Όσο υπάρχουν …βιβλία, υπάρχει ελπίδα…
(H συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 12/5/2007 στη Φιλολογική Βραδυνή)
«…Ξέρεις, το πρόβλημα του χώρου απασχολούσε κι απασχολεί συνεχώς όλους τους βιβλιόφιλους. Έχω σκεφτεί ένα σχετικό αξίωμα: Όσο χώρο και να ‘χεις, πάντα θα είναι μικρότερος από τα βιβλία σου. Τόσο στην καρδιά σου, όσο και στο μυαλό σου, και φυσικά, στο σπίτι σου…» (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ)
Με αφόπλισε ο απλός και ευθύβολος τρόπος που απάντησε στις ερωτήσεις μου. Στην πραγματικότητα τις «εξουδετέρωσε» και τις «καθάρισε», όπως πράττει και με τους λογοτεχνικούς του ήρωες, όταν χρειάζεται, στα βιβλία που γράφει. Είναι η ευκολία του αυτή να αντιτίθεται στη σοβαροφάνεια και να την υπονομεύει αποτελεσματικά. Κάνει το ίδιο και στα βιβλία του. Αποστάζει μόνο την ουσία και την απολύτως απαραίτητη πλοκή, χωρίς να πελαγοδρομεί σε προσωπικά αδιέξοδα, αντίθετα με την τάση πολλών νεοελλήνων δημιουργών.
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας καταπιάστηκε με ένα απολύτως βιβλιοφιλικό θέμα, στο τελευταίο του βιβλίο «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» που κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, χρησιμοποιώντας το προσωπικό του μεγάλο ατού: την ισχυρή πλοκή και την αστυνομική περιπέτεια. Η μεγάλη του έννοια ήταν ο αναγνώστης και το πώς θα τον διευκολύνει να απολαύσει μια ιστορία μυστηρίου. Γι’ αυτό το τελευταίο, βγήκε ασπροπρόσωπος, καθώς καταφέρνει να κρατάει τον αναγνώστη του σε αγωνία μέχρι και το τέλος που επιφυλάσσει μια καινοτομία: στην ουσία θυμίζει τα extras από τα DVDs των ταινιών, καθώς πρόκειται για ένα τμήμα του βιβλίου περιορισμένο, το οποίο αποκρύπτεται από το βλέμμα του αναγνώστη, μέχρι και το πέρας της ιστορίας, για να προστεθεί στο τέλος ως περικοπή, με στόχο να ξεδιαλύνει και την παραμικρή λεπτομέρεια της υπόθεσης.
Ο Μαμαλούκας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη του, όχι μόνο με τα παιχνίδια της δομής του κειμένου του, αλλά και με μικρά αποφθεγματικά «διαμαντάκια», στα οποία είναι φειδωλός, αλλά καίριος. «…Μόνο οι ματιές και οι σκέψεις είναι αθόρυβες…». Είναι παραμυθάς και δεν αποποιείται το χαρακτηρισμό – να σημειώσω ότι δια ζώσης είναι απαράμιλλος ο τρόπος που διηγείται, γι’ αυτό και πετυχαίνει να έχει ανάλογο ρυθμό και η λογοτεχνική του αφήγηση- , δεν είναι φιλοδοξία του να γίνει ο νέος Καζαντζάκης, αλλά προσγειωμένα θέλει να μπορεί να γράφει τις ιστορίες του, όπως δηλώνει. Μόνον αυτό.
«…Νιώθει πως το ένστικτο του λύκου, της επιβίωσης, τον έχει κυριεύσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Νιώθει πως πρέπει να πολεμήσει για να σωθεί. Στην ανάγκη, να σκοτώσει…» Οι λογοτεχνικές του προτιμήσεις και καταβολές εντοπίζονται στο pulp αμερικανικό μυθιστόρημα (Ρέιμοντ Τσάντλερ, Χάμετ κλπ.), τους κλασικούς της αστυνομικής λογοτεχνίας, Κόναν Ντόυλ και Άγκαθα Κρίστι και εννοείται του αρέσει ο Στίβεν Κινγκ. Πέρα από τα θρίλερ, τις περιπέτειες και τις αστυνομικές ιστορίες, αγαπά τους ρώσους κλασικούς, όπως Ντοστογιέφσκι και Τσέχοφ, του αρέσουν οι ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Μπωντλαίρ, ο Πρεβέρ, ο Καμύ και ο Σαρτρ, ο Χέμινγουέι και ο Μπουκόφκσι.
