Στα «κοχλάζοντα καζάνια» της συγγραφής
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 3/3/2007 στη Φιλολογική Βραδυνή)
Πρόκειται για ένα βιβλίο που κυριολεκτικά καταβρόχθισα. Από πρόθεση φυσικά (συγγραφική). Και από ανησυχία να δω αν θα βρω απαντήσεις σε όλα εκείνα που με βασανίζουν, όταν γράφω. Απαντήσεις για τις αρχικές ερωτήσεις μου δεν μπορώ να πω ότι μου δόθηκαν, αλλά αποκόμισα κάτι πιο σπουδαίο: την κοινή αγωνία που μοιράζομαι και με άλλους ανθρώπους κι ας μην τους γνωρίζω. «...Μοιάζουμε με εκείνες τις ομάδες αλληλοστήριξης των αλκοολικών, που μαζεύονται για να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους και να ανταλλάξουν μικρές ανακαλύψεις που έκανε ο καθένας μόνος του, παλεύοντας με το πάθος του. Γιατί και το γράψιμο ένα πάθος είναι...», διαπιστώνει εύστοχα η Πόλυ Μηλιώρη στο βιβλίο της, με τίτλο «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ για μελλοντικούς ομότεχνους», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Μπορεί να έψαχνα για απαντήσεις γενικές, αλλά βρήκα εντελώς ειδικές. Όσο διάβαζα το βιβλίο, έστηνα τον ιστό μιας ιστορίας που σκοπό έχω να βάλω στο χαρτί. Τι μεγαλύτερο κέρδος ήθελα από ένα βιβλίο, όταν λειτούργησε στην πράξη ως εγχειρίδιο που νοερά ακολούθησα τα βήματά του και βρέθηκα στο δικό μου μονοπάτι της σκέψης που θέλει να αποτυπωθεί και με λογοτεχνική μορφή;
Ανακάλυψα ότι πολλά από τα στάδια αυτής της λειτουργίας της δημιουργικής γραφής που προτείνει και αναλύει η δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου, τα έχω περάσει και τα έχω δει υποσυνείδητα να μου συμβαίνουν, απλώς εδώ τα βρήκα κωδικοποιημένα και συγκεντρωμένα. Αυτό σε κάνει να νιώθεις λιγότερο μόνος σ’ αυτή τη διαδικασία που υποβάλλεις τον εαυτό σου, όταν αποφασίζεις να γράφεις. Όπως σημειώνει και η ίδια, «...το να σου αρέσει να γράφεις είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να γίνεις λογοτέχνης...».
Το βιβλίο, λοιπόν, όπως δηλώνει από τον τίτλο του ήδη, είναι γραμμένο σαν από μια συναδελφική έγνοια για κείνον τον άλλον το μόνο που κάθεται σκυμμένος πάνω από το γραφείο και παλεύει με τις λέξεις. Είναι η ματιά ενδιαφέροντος που σου ρίχνει ο επιβεβαιωμένος ομότεχνος από την κουίντα της συγγραφικής εμπειρίας, όταν εσύ βράζεις στο καζάνι του ίδιου πάθους.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που κυριολεκτικά καταβρόχθισα. Από πρόθεση φυσικά (συγγραφική). Και από ανησυχία να δω αν θα βρω απαντήσεις σε όλα εκείνα που με βασανίζουν, όταν γράφω. Απαντήσεις για τις αρχικές ερωτήσεις μου δεν μπορώ να πω ότι μου δόθηκαν, αλλά αποκόμισα κάτι πιο σπουδαίο: την κοινή αγωνία που μοιράζομαι και με άλλους ανθρώπους κι ας μην τους γνωρίζω. «...Μοιάζουμε με εκείνες τις ομάδες αλληλοστήριξης των αλκοολικών, που μαζεύονται για να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους και να ανταλλάξουν μικρές ανακαλύψεις που έκανε ο καθένας μόνος του, παλεύοντας με το πάθος του. Γιατί και το γράψιμο ένα πάθος είναι...», διαπιστώνει εύστοχα η Πόλυ Μηλιώρη στο βιβλίο της, με τίτλο «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ για μελλοντικούς ομότεχνους», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Μπορεί να έψαχνα για απαντήσεις γενικές, αλλά βρήκα εντελώς ειδικές. Όσο διάβαζα το βιβλίο, έστηνα τον ιστό μιας ιστορίας που σκοπό έχω να βάλω στο χαρτί. Τι μεγαλύτερο κέρδος ήθελα από ένα βιβλίο, όταν λειτούργησε στην πράξη ως εγχειρίδιο που νοερά ακολούθησα τα βήματά του και βρέθηκα στο δικό μου μονοπάτι της σκέψης που θέλει να αποτυπωθεί και με λογοτεχνική μορφή;
Ανακάλυψα ότι πολλά από τα στάδια αυτής της λειτουργίας της δημιουργικής γραφής που προτείνει και αναλύει η δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου, τα έχω περάσει και τα έχω δει υποσυνείδητα να μου συμβαίνουν, απλώς εδώ τα βρήκα κωδικοποιημένα και συγκεντρωμένα. Αυτό σε κάνει να νιώθεις λιγότερο μόνος σ’ αυτή τη διαδικασία που υποβάλλεις τον εαυτό σου, όταν αποφασίζεις να γράφεις. Όπως σημειώνει και η ίδια, «...το να σου αρέσει να γράφεις είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να γίνεις λογοτέχνης...».
Το βιβλίο, λοιπόν, όπως δηλώνει από τον τίτλο του ήδη, είναι γραμμένο σαν από μια συναδελφική έγνοια για κείνον τον άλλον το μόνο που κάθεται σκυμμένος πάνω από το γραφείο και παλεύει με τις λέξεις. Είναι η ματιά ενδιαφέροντος που σου ρίχνει ο επιβεβαιωμένος ομότεχνος από την κουίντα της συγγραφικής εμπειρίας, όταν εσύ βράζεις στο καζάνι του ίδιου πάθους.