Οι άστεγοι των Αθηνών
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 23/3/2007)
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μαθαίνω τι γράφουν οι άνθρωποι της γενιάς μου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Με ενδιαφέρουν οι καταβολές τους οι λογοτεχνικές, η συγγραφική τους οπτική στα πράγματα και δη τα καθημερινά. Με ενδιαφέρει να ξέρω πώς σκέφτονται και γιατί σκέφτονται έτσι. Με ενδιαφέρει ο τρόπος που γράφουν και το τι θέλουν να πουν κάθε φορά.
Υπό αυτό το πρίσμα, διάβασα το «Αστεγοσκόπιο» του Γιάννη Ζευγώλη που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος και που πρόκειται για μια σειρά αφηγημάτων με κοινό θέμα, όπως είναι προφανές και από τον τίτλο, τους άστεγους των Αθηνών (αλλά και όσους αισθάνονται άστεγοι). Είναι μια φροντισμένη έκδοση με ενδιαφέρουσα εικονογράφηση του ζωγράφου Βαλμπονά Τσανάκου.
Ο Γιάννης Ζευγώλης έχει γεννηθεί το 1978 και ήθελα να δω τι βλέπει αυτός ο άνθρωπος που έχουμε γεννηθεί την ίδια χρονιά, από την πραγματικότητα γύρω του και με ποιον τρόπο αποφασίζει να την αναπλάσει λογοτεχνικά. Καταρχάς, είναι υπέρ του που πρώτα απ’ όλα βλέπει τους άστεγους -για πολλούς δεν υπάρχουν στο οπτικό τους πεδίο- και δεύτερον που αποφασίζει να τους αντιμετωπίσει με περίσσια ευαισθησία. «...Ήταν σαν να βάδιζε παράλληλα με ό,τι συνέβαινε στη ζωή. Μπορούσε να πάρει μέρος σε κάτι, μόνο όταν αυτό τελείωνε...»
Ο κίνδυνος με ένα τέτοιο θέμα ήταν να γίνει μελό. Οι ιστορίες του δεν γίνονται μελό, καθώς διατηρούν την πρωτοτυπία και την ευρηματικότητά τους. «...Ζητούσαν κι ένα σύντομο βιογραφικό και το δικό μας ήταν πολύ ανταγωνιστικό. Ήμουν σίγουρος ότι δύσκολα θα βρισκόταν οικογένεια να έχει βιογραφικό με περισσότερες κακουχίες...» Όμως, βρήκα συχνά τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, να υποπίπτει σε ορισμένα σημεία σε μελοδραματισμούς κοινότοπους. Η αμηχανία της γλώσσας ήταν που με ξένισε και πάλι -το τονίζω- σε ορισμένα σημεία και αποδυνάμωνε και τα αφηγήματα ενίοτε. Στα δυνατά στοιχεία του Ζευγώλη συγκαταλέγονται τα κείμενα σε διαλογική μορφή που κατορθώνουν να στέκουν πιο στιβαρά και μεστά, να ξεχωρίζουν θετικά ανάμεσα στις υπόλοιπες ιστορίες του. Προσωπικά μου άρεσε ιδιαίτερα το «Άστεγοι κατά παραγγελία», καθώς και το «Ελεύθερος έρωτας». Το πικρό χιούμορ του δημιουργού είναι καταλυτικό όπου εμφανίζεται, το ίδιο και ο σαρκασμός και η ειρωνεία του. «πρόσεχε ποιον κάδο χτυπάς, γιατί μπορεί να μένει κάποιος μέσα»
Τα σημεία όπου παρεκτρέπεται σε οφθαλμοφανή υπαρξιακά, το παράδοξο είναι ότι δεν «βαραίνουν» το κείμενο, αλλά δυστυχώς του αφαιρούν κάτι απ’ τη σοβαρότητα του αρχικού ζητήματος που πραγματεύεται. «...Δεν ήμουν άστεγος, αλλά ένιωθα μόνος εκείνη την περίοδο. Τώρα νιώθω περισσότερο μόνος. Όταν θα φτάσω να είμαι πολύ μόνος, μάλλον θα θεωρούμαι κι εγώ άστεγος...»
Ακριβώς, επειδή πρόκειται για ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, που δεν είναι απλώς φαινόμενο οι άστεγοι, αλλά πραγματικότητα θλιβερή που αφορά ψυχές και σώματα ανθρώπων, πιστεύω ότι χρειαζόταν μια πιο έντονη γλώσσα όχι ίσως σε πρώτη ανάγνωση, αλλά στην επιλογή της κάθε λέξης ξεχωριστά που απαιτεί βαρύτητα και αν μη τι άλλο αποτελεσματικότητα για να ευαισθητοποιηθεί ο αναγνώστης, αλλά και να γίνει ικανός -αν δεν βλέπει γύρω του μέχρι τώρα- να στρέψει το βλέμμα του και να δει τους ανθρώπους με συμπάθεια και ειλικρινές ενδιαφέρον, όχι οίκτο. «...Φαντάστηκα ένα τροχόσπιτο, που ήταν ικανό να στεγάσει όλες τις ψυχές που βρίσκονταν εκεί. Ένα όνειρο που θα κατάφερνε να καταπραϋνει τον πόνο των ονειροπόλων...»
