Η μυθιστορηματική αποθέωση της πόλης του Εδιμβούργου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 14/11/2009)


«…Αναρωτήθηκε τι ποσοστό της παγκόσμιας τέχνης φυλασσόταν σε τραπεζικές θυρίδες και τα σχετικά. Σαν αδιάβαστα βιβλία και άπαιχτη μουσική… Έχει σημασία αν η τέχνη δεν εκτίθεται στον κόσμο;…»

Ψάχνοντας πληροφορίες για το Εδιμβούργο, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση είναι ότι στα «αξιοθέατα» της πόλης, βρίσκεται και ένας –εν ζωή και πλήρη δημιουργία, παρακαλώ, και όχι μουσειακός- συγγραφέας. Ο ταλαντούχος Ίαν Ράνκιν. Να σκεφτείτε, υπάρχει ειδικός τουριστικός γύρος που φέρει το όνομα του διάσημου και αγαπημένου μυθιστορηματικού ήρωά του, του επιθεωρητή Ρέμπους, αυτού του ρομαντικού πρωταγωνιστή που παλεύει με τις εκδοχές του κακού.
Δεν κατέκτησε εύκολα αυτόν τον τίτλο ο σκοτσέζος συγγραφέας. Χρειάστηκε να γράψει πολλά βιβλία, η επιμονή χρόνων – ο ίδιος έχει γεννηθεί το 1960 στο Φάιφ της Σκοτίας- μέχρι να έρθει η καθιέρωση και μάλιστα τόσο σαρωτική. Ως πρωταγωνιστικό φόντο των ιστοριών του διάλεξε το Εδιμβούργο, αυτήν την πόλη με τα κάστρα και με το θεαματικό συγγραφικό προηγούμενο μεγάλων –παγκοσμίως- κλασικών της αστυνομικής λογοτεχνίας. Φυσικά είναι και ο τόπος που ζει με την οικογένειά του ο Ράνκιν, οπότε κάθε γωνιά που αναφέρεται στα βιβλία του απ’ αυτό το μέρος, βρίσκει αντίκρισμα στη ρεαλιστική θέαση του κόσμου. Γι’ αυτό και οι ιστορίες του εκτυλίσσονται σε πραγματικό χρόνο. Ο θρυλικός ήρωάς του, Ρέμπους, αποσύρθηκε, μάλιστα, στα 60 του χρόνια, όπως συνταξιοδοτούνται κανονικά οι αστυνομικοί επιθεωρητές στο Εδιμβούργο, στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του «Τελευταίο τραγούδι για τον Ρέμπους». Έχει αφήσει, ωστόσο, ανοιχτό το τέλος του βιβλίου και δεν αποκλείεται να επιστρέψει ο τόσο γοητευτικός νουάρ πρωταγωνιστής του.
Στο τελευταίο του βιβλίου που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη, με τίτλο «Με τις πόρτες ανοιχτές», ο Ίαν Ράνκιν δεν ακολουθεί καμία έτοιμη συνταγή αστυνομικού μυθιστορήματος. Πλέκει μια ιστορία που έχει να κάνει με την Τέχνη, την έκθεσή της στο κοινό και φυσικά το εμπόριό της. Ο κεντρικός του πρωταγωνιστής Μάικ Μακένζι, ένας προγραμματιστής που βρέθηκε την κατάλληλη εποχή στη θέση που έπρεπε και απολαμβάνει πια έναν άνευ προηγουμένου για τον ίδιο πλούτο, θα βρεθεί πολύ άσχημα μπλεγμένος, μόνο και μόνο επειδή ενέδωσε στο συλλεκτικό του πάθος του για έναν πίνακα ζωγραφικής. «…Είμαστε κάτι σαν Ομάδα Α για τα περιφρονημένα έργα τέχνης…». Η μορφή που απεικονίζεται στο έργο, μοιάζει με τη γυναίκα που εκείνος έχει ερωτευτεί, αλλά δεν έχει καν τολμήσει να κατακτήσει. Ο ανεκπλήρωτος ερωτικός του πόθος μαζί με τη συλλεκτική απληστία δύο ακόμη φίλων του –και συνεργών του πια- θα τον βάλουν σε μπελάδες, καθώς θα χειραγωγηθεί εν αγνοία του σε μια σειρά εγκληματικών πράξεων, υποκινούμενων τάχα μου από ρομαντισμό για την Τέχνη. «…Επαναπατρισμός κάποιων απ’  τα αιχμάλωτα έργα τέχνης…Θα είμαστε μαχητές της ελευθερίας…». Η αλήθεια απέχει μακράν, φυσικά. Θα το μάθει όταν θα είναι πια αργά. «…Έπειτα υπενθύμισε στον Άλαν ότι στο Εδιμβούργο είχε ανατραφεί ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, κι ότι το δημιούργημα του Ντόιλ, ο Σέρλοκ Χολμς, είχε μιλήσει πολύ σωστά όταν είπε ότι, αν απαλείψεις όλα τ’ άλλα, αυτό που μένει, όσο απίστευτο κι αν μοιάζει, δεν μπορεί παρά να είναι η αλήθεια…».

