Το μανιασμένο πεύκο
photo: scalidi |
Είχε ορκιστεί ότι σιγά σιγά μια μέρα θα έφτανε στη θάλασσα. Κι ας στέκονταν φρέσκο, καταπράσινο πεύκο στην πλαγιά κι ατένιζε το πέλαγος. Και ψιθύριζε τα μεσημέρια κάνοντας σεγόντο στα τζιτζίκια. Είχε ορκιστεί ότι θα έπεφτε στο νερό. Θα έγερνε τόσο και θα γίνονταν ένα μ' αυτό. Τόσο το είχε μαγέψει η πλανεύτρα θάλασσα. Όχι, δεν ήθελε από ναρκισσισμό να καθρεφτίζεται στα νερά της. Όχι. Ήξερε την ομορφιά του. Και την αξία του. Το άκουγε το καλοκαίρι απ΄ τους περαστικούς που ξαπόσταιναν στον ίσκιο του κι έπιναν νερό στο όνομά του, στη δροσεράδα του, στις παχιές του παιχνιδιάρικες πευκοβελόνες. Ήθελε να γίνει νερό. Αυτό ήταν το όνειρό του. Γιατί το νερό απλώνονταν παντού, αυτό το έτρεφε μέρα νύχτα, αυτό κυλούσε μέσα στους μυστικούς του χυμούς.
Κάθε που έτρεχε ρετσίνι από τις φλέβες του, εκείνο ονειρεύονταν ότι έρχονταν με τα δάκρυά του λίγο πιο κοντά σ΄ αυτό που λέμε για νερό κι ας μην ήταν. Κι έγερνε. Κι έγερνε. Κι έγειρε τόσο που το φως πια δεν το έβλεπε και μαράθηκαν οι βελόνες του και ξεράθηκαν τα κλαδιά του και το νερό λιγοστό έφτανε στις ρίζες του. Κι ένα λιόγερμα, κάποιος πέρασε και το είδε να το τραβοτανάει τόσο ο αέρας που λες, θα ακούμπαγε στη θάλασσα. Αλλά ως ξερό πεύκο. Μανιασμένο. Κι έμεινε σκιά του εαυτού του να ορέγεται το πέλαγος, ζωντανό νεκρό. Κι ας μην άκουγε πια τον παφλασμό του κύματος. Κι ας μην έβλεπε τους κυματισμούς του. Έγερνε. Με ελπίδα την τελική του πτώση.
Κάποιος να το σπρώξει, να γίνει νερό, ο εαυτός που οραματίστηκε, η ψυχή που πέρασε για δική του. Κι ακόμα στέκει εκεί ξερό. Χωρίς νερό. Χωρίς αλάτι. Χωρίς γη. Χωρίς ρίζα. Και δεν είναι πια ούτε πεύκο. Έτσι γίνονται λέει οι μανιασμένοι, κάτι άλλο, δικό τους, στ΄ ανάμεσο που ποθούσαν.
Φτιάχνουν τα βρύα πάνω του αποικίες κι εκείνο βογγά, να φτάσει το νερό. Μια μέρα.
Στον Κώστα, ως αντίδωρο