Με τη δική του γραφή, ο Δημήτρης Μαμαλούκας καταδύεται στο σκοτεινό ψυχισμό των χαρακτήρων που επινοεί, χωρίς να αφήνει απέξω τις δικές του εμμονές: γρήγορα αυτοκίνητα, όμορφες γυναίκες, η Ιταλία, και τα ουίσκι. Οι ήρωές του για τον ίδιο αποτελούν ένα ολόκληρο προσωπικό σύμπαν που δημιουργεί και συντηρεί η φαντασία του, ως έναν πυλώνα διαφύλαξης της ευαισθησίας του και επιβίωσης του προσωπικού στοιχείου σ’ αυτή την ισοπεδωτική εποχή που ζούμε. Παραφράζοντας τον τίτλο του πρώτου βιβλίου του, «Όσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα», για τον Δημήτρη Μαμαλούκα, όσο υπάρχουν βιβλία υπάρχει ελπίδα.
Ποιο ήταν το αρχικό κίνητρο ή ερέθισμα για να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα;
Καταρχάς, η αγάπη προς το παλαιό βιβλίο και η βιβλιοφιλία εν γένει, συνδυαζόμενη με ένα μοντέρνο αστυνομικό θρίλερ, κατά κάποιον τρόπο.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Δημήτριος Μόστρας;
Εμπνεύστηκα από μία επιστημονική εργασία της κυρίας Δρούλια γύρω από το Δημήτριο Μόστρα και τη χαμένη βιβλιοθήκη του. Ο Μόστρας ήταν ένας γραμματικός του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, Ιγνατίου και γύριζε όλη την τότε Ευρώπη –είμαστε στις αρχές του 1800- μαζί με το Μητροπολίτη και είχε την τρέλα του συλλέκτη, μάζευε σπάνια βιβλία και ελληνικά και παλιά, με σκοπό να τα χαρίσει στο ελληνικό έθνος, όταν αυτό αποκτούσε την ελευθερία του. Ο αδερφός του ήταν έμπορος, ήταν πολύ πλούσιος και ο ίδιος είχε ένα πολύ υψηλό μισθό και αγόραζε συνεχώς απ’ όπου κι αν βρισκόταν, βιβλία. Κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε στην Πίζα και συγκέντρωσε εκεί όλη τη βιβλιοθήκη του, που, κατά τις ιστορικές πηγές, κατά την κυρία Δρούλια δηλαδή, ξεπερνούσε τους 12.000 τόμους. Ήταν μια συλλογή πολύ διάσημη στην εποχή της, την επισκέπτονταν πρεσβευτές και διπλωμάτες. Δυο-τρεις φορές ο Μόστρας αρνήθηκε προτάσεις να την πουλήσει, με σκοπό να την δωρίσει στο ελληνικό κράτος. Πέρασαν τα χρόνια, κάποια στιγμή κατέβηκε ο Μόστρας στην Κέρκυρα και εκεί πέρα πούλησε το μεγαλύτερο μέρος στη Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας τελικά. Δυστυχώς όμως, η βιβλιοθήκη καταστράφηκε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πυρπολήθηκε η Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. Σήμερα δεν σώζεται ούτε ένας κατάλογος του τι βιβλία περιείχε η βιβλιοθήκη του Μόστρα. Ξέρουμε από γράμματα ότι περιείχε και πολύ σπάνια χειρόγραφα, κώδικες και βιβλία. Παραμένει χαμένη. Απλώς υπάρχουν ορισμένα βιβλία με το βιβλιόσημό του, στα μουσεία, στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχει ένα χειρόγραφο. Από εκεί εμπνέομαι εγώ και βάζω κάποιους στο 2005 να ψάχνουν να βρουν τα σπάνια βιβλία το Μόστρα, τα οποία είναι κρυμμένα κάπου.
Είστε συλλέκτης εσείς;
Εγώ μαζεύω γενικά μελέτες και βιβλιογραφίες για την ιστορία του βιβλίου. Συγκεντρώνω και κάποια παλιά βιβλία, αλλά δεν είναι πολλά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καθαρόαιμο συλλέκτη. Έχω γνωρίσει, ωστόσο, ανθρώπους με το ισχυρό αυτό πάθος για το αντικείμενο που αναζητούν κάθε φορά. Είναι πολύ ακριβό χόμπι η βιβλιοφιλία, αν ψάχνεις σπάνια βιβλία, αλλά μπορεί να γίνει και πολύ φθηνό, αν δεν έχεις τόσο μεγάλες απαιτήσεις.