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μαθαίνω τι γράφουν οι άνθρωποι της γενιάς μου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Με ενδιαφέρουν οι καταβολές τους οι λογοτεχνικές, η συγγραφική τους οπτική στα πράγματα και δη τα καθημερινά. Με ενδιαφέρει να ξέρω πώς σκέφτονται και γιατί σκέφτονται έτσι. Με ενδιαφέρει ο τρόπος που γράφουν και το τι θέλουν να πουν κάθε φορά.
Υπό αυτό το πρίσμα, διάβασα το «Αστεγοσκόπιο» του Γιάννη Ζευγώλη που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος και που πρόκειται για μια σειρά αφηγημάτων με κοινό θέμα, όπως είναι προφανές και από τον τίτλο, τους άστεγους των Αθηνών (αλλά και όσους αισθάνονται άστεγοι). Είναι μια φροντισμένη έκδοση με ενδιαφέρουσα εικονογράφηση του ζωγράφου Βαλμπονά Τσανάκου.
Ο Γιάννης Ζευγώλης έχει γεννηθεί το 1978 και ήθελα να δω τι βλέπει αυτός ο άνθρωπος που έχουμε γεννηθεί την ίδια χρονιά, από την πραγματικότητα γύρω του και με ποιον τρόπο αποφασίζει να την αναπλάσει λογοτεχνικά. Καταρχάς, είναι υπέρ του που πρώτα απ’ όλα βλέπει τους άστεγους -για πολλούς δεν υπάρχουν στο οπτικό τους πεδίο- και δεύτερον που αποφασίζει να τους αντιμετωπίσει με περίσσια ευαισθησία. «...Ήταν σαν να βάδιζε παράλληλα με ό,τι συνέβαινε στη ζωή. Μπορούσε να πάρει μέρος σε κάτι, μόνο όταν αυτό τελείωνε...»
Ο κίνδυνος με ένα τέτοιο θέμα ήταν να γίνει μελό. Οι ιστορίες του δεν γίνονται μελό, καθώς διατηρούν την πρωτοτυπία και την ευρηματικότητά τους. «...Ζητούσαν κι ένα σύντομο βιογραφικό και το δικό μας ήταν πολύ ανταγωνιστικό. Ήμουν σίγουρος ότι δύσκολα θα βρισκόταν οικογένεια να έχει βιογραφικό με περισσότερες κακουχίες...» Όμως, βρήκα συχνά τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, να υποπίπτει σε ορισμένα σημεία σε μελοδραματισμούς κοινότοπους. Η αμηχανία της γλώσσας ήταν που με ξένισε και πάλι -το τονίζω- σε ορισμένα σημεία και αποδυνάμωνε και τα αφηγήματα ενίοτε. Στα δυνατά στοιχεία του Ζευγώλη συγκαταλέγονται τα κείμενα σε διαλογική μορφή που κατορθώνουν να στέκουν πιο στιβαρά και μεστά, να ξεχωρίζουν θετικά ανάμεσα στις υπόλοιπες ιστορίες του. Προσωπικά μου άρεσε ιδιαίτερα το «Άστεγοι κατά παραγγελία», καθώς και το «Ελεύθερος έρωτας». Το πικρό χιούμορ του δημιουργού είναι καταλυτικό όπου εμφανίζεται, το ίδιο και ο σαρκασμός και η ειρωνεία του. «πρόσεχε ποιον κάδο χτυπάς, γιατί μπορεί να μένει κάποιος μέσα»
Τα σημεία όπου παρεκτρέπεται σε οφθαλμοφανή υπαρξιακά, το παράδοξο είναι ότι δεν «βαραίνουν» το κείμενο, αλλά δυστυχώς του αφαιρούν κάτι απ’ τη σοβαρότητα του αρχικού ζητήματος που πραγματεύεται. «...Δεν ήμουν άστεγος, αλλά ένιωθα μόνος εκείνη την περίοδο. Τώρα νιώθω περισσότερο μόνος. Όταν θα φτάσω να είμαι πολύ μόνος, μάλλον θα θεωρούμαι κι εγώ άστεγος...»
Ακριβώς, επειδή πρόκειται για ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, που δεν είναι απλώς φαινόμενο οι άστεγοι, αλλά πραγματικότητα θλιβερή που αφορά ψυχές και σώματα ανθρώπων, πιστεύω ότι χρειαζόταν μια πιο έντονη γλώσσα όχι ίσως σε πρώτη ανάγνωση, αλλά στην επιλογή της κάθε λέξης ξεχωριστά που απαιτεί βαρύτητα και αν μη τι άλλο αποτελεσματικότητα για να ευαισθητοποιηθεί ο αναγνώστης, αλλά και να γίνει ικανός -αν δεν βλέπει γύρω του μέχρι τώρα- να στρέψει το βλέμμα του και να δει τους ανθρώπους με συμπάθεια και ειλικρινές ενδιαφέρον, όχι οίκτο. «...Φαντάστηκα ένα τροχόσπιτο, που ήταν ικανό να στεγάσει όλες τις ψυχές που βρίσκονταν εκεί. Ένα όνειρο που θα κατάφερνε να καταπραϋνει τον πόνο των ονειροπόλων...»