Βορά στα σκυλιά της Ιστορίας
photo: scalidi |
Την πρώτη εβδομάδα που βρέθηκα εντός του δημοσιογραφικού χώρου, ως δόκιμη βεβαίως, είδα κείμενό μου να γίνεται αντικείμενο λογοκλοπής. Δημοσιεύτηκε σε ιστορική αθηναϊκή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας υπό τη μορφή άρθρου ενός τότε υψηλά ιστάμενου προσώπου. Ο ιεραρχικά ανώτερός μου τότε έκανε τις δημόσιες σχέσεις του. Δεν είχα ιδέα. Διάβαζα όμως όλες τις εφημερίδες καθημερινά. Ακόμα και τα μονόστηλα. Τις ξεκοκκάλιζα. Μια μέρα έπεσε το μάτι μου σε ένα εκτενές κείμενο ίδιας θεματολογίας με εκείνο που μου είχε ανατεθεί να γράψω εγώ. Τότε διάβαζα με δέος όλα τα δημοσιευμένα κείμενα. Αφού το εντόπισα με λαχτάρα άρχισα να διαβάζω, περιμένοντας να το συγκρίνω με το δικό μου πρωτόλειο που είχα βάλει τα δυνατά μου να φτιάξω. Δεν είχε κάνει τον κόπο να αλλάξει ούτε τον πρόλογο κανείς. Αυτούσιο το κείμενό μου. Προκειμένου να εντυπωσιάσω είχα χρησιμοποιήσει ένα τόσο δικό μου λεξιλόγιο, γράφοντας για ένα μεγάλο ευρωπαϊκό θέμα της εποχής, που έκανε μπαμ. Ήταν το δικό μου.
Μόλις με είχαν ρίξει στα σκυλιά. Και το είχα καταλάβει. Ότι δεν ήταν αστεία πράγματα. Εδώ που διάλεξα να μπω, θα τρώγανε σάρκες. Κυρίως τις δικές μου, άμα με ενδιέφερε να ξέρω. Μάζεψα όλη τη ματαιωμένη μου ματαιοδοξία, τύπωσα το κείμενό μου, πήρα και την εφημερίδα και έφτασα μπροστά στον υπαίτιο. Μόλις είχα ανακαλύψει τι σημαίνει "δημοσίευση", τη δύναμή της και το αντίθετό της την απόκρυψη, τη σιωπή.
Αυτό το συμβάν θα είχα να το σκέφτομαι να υπόλοιπα χρόνια, ας πούμε ένα βράδυ -τότε που έμπαιναν οι Αμερικανοί στο Αφαγανιστάν- με 39 πυρετό που έπινα καφέ με πονστάν εναλλάξ για να μείνω να γράφω, γιατί η εφημερίδα θα έβγαινε έτσι κι αλλιώς, εγώ ήμουν το αναλώσιμό της. Θα το θυμόμουν κάτι απέραντες Κυριακές εργασίας, και εν γένει πολλές φορές που το έργο που παρήγαγα δεν μετριόταν ούτε με χρόνο ούτε με κόπο. Θα θυμόμουν ότι είμαι βορά στα σκυλιά. Κι ότι είχα αποφασίσει να επιβιώσω, από την αρχή. Αλλιώς εκείνη την πρώτη εβδομάδα θα είχα μαζέψει τα μπογαλάκια μου και θα έφευγα για το χωριό μου, κοινώς για άλλον εργασιακό χώρο, οποιονδήποτε άλλον. Αλλά ήταν που ήθελα να γράφω και να διαβάζω και να "βλέπω" κάτω από τις δημοσιεύσεις.
Τα χρόνια πέρασαν. Κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι από τότε, αλλά εκείνη η αίσθηση δεν χάθηκε. Οι βυζαντινισμοί στα δημοσιογραφικά γραφεία μού το θύμιζαν διαρκώς, ενώ τα τελευταία χρόνια δεν ήμουν μόνη μου βορά στα σκυλιά, αλλά ήταν χιλιάδες άνθρωποι που κατακρεουργήθηκαν από τις θέσεις εργασίας τους, δεν γράφουν, δεν δημιουργούν, δεν υπάρχουν στην πιάτσα. Ισως να σώθηκαν από τα σκυλιά, ίσως να έχουν υποκύψει απολύτως στην αγριότητα και να γλείφουν κάπου τις πληγές τους μόνοι και ηττημένοι.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Είναι μια τοσοδούλα καταθέση για όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Ένα εγχείρημα να λέω, να αφηγούμαι την πραγματικότητα. Τώρα που το μένος δεν στρέφεται στα "σκυλιά" της Ιστορίας αλλά στα θύματά της. Οι άνεργοι συνάδελφοι ασφυκτιούν. Οι εν ενεργεία εγκλωβισμένοι. Και ο απέραντος φόβος φυλάει την ερημιά της δημοσιογραφίας. Η ελευθεροτυπία προσβάλλεται βάναυσα μπροστά στα μάτια όλων και χάνονται κεκτημένα δικαιώματα ελευθεριών μέχρι να πεις και να γράψεις πια κύμινο. Ο εχθρός παραμονεύει και μπορεί να αλυχτάει απλώς εντός μας. Το να σιωπήσουμε, το να μην πούμε τα πράγματα ως έχουν, όπως τα βλέπουμε και τα βιώνουμε, είναι μια τεράστια υποχώρηση. Είναι σαν να τα μαζεύεις και να φεύγεις, αλλά αφήνεις τους άλλους βορά στην ανθρωποφαγία, κλείνοντας τα μάτια και πιστεύοντας ότι εσύ θα σωθείς.
Το αγριόσκυλο φωνάζει έξω από την πόρτα σου κι εσύ κλείνεις τ' αυτιά σου. "Δεν είναι η δική μου η σειρά". Μα είναι μόνο η δική σου. Εσύ είσαι που δεν μιλάς για τον εκφασισμό, που δεν γράφεις. Τρως τη δική σου σάρκα. Υποχωρείς όλο και πιο βαθιά στην ήττα σου και ακόμα χειρότερα: μπορεί να είσαι και ευχαριστημένος νομίζοντας ότι την έχεις γλιτώσει. Αλήθεια; Κοίτα γύρω σου και ρώτα ξανά τον εαυτόν σου.
Αυτό το κείμενο της Ιστορίας που γράφεται -ερήμην σου, όπως υποστηρίζεις- είναι ολόδικό σου, γράφεται με τις σιωπές και τις απουσίες σου. Δεν είναι προϊόν λογοκλοπής. Είναι έργο της αυτοσυνειδησίας σου.