Διαθέτετε μία μεγάλη ευκολία, ένα προσόν που στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι δυσεύρετο. Είναι η ικανότητά σας να εξυφαίνετε μια δυνατή πλοκή. Αισθάνεστε κάποιες στιγμές ότι θυσιάζετε άλλα στοιχεία λογοτεχνικότητας για χάρη της πλοκής;
Όχι. Μου αρέσει η δυνατή πλοκή, τη θεωρώ απαραίτητη σε ένα μυθιστόρημα, αλλά δεν θεωρώ ότι θυσιάζω κάτι. Προσπαθώ να τα συνδυάσω όλα.
Θα εγκαταλείπατε αυτή την ευκολία σας σε ένα επόμενο βιβλίο; Ποιος θα ήταν ο μόνος ικανός λόγος για να το κάνετε;
Ναι, θα την εγκατέλειπα, μονάχα για ένα βαθιά υπαρξιακό βιβλίο. Έχω κάτι αντίστοιχο στο μυαλό μου, δηλαδή ένα βιβλίο χωρίς ιδιαίτερη πλοκή. Απλώς δεν θα είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν θα είναι θρίλερ. Θα είναι υπαρξιακής αγωνίας.
Αλήθεια, πώς και στραφήκατε στο αστυνομικό μυθιστόρημα; Προέρχεστε από σπουδές φιλοσοφίας…
Μόνο του έγινε. Δεν ξέρω. Μόνα τους βγαίνουν τα βιβλία που γράφω.
Τι ενέχει για σας το στοιχείο της πρόκλησης σε μια επόμενη γραφή;
Τίποτα. Προσπαθώ τα βιβλία μου να είναι όσο πιο άρτια γίνεται. Να διαβάζονται με μία ευκολία. Να αφήνουν κάτι στον αναγνώστη. Να περνάει ο αναγνώστης καλά. Να έχουν, εννοείται, και έναν προβληματισμό. Αλλά δεν θέλω τίποτα παραπάνω.
Έχετε στο μυαλό σας έναν «ιδανικό αναγνώστη»; Αισθάνεστε ότι γράφετε γι’ αυτόν;
Όχι, δεν έχω κανέναν στο μυαλό μου. Εγώ θέλω να απευθύνομαι σε όσο το δυνατόν ευρύτερη γκάμα αναγνωστών, οι οποίοι θα περνάνε καλά διαβάζοντας το βιβλίο* να τους αρέσουν οι λεπτομέρειες που μου αρέσουν κι εμένα.
Στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» υφέρπει, κατά τη γνώμη μου, μια βαθιά ειρωνεία για τη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, τουλάχιστον έτσι όπως παρουσιάζετε τους χαρακτήρες σας. Λέτε κάπου: «…Το όπλο τους, χρήμα τυλιγμένο με αναίδεια, κυκλοφορούσε συχνά, όπως παντού, και στην αγορά των σπάνιων βιβλίων. Είχα το μυαλό να κάνω τα στραβά μάτια ή να ‘χω τα αυτιά βουλωμένα και να πηγαίνω με τα νερά τους…» Ο συγγραφέας πιστεύετε ότι μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια σε μια ισοπεδωτική κοινωνία ή έχει χρέος να πάει αντίθετα με το ρεύμα;
Εγώ δεν έχω τόσο μεγάλους κοινωνικούς προβληματισμούς να περιγράψω. Δεν πιστεύω ότι διαφαίνεται τόσο μεγάλη ειρωνεία στο βιβλίο. Απλά καταγράφονται και περιγράφονται ορισμένοι χαρακτήρες, έτσι όπως υπάρχουν και λειτουργούν στην κοινωνία. Δεν είχα σκοπό να θίξω τίποτα παραπάνω. Το ότι πρέπει να δίνεις ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, ενταγμένο στους κανόνες και τα ήθη της σύγχρονης κοινωνίας, νομίζω ότι τώρα πια είναι απαραίτητο, αλλά δεν είναι ότι ο συγγραφέας έχει χρέος να το κάνει αυτό. Δεν πιστεύω ότι κάποιος είναι αναγκασμένος να κάνει οτιδήποτε.
Και στο προηγούμενο βιβλίο σας «Η απαγωγή του εκδότη» κυριαρχούσε η μοναξιά του ήρωα, το στοιχείου του εγκλεισμού και η ασφυξία σε μια πραγματικότητα που τον «πάει» και δεν την «πάει» αυτός. Νιώθετε ότι αυτά είναι και χαρακτηριστικά της εποχής μας;
Ναι, θα μπορούσα να πω ότι είναι χαρακτηριστικά της εποχής μας. Δεν νομίζω, όμως, ότι ο ήρωας της «Χαμένης βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα» ασφυκτιά όπως ασφυκτιούσε ο πρωταγωνιστής της «Απαγωγής του εκδότη». Πιστεύω ότι έχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Ο ήρωας της «Χαμένης βιβλιοθήκης» είναι κατασταλαγμένος, ξέρει τι κάνει, ενώ της «Απαγωγής», πραγματικά βασανίζεται.
