Ανεπιθύμητοι επισκέπτες της Λαμπρής

photo: scalidi
Η φυγή από την Αθήνα έχει αποκτήσει ένα νόημα ακόμα: την απομάκρυνση από μια μιζέρια παντός τύπου που δεν λέει να υποχωρήσει. Ο δρόμος για το γενέθλιο τόπο και την επιστροφή στο Ναύπλιο μοιάζει με format της ψυχής. Το μυαλό καθαρίζει.
Οι πορτοκαλιές σε πλήρη ανθοφορία φιλοξενούν το πολύβουο εκείνο μελίσσι που γονιμοποιεί αδιαλείπτως. Οι φουντωμένες πασχαλιές προβάλλουν από τους φράχτες μεθυστικές και καταλαγιάζουν το στρες που κουβαλάς από την πόλη, μειώνουν αυτήν την κεκτημένη σου ταχύτητα που δεν σ' αφήνει να αντιληφθείς και να πιάσεις το φως. Οι πανσέδες στους κήπους σε προκαλούν να σκύψεις ταπεινά το κεφάλι και να υποκλιθείς στα χρώματα της φύσης. Η θάλασσα ιριδίζουσα σε αφήνει να ταξιδέψεις πιο μακριά, μέσα στον εαυτό σου. Και τα κάστρα, από γης και ύδατος, θεματοφύλακες της ισορροπίας σου, παραστέκουν και σου θυμίζουν από πού έρχεσαι.
Εδώ η κρίση δεν είναι ανώνυμη, τεχνητή, όλα έχουν το όνομά τους και η υπερβολή και το νόμιμο που δεν είναι ηθικό και το ηθικό που δεν είναι νόμιμο. Μέχρι να βρεις την ταύτιση σ' αυτή τη χώρα θα έχεις γίνει με τη σειρά σου μνήμη ή λήθη, με μάρτυρες τα πανάρχαια κάστρα. Από Μυκήνες μέχρι Τίρυνθα κι Ασίνη κι από Μπούρτζι μέχρι Παλαμήδι.
photo: scalidi
Το απογευματάκι του Πάσχα, μετά το τραπέζι, είπες θα περπατήσεις στον τόπο σου που δεν είναι κλειστός... Είπες θα επισκεφτείς τον άγιό σου, στο ξωκλήσι του ομώνυμου χωριού σου. Ο Άγιος Αδριανός και η πιο αφανής Ναταλία από κοντά. Το πευκοδάσος φίλτραρε τον αέρα. Η γύρη μεταφέρονταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς από τις εργάτριες μέλισσες, το αεράκι δρόσιζε από τον ντάλα ήλιο και τα στάχυα σαλεύανε ρυθμικά λες για να σε υπνωτίσουν. Από απέναντι σε χαιρέταγε στην άλλη κορυφή ο Προφήτης Ηλίας και σε απόσταση αναπνοής το μυκηναϊκό Παλιόκαστρο σε βύθιζε σε μια αρχέγονη μνήμη της ζωής.
Η ξένη νιόφερτη ταμπέλα έξω από τον Άγιο Αδριανό έγραφε ώρες επισκέψεως... 12.00-4.00 κλειστό. Μάλιστα, ωράριο στο αγαπημένο ξωκλήσι. Α, και πόρτα να κλείνει με τηλεκοντρόλ. Να κρατάει τους ανεπιθύμητους απέξω. Μάλιστα. Και συναγερμός και σύστημα ασφαλείας. Εγώ ήμουν η ανεπιθύμητη. Και η κυρία που περίμενε μέσα στο αυτοκίνητό της, μόνη, τέτοια μέρα που είχε ταξιδέψει από την Αθήνα για να φτάσει στο δικό της άγιο. Ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Λαμπρά. Τη Λαμπρή. «...τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη...».
«Δεν βλέπετε τι γράφει έξω η ταμπέλα;», η φωνή της καλόγριας Ζωής. «Βλέπουμε και η ώρα είναι 4.10», απάντησε ο ψύχραιμος άνθρωπος της παρέας. Όχι εγώ. Εγώ είχα απομακρυνθεί από την πόρτα. Έφευγα. Ο άγιός μου δεν κατοικούσε πια εδώ. Ο δικός μου άγιος δεν είχε ποτέ τίποτα να του κλέψεις. Είχε μόνο να δώσει. Αγαλλίαση σε όποιον έμπαινε στο σπίτι του, ηρεμία κι αγάπη που αποθήκευε αιώνες από κείνους τους επισκέπτες μέσα στο ναό του, που αφήνανε τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς τους, τη χαρά και τη λύπη τους, το γέλιο και τον έρωτά τους μέσα από ένα αναμμένο κεράκι, μέσα από μια φλόγα που έσβηνε τραβώντας για τον ουρανό.
Δεν μπήκα μέσα. Εκκλησία είναι οι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι είναι πια ανεπιθύμητοι, άμα κουβαλούν μόνο την ψυχή τους. Στα εκκλησάκια που γίνονται μαγαζάκια και δημόσιες υπηρεσίες. Έμεινα ανάμεσα στα πεύκα, εδώ που δεν φτάνουν οι σειρήνες του προσκυνηματικού τουρισμού. Από Δευτέρα θα αρχίσουν να καταφτάνουν οι ορδές των πούλμαν για τον άγιο, έναντι τιμήματος. Θα έρχονται οι επιθυμητοί επισκέπτες, με δώρα φέροντες. Τελικά, «Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.»
photo: scalidi

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", την Παρασκευή, 29/4/2011)