Τα ψυχογραφήματα των ηρώων του Ράνκιν είναι υποδειγματικά και σε πλήρη αρμονία με το ξετύλιγμα της πλοκής στην οποία δεν συμβαίνει τίποτα εις βάρος ή ερήμην της στα έργα του σκοτσέζου συγγραφέα. Στην προκειμένη περίπτωση, απωθημένα από την εφηβική ηλικία του Μακένζι υποσκάπτουν τη συνειδησιακή του ακεραιότητα και τον φέρνουν χωρίς ενδοιασμούς να συνεργάζεται με τον υπόκοσμο, ζητώντας κατά κάποιον τρόπο την αποδοχή από τον κύριο εκφραστή του στο κλειστό τοπικό επίπεδο του Εδιμβούργου, τον Τσιμπ Καλογουέι. Τον τυπά εκείνον που στην εφηβεία τους είχε ξεκινήσει από το να είναι ο νταής του σχολείου τα πρώτα του βήματα προς την εγκληματικότητα. Κι όλα αυτά για να γλιτώσει από την πλήξη του ο Μακένζι, νέος και ωραίος και πλούσιος και δυνατός. Για να νιώσει πιο ζωντανός, υποκύπτοντας σε μια νέα πρόκληση, θα θυσιάσει την ήρεμη και γαλήνια και ακύμαντη ζωή του για μερικές γερές ενέσεις δράσης και έστω αίσθησης της περιπέτειας. «…Το αίμα του έβραζε και το στόμα του είχε τη δυνατή γεύση της αδρεναλίνης. Έτσι, σκέφτηκε, αισθάνεσαι όταν είσαι ζωντανός. Ένιωθες λες και το νευρικό του σύστημα ήταν συνδεδεμένο με υπερσυμπιεστή…».
Και σε αυτό το βιβλίο του ο Ράνκιν μιλάει για κάτι που γνωρίζει καλά: το Εδιμβούργο. Πραγματικά πλέκει το μύθο της πόλης του εδώ και μια εικοσαετία και μάλιστα με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο: τη λογοτεχνία. «…Δύο Εδιμβούργα μοιράζονται ένα κοινό νευρικό σύστημα…». Διαβάζοντας τα μυθιστορήματά του ο αναγνώστης βυθίζεται στην υποβλητική ατμόσφαιρα που μαεστρικά στήνει ο ίδιος. Οι ήρωές του περιβάλλονται από μια αχλύ που ξεπροβάλει από τους δρόμους του Εδιμβούργου, τις σκοτσέζικες παμπ, τις αποβάθρες του λιμανιού, τα πράσινα πάρκα και την εξωτερική αταραξία της πόλης. «…Και πάλι, όλα πολύ ήρεμα και μεθοδικά… Το Εδιμβούργο ήταν τέτοιου είδους πόλη. Μπορούσες να ζήσεις όλη σου τη ζωή και να μην πάρεις είδηση τι άλλο συνέβαινε ακόμα κι αν συνέβαινε στη διπλανή πόρτα…». Εκεί που φαίνεται ότι δεν μπορεί να συμβεί τίποτα, υπάρχει ένα υπόστρωμα της πόλης –αυτό του υποκόσμου- που κινείται παρασκηνιακά, στο περιθώριο και πάντα κάποιος αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Τα εγκλήματα επιζητούν λύση, αλλά στα μυθιστορήματα του Ράνκιν προέχει η απόλαυση της ιστορίας. Το έγκλημα είναι σαν να μπαίνει κατά κάποιον τρόπο σε δεύτερο πλάνο, προκειμένου να φωτίζονται επαρκώς οι γύρω γύρω συνθήκες, οι κοινωνικές και οικονομικές, καθώς και οι ψυχολογικοί παράμετροι που οδηγούν τους ανθρώπους στην παρανομία. «…Το πρόβλημα με την παρακολούθηση ήταν ότι, ακόμα κι αν ήξερες ότι σε παρακολουθούν, δεν ήταν δυνατό να ξέρεις πάντα ποιοι σε παρακολουθούν…».