Στα βιβλία σας, αν και καταλήγετε πάντα στην εξαγνιστική κάθαρση, η βία διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο. Γιατί επιλέγετε τη βία για να αφηγηθείτε, να «πείτε» τον κόσμο γύρω σας;
Βία πιο πολύ είχα στο «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» και στην «Απαγωγή του εκδότη». Εδώ δεν νομίζω ότι υφίσταται τόσο πολύ θέμα βίας. Δεν επιδιώκω να βάλω βία. Είναι ένα στοιχείο τη εποχής, όπως άλλωστε υπάρχει στην κοινωνία μας. Δεν είναι ιδιαίτερα βίαιο αυτό το βιβλίο.
Υπάρχει τόση βία γύρω μας, που αναρωτιέμαι κάποιες φορές μέχρι πού μπορεί να φτάσει το μυαλό ενός συγγραφέα, όταν τον ξεπερνά έτσι η πραγματικότητα. Είναι η λογοτεχνία ένα αντίδοτο απέναντι στη βία, ακόμη κι όταν μιλάει η ίδια για βία;
Θα μπορούσε να είναι.
Όπως μου είπε ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης για σας, «γράφει σκληρά αλλά με καρδιά μαρουλιού». Εσείς τι λέτε γι’ αυτό; Ιδίως όταν βλέπουμε στο τελευταίο βιβλίο σας, τρομοκρατία, συμμορίες, δολοφονίες, μαφία, παιδεραστία να αποτελούν το τραγικό φόντο.
Με έχει καταλάβει πολύ καλά. Εντάξει, ευαίσθητος άνθρωπος είμαι και προσπαθώ να γράψω.
Επιβιώνει η ευαισθησία σε έναν κόσμο με τέτοια βία;
Μπα, δεν πιστεύω. Εξαφανίζεται. Ίσως στο τέλος όλα επιβιώνουν, βέβαια.
Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να διασώζεται η ευαισθησία;
Ναι, μπορεί να το δει κανείς κι έτσι.
Η Ιταλία και τα αυτοκίνητα είναι τα στοιχεία που βρίσκουν πάντα τρόπο να χωρέσουν στα βιβλία σας. Αν χρειαζόταν να σκεφτείτε το βιβλίο σας ως ιταλικό αυτοκίνητο, ποιο θα ήταν;
Θα μπορούσε να είναι ένα από τα αγαπημένα μου από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές της δεκαετίας του ’70, μια παλιά Lamborghini ή μια παλιά Ferrari. Απ’ αυτά τα δυσκολο-οδήγητα. Χρώμα κίτρινο ή πορτοκαλί για Lamborghini και κόκκινο για Ferrari. Σιχαίνομαι το ασημί χρώμα.
Παρατήρησα ότι οι «δεύτεροι ρόλοι», οι χαρακτήρες σε δεύτερο πλάνο είναι αυτοί που κινούν τα νήματα της εξέλιξης. Ο πρωταγωνιστής στα βιβλία σας είναι συνήθως έρμαιο των επιλογών του μεν, αλλά «θύμα» κατά κάποιον τρόπο των «δεύτερων ρόλων». Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτό.
Αυτό που λέτε, είναι αλήθεια. Πιστεύω ότι όπως επηρεαζόμαστε από πολλούς γύρω μας, το ίδιο περιγράφω και στα βιβλία μου.
Δηλαδή έχετε πρώτα στο μυαλό σας το βασικό ήρωα και μετά ακολουθούν οι υπόλοιποι;
Έχω στο μυαλό μου τους κεντρικούς ήρωες και το βασικό σκελετό της υπόθεσης. Από ‘κει και πέρα όμως, το βιβλίο –γράφοντάς το- τραβάει το δικό του δρόμο. Το ίδιο ισχύει και για τους δευτερεύοντες ήρωες, οι οποίοι είναι κανονικά πρόσωπα, και όπως κάποιος άγνωστός μας μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή, έτσι κι αυτοί μπορούν να ανατρέψουν όλο το μυθιστόρημα. Δεν είναι ο πρώτος ήρωας ο παντοδύναμος που δεν κινδυνεύει από κάποιον δευτερεύοντα. Όπως στην πραγματική ζωή.
