Πολύς θυμός

κι αγκάθια.
Είτε ένας μεγάλος θυμός είτε πολλοί μικροί καθημερινοί θυμοί που σηκώνουν ένα υπόκωφο κύμα στην ψυχή και τη δηλητηριάζουν.
 *
Στο τρένο σήμερα. Ένας μεσόκοπος κύριος, ντυμένος και παπουτσωμένος σαν αστακός, όπως έπρεπε για εκστρατεία, πολύ καθώς έπρεπε. Γύρισα να τον κοιτάξω γιατί νόμισα ότι θα έκλεβε το πορτοφόλι της κυρίας δίπλα του. Ψηλή, νταρντάνα, με όλα πολύ πάνω της, στηριγμένη σε δυο δίπατα τακούνια peep toes. Πόδια πρησμένα και κουρασμένα, έτσι σκέφτηκα και τη συμπόνεσα. Στη μέση της ξέφευγε η υποψία τατουάζ από τη χαραμάδα που άφηνε η σηκωμένη μπλούζα της. Όλα μαύρα. Και στο γυμνό μπράτσο της ένα συρματόπλεγμα δεύτερο τατουάζ να την τυλίγει. Εκείνη γύρω στα σαράντα ίσως. Με μαλλιά γοργόνας, ανταύγειες κυματιστά. Άμα ζούσε ο Μποτιτσέλι μπορεί να τη ζωγράφιζε, σκέφτηκα. Πρόκληση ολόκληρη κραύγαζε η εμφάνισή της, αλλά δεν με απώθησε τίποτα από την αισθητική της. Ένιωσα μια συμπάθεια εγώ η βολεμένη στα αεροδυναμικά μου αθλητικά και το cargo παντελόνι μου.
*
Θα ήξερα σε λίγο γιατί. Δεν ήξερα ακόμα. Κοίταξα λοιπόν τον κύριο με τα λευκά μαλλιά και τα χακί ρούχα, όταν αντελήφθην ότι ανεβοκατέβαζε το σακίδιό του με κρότο, ενοχλώντας τη γυναίκα με τα γοργονίσια μαλλιά, ενώ εκείνη έμενε ακούνητη με τη μαύρη της τσάντα προς την πλευρά του εκτεθειμένη. Τι στο διάολο, λέω, πάει να τη ληστέψει; Και τότε τους κοίταξα.
Εκείνος μάλλον βυθισμένος στην προσωπική του κλιμακτήριο, με θυμό ανείπωτο, δεν άντεχε να τη βλέπει. Όχι, δεν ήθελε να τη ληστέψει. Εκείνος φοβήθηκε μην του κλέψει την απάθεια και τον αφήσει γυμνό με τον εαυτό του και τις επιθυμίες του, μεσημεριάτικα, ντάλα καλοκαίρι, μέσα στο τρένο. Ανεβοκατέβαζε αγενώς την τσάντα του και ενοχλούσε τη γυναίκα, γιατί δεν άντεχε να είναι τόσο κοντά του. Κάνε πιο πέρα, της είπε. Φύγε από δω. Δεν έχει χώρο.
*
Ντράπηκα για τον απωθημένο του θυμό, τα καταπιεσμένα του ένστικτα, μα περισσότερο για κείνη τη γυναίκα που λυπήθηκε. Αλύγιστη, δεν του έριξε ματιά. Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και με μιαν αξιοπρέπεια που άμα είχε τσίπα εκείνος θα του είχε σπάσει τα κόκαλα, απομακρύνθηκε από κείνον, χωρίς να του δώσει την ευχαρίστηση ότι το προκάλεσε αυτός. Δήθεν τυχαία. Και μετά από λίγο την πήρε το μάτι μου να τον κοιτάει κλεφτά με θλίψη για το τι ήταν εκείνος. Τόσο θυμωμένος. Με τον ίδιο του τον εαυτό. Κρίμα. Οι περισσότεροι στο τρένο εκείνη τη στιγμή θα επεδίωκαν να σταθεί δίπλα τους για ένα δευτερόλεπτο αυτή η γυναίκα, προσωποποιημένος πειρασμός και πόθος και λαγνεία.
 *
Στο γυρισμό, μετά από πολύ ώρα και αλλαγή με το μετρό, διασταυρώθηκα και πάλι με τον άντρα. Πήγε άνετος και με σίγουρη απαίτηση να καθίσει δίπλα μου στο παγκάκι του σταθμού. Δεν με φοβήθηκε με τα αθλητικά και τα cargo παντελόνια μου. Φοβήθηκα εγώ το θυμό του που τον θυμόμουν και σηκώθηκα επιδεικτικά -επίτηδες- από τη θέση μου να του αφήσω όλο το χώρο σ' αυτόν και το θυμό του.
Αν όχι για μένα, για κείνη τη γυναίκα με τα κουρασμένα πόδια και τα ζωγραφιστά συρματοπλέγματα στο αριστερό μπράτσο της καρδιάς.