγους που βρίσκονται για τριάντα χρόνια και πλέον μαζί. Η αντιπαλότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και η γοητεία αυτής της αντιθετικής άλλοτε και άλλοτε συμπληρωματικής σχέσης κυριαρχεί. «…Οι άντρες κινούνται με το μυαλό κι εμείς με το σώμα, μας αρέσει δε μας αρέσει…»Η παρατηρητικότητα της συγγραφέως είναι καταλυτική, όπως και η διεισδυτικότητά της στο να αποδίδει την ατμόσφαιρα ζευγαριών, περιγράφοντας τις συνθήκες και τις συμβάσεις της ζωής τους, μέσα από τις μικρές καθημερινές εκδηλώσεις της αγάπης που χάθηκε, της αγάπης που αναζητείται, της αγάπης που δίνει ο ένας και ο άλλος τελικά δεν ήταν ποτέ σε θέση, όχι απλώς να διακρίνει, αλλά και να μετουσιώσει σε δική του αγάπη προς τον απέναντι. «…Η απώλεια της αγάπης στο ένα μέρος της ζωής του έκανε το άλλο του μισό να νιώθει μεγάλη παγωνιά…» Μάλιστα, σε αυτό το επίπεδο, η γεννηθείσα το 1975 δημιουργός μου θύμισε τη γλαφυρότητα του Τζον Απντάικ στα «Χωριά» του. «…Ένιωθε ότι αυτό το μίσος των γυναικών για το σώμα τους κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα και μόλυνε τα πάντα…»
Αναμφίβολα, η Zadie Smith έχει κάτι από τη στόφα των μεγάλων συγγραφέων, αφού σε καθηλώνει ως αναγνώστη, με κείνη τη μοναδικότητα που κατέχουν οι μεγάλοι σύγχρονοι αμερικανοί λογοτέχνες, όπως ο Ροθ και ο Απντάικ. Ωστόσο, αυτό το βιβλίο της που αναφέρεται ως «το έργο της ωριμότητάς της» τελειώνει κάπως άγαρμπα και άκομψα, ενώ έχει σημεία που αναρωτιέσαι τι εξυπηρετούν, καθώς πλατειάζει και σίγουρα θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο σύντομο, για να μην χάνει το κείμενο το σφρίγος του. Φοβάμαι ότι η απόδοση του βιβλίου της στα ελληνικά χωλαίνει σε κάποια σημεία και στερεί από την ομορφιά του κειμένου, καθώς ο αναγνώστης παρατηρεί σημεία που του αποσπά την προσοχή η μετάφραση και όχι αυτό καθεαυτό το λογοτέχνημα. Υποψιάζομαι ότι αυτό οφείλεται στη δυσκολία μεταφοράς στα ελληνικά (αυτό το «τι στο διάτανο» δεν μπόρεσα να τον αντιπαρέλθω) και απόδοσης πιστής της καθημερινής γλώσσας και των ιδιωματισμών που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι νέοι. Το υπέροχο εξώφυλλο είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ ελκυστικό στοιχείο και συγκαταλέγεται στα θετικά της ελληνικής έκδοσης. Είναι από τα βιβλία που χαίρομαι να έχω στη βιβλιοθήκη μου ή πάνω στο γραφείο μου και να τα χαζεύω απλώς.
«…Ζήτησε από τους φοιτητές του να φανταστούν την ομορφιά ως τη μάσκα που φοράει η δύναμη…”Η τέχνη είναι ο δυτικός μύθος παρηγορίας και δημιουργίας του εαυτού”…» Η γραφή της Smith είναι δυνατή με την έννοια ότι προσφέρει και παραμυθία στον αναγνώστη, αλλά και η λογοτεχνία στα χέρια της αποκτά το ένδυμα ή το όχημα εκείνο που θέλει η ομορφιά για να αναδείξει τη χάρη της. Κι αυτό γιατί η συγγραφέας ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στη λογική και την ευαισθησία, ξέρει να ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ουσία που χρειάζεται να αποκρυσταλλώνει στη μυθιστορηματικής της ανάπλαση και αναδημιουργία. Και βάζει τον αναγνώστη να συμμετέχει με μαεστρία, στήνοντας τον ιστό των ψυχικών τοπίων που κουβαλούν φορτία γνώριμα και σημαντικά. «…Ο χρόνος δεν υπάρχει αυτόνομα αλλά μέσω των συναισθημάτων μας…»
Ξεχωρίζει, από τις φιγούρες και τους χαρακτήρες των ηρώων της, η Σαρλίν Κιπς, αυτή η στωική γυναίκα που αντιπροσωπεύει την «ομορφιά που χάνεται» όντως, καθώς και την κομψότητα του μέτρου και του χρυσού κανόνα του. Η φιλία της με τη γυναίκα του «αντίπαλου στρατοπέδου», της οικογένειας που βρίσκονται σε μια άτυπη διαμάχη, λόγω του αντρικού ανταγωνισμού και του υπερβάλλοντος εγωτισμού, είναι από τα πιο όμορφα λογοτεχνικά στιγμιότυπα του βιβλίου. «…Η φιλία φέρνει ανοχή και δεκτικότητα…» Όσο για τη συνεχή αντιπαραβολή Ευρώπης- Αμερικής (Γηραιά Ήπειρος- Νέα Γη), η αγάπη και την τέχνη της αγάπης είναι αυτή που διέπει κι αυτή τη διελκυστίνδα, με κριτή στη μέση την Τέχνη να βγαίνει η μόνη κερδισμένη από την «εμπόλεμη» κατάσταση των δύο πολιτισμών (αλήθεια, δύο είναι τώρα πια;) «…όταν έχεις επιλέξει στόχο, αποκτάς και την ικανότητα να τον πετύχεις κι έτσι έρχεται το ταίριασμα…»