«…Ξέρεις, το πρόβλημα του χώρου απασχολούσε κι απασχολεί συνεχώς όλους τους βιβλιόφιλους. Έχω σκεφτεί ένα σχετικό αξίωμα: Όσο χώρο και να ‘χεις, πάντα θα είναι μικρότερος από τα βιβλία σου. Τόσο στην καρδιά σου, όσο και στο μυαλό σου, και φυσικά, στο σπίτι σου…» (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ)
Με αφόπλισε ο απλός και ευθύβολος τρόπος που απάντησε στις ερωτήσεις μου. Στην πραγματικότητα τις «εξουδετέρωσε» και τις «καθάρισε», όπως πράττει και με τους λογοτεχνικούς του ήρωες, όταν χρειάζεται, στα βιβλία που γράφει. Είναι η ευκολία του αυτή να αντιτίθεται στη σοβαροφάνεια και να την υπονομεύει αποτελεσματικά. Κάνει το ίδιο και στα βιβλία του. Αποστάζει μόνο την ουσία και την απολύτως απαραίτητη πλοκή, χωρίς να πελαγοδρομεί σε προσωπικά αδιέξοδα, αντίθετα με την τάση πολλών νεοελλήνων δημιουργών.
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας καταπιάστηκε με ένα απολύτως βιβλιοφιλικό θέμα, στο τελευταίο του βιβλίο «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» που κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, χρησιμοποιώντας το προσωπικό του μεγάλο ατού: την ισχυρή πλοκή και την αστυνομική περιπέτεια. Η μεγάλη του έννοια ήταν ο αναγνώστης και το πώς θα τον διευκολύνει να απολαύσει μια ιστορία μυστηρίου. Γι’ αυτό το τελευταίο, βγήκε ασπροπρόσωπος, καθώς καταφέρνει να κρατάει τον αναγνώστη του σε αγωνία μέχρι και το τέλος που επιφυλάσσει μια καινοτομία: στην ουσία θυμίζει τα extras από τα DVDs των ταινιών, καθώς πρόκειται για ένα τμήμα του βιβλίου περιορισμένο, το οποίο αποκρύπτεται από το βλέμμα του αναγνώστη, μέχρι και το πέρας της ιστορίας, για να προστεθεί στο τέλος ως περικοπή, με στόχο να ξεδιαλύνει και την παραμικρή λεπτομέρεια της υπόθεσης.
Ο Μαμαλούκας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη του, όχι μόνο με τα παιχνίδια της δομής του κειμένου του, αλλά και με μικρά αποφθεγματικά «διαμαντάκια», στα οποία είναι φειδωλός, αλλά καίριος. «…Μόνο οι ματιές και οι σκέψεις είναι αθόρυβες…». Είναι παραμυθάς και δεν αποποιείται το χαρακτηρισμό – να σημειώσω ότι δια ζώσης είναι απαράμιλλος ο τρόπος που διηγείται, γι’ αυτό και πετυχαίνει να έχει ανάλογο ρυθμό και η λογοτεχνική του αφήγηση- , δεν είναι φιλοδοξία του να γίνει ο νέος Καζαντζάκης, αλλά προσγειωμένα θέλει να μπορεί να γράφει τις ιστορίες του, όπως δηλώνει. Μόνον αυτό.
«…Νιώθει πως το ένστικτο του λύκου, της επιβίωσης, τον έχει κυριεύσει σχεδόν ολοκληρωτικά. Νιώθει πως πρέπει να πολεμήσει για να σωθεί. Στην ανάγκη, να σκοτώσει…» Οι λογοτεχνικές του προτιμήσεις και καταβολές εντοπίζονται στο pulp αμερικανικό μυθιστόρημα (Ρέιμοντ Τσάντλερ, Χάμετ κλπ.), τους κλασικούς της αστυνομικής λογοτεχνίας, Κόναν Ντόυλ και Άγκαθα Κρίστι και εννοείται του αρέσει ο Στίβεν Κινγκ. Πέρα από τα θρίλερ, τις περιπέτειες και τις αστυνομικές ιστορίες, αγαπά τους ρώσους κλασικούς, όπως Ντοστογιέφσκι και Τσέχοφ, του αρέσουν οι ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Μπωντλαίρ, ο Πρεβέρ, ο Καμύ και ο Σαρτρ, ο Χέμινγουέι και ο Μπουκόφκσι.
Με τη δική του γραφή, ο Δημήτρης Μαμαλούκας καταδύεται στο σκοτεινό ψυχισμό των χαρακτήρων που επινοεί, χωρίς να αφήνει απέξω τις δικές του εμμονές: γρήγορα αυτοκίνητα, όμορφες γυναίκες, η Ιταλία, και τα ουίσκι. Οι ήρωές του για τον ίδιο αποτελούν ένα ολόκληρο προσωπικό σύμπαν που δημιουργεί και συντηρεί η φαντασία του, ως έναν πυλώνα διαφύλαξης της ευαισθησίας του και επιβίωσης του προσωπικού στοιχείου σ’ αυτή την ισοπεδωτική εποχή που ζούμε. Παραφράζοντας τον τίτλο του πρώτου βιβλίου του, «Όσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα», για τον Δημήτρη Μαμαλούκα, όσο υπάρχουν βιβλία υπάρχει ελπίδα.
Ποιο ήταν το αρχικό κίνητρο ή ερέθισμα για να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα;
Καταρχάς, η αγάπη προς το παλαιό βιβλίο και η βιβλιοφιλία εν γένει, συνδυαζόμενη με ένα μοντέρνο αστυνομικό θρίλερ, κατά κάποιον τρόπο.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Δημήτριος Μόστρας;
Εμπνεύστηκα από μία επιστημονική εργασία της κυρίας Δρούλια γύρω από το Δημήτριο Μόστρα και τη χαμένη βιβλιοθήκη του. Ο Μόστρας ήταν ένας γραμματικός του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, Ιγνατίου και γύριζε όλη την τότε Ευρώπη –είμαστε στις αρχές του 1800- μαζί με το Μητροπολίτη και είχε την τρέλα του συλλέκτη, μάζευε σπάνια βιβλία και ελληνικά και παλιά, με σκοπό να τα χαρίσει στο ελληνικό έθνος, όταν αυτό αποκτούσε την ελευθερία του. Ο αδερφός του ήταν έμπορος, ήταν πολύ πλούσιος και ο ίδιος είχε ένα πολύ υψηλό μισθό και αγόραζε συνεχώς απ’ όπου κι αν βρισκόταν, βιβλία. Κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε στην Πίζα και συγκέντρωσε εκεί όλη τη βιβλιοθήκη του, που, κατά τις ιστορικές πηγές, κατά την κυρία Δρούλια δηλαδή, ξεπερνούσε τους 12.000 τόμους. Ήταν μια συλλογή πολύ διάσημη στην εποχή της, την επισκέπτονταν πρεσβευτές και διπλωμάτες. Δυο-τρεις φορές ο Μόστρας αρνήθηκε προτάσεις να την πουλήσει, με σκοπό να την δωρίσει στο ελληνικό κράτος. Πέρασαν τα χρόνια, κάποια στιγμή κατέβηκε ο Μόστρας στην Κέρκυρα και εκεί πέρα πούλησε το μεγαλύτερο μέρος στη Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας τελικά. Δυστυχώς όμως, η βιβλιοθήκη καταστράφηκε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πυρπολήθηκε η Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. Σήμερα δεν σώζεται ούτε ένας κατάλογος του τι βιβλία περιείχε η βιβλιοθήκη του Μόστρα. Ξέρουμε από γράμματα ότι περιείχε και πολύ σπάνια χειρόγραφα, κώδικες και βιβλία. Παραμένει χαμένη. Απλώς υπάρχουν ορισμένα βιβλία με το βιβλιόσημό του, στα μουσεία, στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχει ένα χειρόγραφο. Από εκεί εμπνέομαι εγώ και βάζω κάποιους στο 2005 να ψάχνουν να βρουν τα σπάνια βιβλία το Μόστρα, τα οποία είναι κρυμμένα κάπου.
Είστε συλλέκτης εσείς;
Εγώ μαζεύω γενικά μελέτες και βιβλιογραφίες για την ιστορία του βιβλίου. Συγκεντρώνω και κάποια παλιά βιβλία, αλλά δεν είναι πολλά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καθαρόαιμο συλλέκτη. Έχω γνωρίσει, ωστόσο, ανθρώπους με το ισχυρό αυτό πάθος για το αντικείμενο που αναζητούν κάθε φορά. Είναι πολύ ακριβό χόμπι η βιβλιοφιλία, αν ψάχνεις σπάνια βιβλία, αλλά μπορεί να γίνει και πολύ φθηνό, αν δεν έχεις τόσο μεγάλες απαιτήσεις.
Διαθέτετε μία μεγάλη ευκολία, ένα προσόν που στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι δυσεύρετο. Είναι η ικανότητά σας να εξυφαίνετε μια δυνατή πλοκή. Αισθάνεστε κάποιες στιγμές ότι θυσιάζετε άλλα στοιχεία λογοτεχνικότητας για χάρη της πλοκής;
Όχι. Μου αρέσει η δυνατή πλοκή, τη θεωρώ απαραίτητη σε ένα μυθιστόρημα, αλλά δεν θεωρώ ότι θυσιάζω κάτι. Προσπαθώ να τα συνδυάσω όλα.
Θα εγκαταλείπατε αυτή την ευκολία σας σε ένα επόμενο βιβλίο; Ποιος θα ήταν ο μόνος ικανός λόγος για να το κάνετε;
Ναι, θα την εγκατέλειπα, μονάχα για ένα βαθιά υπαρξιακό βιβλίο. Έχω κάτι αντίστοιχο στο μυαλό μου, δηλαδή ένα βιβλίο χωρίς ιδιαίτερη πλοκή. Απλώς δεν θα είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν θα είναι θρίλερ. Θα είναι υπαρξιακής αγωνίας.
Αλήθεια, πώς και στραφήκατε στο αστυνομικό μυθιστόρημα; Προέρχεστε από σπουδές φιλοσοφίας…
Μόνο του έγινε. Δεν ξέρω. Μόνα τους βγαίνουν τα βιβλία που γράφω.
Τι ενέχει για σας το στοιχείο της πρόκλησης σε μια επόμενη γραφή;
Τίποτα. Προσπαθώ τα βιβλία μου να είναι όσο πιο άρτια γίνεται. Να διαβάζονται με μία ευκολία. Να αφήνουν κάτι στον αναγνώστη. Να περνάει ο αναγνώστης καλά. Να έχουν, εννοείται, και έναν προβληματισμό. Αλλά δεν θέλω τίποτα παραπάνω.
Έχετε στο μυαλό σας έναν «ιδανικό αναγνώστη»; Αισθάνεστε ότι γράφετε γι’ αυτόν;
Όχι, δεν έχω κανέναν στο μυαλό μου. Εγώ θέλω να απευθύνομαι σε όσο το δυνατόν ευρύτερη γκάμα αναγνωστών, οι οποίοι θα περνάνε καλά διαβάζοντας το βιβλίο* να τους αρέσουν οι λεπτομέρειες που μου αρέσουν κι εμένα.
Στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» υφέρπει, κατά τη γνώμη μου, μια βαθιά ειρωνεία για τη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, τουλάχιστον έτσι όπως παρουσιάζετε τους χαρακτήρες σας. Λέτε κάπου: «…Το όπλο τους, χρήμα τυλιγμένο με αναίδεια, κυκλοφορούσε συχνά, όπως παντού, και στην αγορά των σπάνιων βιβλίων. Είχα το μυαλό να κάνω τα στραβά μάτια ή να ‘χω τα αυτιά βουλωμένα και να πηγαίνω με τα νερά τους…» Ο συγγραφέας πιστεύετε ότι μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια σε μια ισοπεδωτική κοινωνία ή έχει χρέος να πάει αντίθετα με το ρεύμα;
Εγώ δεν έχω τόσο μεγάλους κοινωνικούς προβληματισμούς να περιγράψω. Δεν πιστεύω ότι διαφαίνεται τόσο μεγάλη ειρωνεία στο βιβλίο. Απλά καταγράφονται και περιγράφονται ορισμένοι χαρακτήρες, έτσι όπως υπάρχουν και λειτουργούν στην κοινωνία. Δεν είχα σκοπό να θίξω τίποτα παραπάνω. Το ότι πρέπει να δίνεις ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, ενταγμένο στους κανόνες και τα ήθη της σύγχρονης κοινωνίας, νομίζω ότι τώρα πια είναι απαραίτητο, αλλά δεν είναι ότι ο συγγραφέας έχει χρέος να το κάνει αυτό. Δεν πιστεύω ότι κάποιος είναι αναγκασμένος να κάνει οτιδήποτε.
Και στο προηγούμενο βιβλίο σας «Η απαγωγή του εκδότη» κυριαρχούσε η μοναξιά του ήρωα, το στοιχείου του εγκλεισμού και η ασφυξία σε μια πραγματικότητα που τον «πάει» και δεν την «πάει» αυτός. Νιώθετε ότι αυτά είναι και χαρακτηριστικά της εποχής μας;
Ναι, θα μπορούσα να πω ότι είναι χαρακτηριστικά της εποχής μας. Δεν νομίζω, όμως, ότι ο ήρωας της «Χαμένης βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα» ασφυκτιά όπως ασφυκτιούσε ο πρωταγωνιστής της «Απαγωγής του εκδότη». Πιστεύω ότι έχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Ο ήρωας της «Χαμένης βιβλιοθήκης» είναι κατασταλαγμένος, ξέρει τι κάνει, ενώ της «Απαγωγής», πραγματικά βασανίζεται.
Στα βιβλία σας, αν και καταλήγετε πάντα στην εξαγνιστική κάθαρση, η βία διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο. Γιατί επιλέγετε τη βία για να αφηγηθείτε, να «πείτε» τον κόσμο γύρω σας;
Βία πιο πολύ είχα στο «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» και στην «Απαγωγή του εκδότη». Εδώ δεν νομίζω ότι υφίσταται τόσο πολύ θέμα βίας. Δεν επιδιώκω να βάλω βία. Είναι ένα στοιχείο τη εποχής, όπως άλλωστε υπάρχει στην κοινωνία μας. Δεν είναι ιδιαίτερα βίαιο αυτό το βιβλίο.
Υπάρχει τόση βία γύρω μας, που αναρωτιέμαι κάποιες φορές μέχρι πού μπορεί να φτάσει το μυαλό ενός συγγραφέα, όταν τον ξεπερνά έτσι η πραγματικότητα. Είναι η λογοτεχνία ένα αντίδοτο απέναντι στη βία, ακόμη κι όταν μιλάει η ίδια για βία;
Θα μπορούσε να είναι.
Όπως μου είπε ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης για σας, «γράφει σκληρά αλλά με καρδιά μαρουλιού». Εσείς τι λέτε γι’ αυτό; Ιδίως όταν βλέπουμε στο τελευταίο βιβλίο σας, τρομοκρατία, συμμορίες, δολοφονίες, μαφία, παιδεραστία να αποτελούν το τραγικό φόντο.
Με έχει καταλάβει πολύ καλά. Εντάξει, ευαίσθητος άνθρωπος είμαι και προσπαθώ να γράψω.
Επιβιώνει η ευαισθησία σε έναν κόσμο με τέτοια βία;
Μπα, δεν πιστεύω. Εξαφανίζεται. Ίσως στο τέλος όλα επιβιώνουν, βέβαια.
Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να διασώζεται η ευαισθησία;
Ναι, μπορεί να το δει κανείς κι έτσι.
Η Ιταλία και τα αυτοκίνητα είναι τα στοιχεία που βρίσκουν πάντα τρόπο να χωρέσουν στα βιβλία σας. Αν χρειαζόταν να σκεφτείτε το βιβλίο σας ως ιταλικό αυτοκίνητο, ποιο θα ήταν;
Θα μπορούσε να είναι ένα από τα αγαπημένα μου από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές της δεκαετίας του ’70, μια παλιά Lamborghini ή μια παλιά Ferrari. Απ’ αυτά τα δυσκολο-οδήγητα. Χρώμα κίτρινο ή πορτοκαλί για Lamborghini και κόκκινο για Ferrari. Σιχαίνομαι το ασημί χρώμα.
Παρατήρησα ότι οι «δεύτεροι ρόλοι», οι χαρακτήρες σε δεύτερο πλάνο είναι αυτοί που κινούν τα νήματα της εξέλιξης. Ο πρωταγωνιστής στα βιβλία σας είναι συνήθως έρμαιο των επιλογών του μεν, αλλά «θύμα» κατά κάποιον τρόπο των «δεύτερων ρόλων». Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτό.
Αυτό που λέτε, είναι αλήθεια. Πιστεύω ότι όπως επηρεαζόμαστε από πολλούς γύρω μας, το ίδιο περιγράφω και στα βιβλία μου.
Δηλαδή έχετε πρώτα στο μυαλό σας το βασικό ήρωα και μετά ακολουθούν οι υπόλοιποι;
Έχω στο μυαλό μου τους κεντρικούς ήρωες και το βασικό σκελετό της υπόθεσης. Από ‘κει και πέρα όμως, το βιβλίο –γράφοντάς το- τραβάει το δικό του δρόμο. Το ίδιο ισχύει και για τους δευτερεύοντες ήρωες, οι οποίοι είναι κανονικά πρόσωπα, και όπως κάποιος άγνωστός μας μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή, έτσι κι αυτοί μπορούν να ανατρέψουν όλο το μυθιστόρημα. Δεν είναι ο πρώτος ήρωας ο παντοδύναμος που δεν κινδυνεύει από κάποιον δευτερεύοντα. Όπως στην πραγματική ζωή.