Η …ανοξείδωτη αφήγηση μιας «διαβρωμένης» γενιάς

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο, 4/10/2008)

"...Αυτοαναλύομαι κι αισθάνομαι ότι καταχωρώ επίσημα τους εφιάλτες μου και σαν να τους παγώνω σε μια αβλαβή αφήγηση, άμεσα ελεγχόμενη απ' τον εγκέφαλό μου..."


Ένα σπάνιο μέταλλο λογοτεχνικής φωνής -εκείνο της Μάρως Δούκα που αρθρώνεται μέσα από το χαρακτήρα της Μυρσίνης Παναγιώτου στο βιβλίο «Η αρχαία σκουριά» το οποίο και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάτακη, αναθεωρημένο- σχεδόν τριάντα χρόνια μετά από τότε που πρωτοακούστηκε (1979), αντηχεί ξεκάθαρο, με μια δυναμική που συγκινεί σήμερα. Η πρώτη του έκδοση με βρήκε μόλις ενός έτους, οπότε λίγο δύσκολο να το είχα ανακαλύψει εγκαίρως. Η υποδοχή του ήταν θερμή τότε από αναγνωστικό κοινό και κριτικούς, εύλογα. Άλλη εποχή τότε* δεν εκδίδονταν βιβλία χωρίς σοβαρό λόγο. Σήμερα, μπορεί να εκδίδονται, αλλά δεν ζουν βιβλία χωρίς σοβαρό λόγο, αν κατορθώσουν και γεννηθούν ή δεν ανακαλύπτονται, εύκολα, βιβλία που διαθέτουν σοβαρό λόγο. Το μυθιστόρημα αυτό της Μάρως Δούκα με έκανε να σκεφτώ για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και τον προσανατολισμό της. Δεν θα κατηγορήσω το σήμερα, αλλά θα δηλώσω μια μεγάλη του έλλειψη: να μαγεύει και να καθηλώνει με το απλό υλικό της ανθρωπιάς* της ευάλωτης, τρωτής ανθρώπινης φύσης που δεν έχει άλλο μέσο αντίδρασης και αντίστασης στους καιρούς και τον καιρό, παρά να δηλώνει, με σθένος, την αδυναμία της να κατανοήσει τον εαυτό της και τον κόσμο γύρω της. Γι’ αυτό είναι Μυθιστόρημα το βιβλίο της Μάρως Δούκα. Η φωνή της ηρωίδας της αυτό πότε το ψιθυρίζει από μέσα της και πότε ουρλιάζει, «…Κι εγώ απέκτησα τη συνήθεια να μιλώ διαρκώς μέσα μου, καθώς οι αποτυχημένοι που δεν το παραδέχονται…». Είναι μυθιστόρημα αυτό το βιβλίο –με τίποτα δεν θα το έλεγα πολιτικό μυθιστόρημα κι ας βιώνει (κριτικά εντούτοις) τόσο έντονα η αφηγήτρια τη μάταιη, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, συνθηματολογία της εποχής , αλλά και τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του τόπου στη σύγχρονη εποχή- γιατί κρατά τον αναγνώστη σε μια διαρκή επαγρύπνηση κι αμφιβολία. Αυτό δεν είναι το κέρδος –και της ανάγνωσης- ενός μυθιστορήματος; Αυτό είναι και το μέγιστο πλεονέκτημα του κειμένου: η αμφιβολία* μέσω της συνεχούς αναίρεσης αυτού που συμβαίνει, αυτού που γνωρίζουμε, αυτού που φτιάχνει ως δεδομένου η Μάρω Δούκα κάθε φορά, αν και ο πυρήνας της παραμένει ακραιφνής και σταθερός. «…Ωστόσο ήμουν με τη Δημοκρατία…». Είναι δηλαδή με τον άνθρωπο πάντα η ηρωίδα της, με τον άνθρωπο που έχει ανάγκη ψυχολογική, συναισθηματική, τέλος πάντων συμπόνιας και ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό και η οπτική της, αν και προέρχεται από το ίδιο άτομο συνεχώς, αλλάζει αντικείμενο με την κοινή συνισταμένη να βλέπει πέρα από τα προφανή. «…Θυμήθηκα εκείνα τα πληχτικά βράδια, τα κρύα σαν ταφταδένια μεσοφόρια, και την κακιά σιωπή, τη βελούδινη…».

Η κριτική και επικριτική ενίοτε χάριν της αφήγησης ματιά της συγγραφέως είναι εκείνη που δημιουργεί όλη την ένταση του κειμένου. Φυσικά με την απόλυτη προσφορά των υπηρεσιών της γλώσσας σε αυτό το σκοπό. Λέξεις χυμώδεις, κάποιες απ’ αυτές σήμερα ξεχασμένες, ενορχηστρωμένες σε μια ροή αφοπλιστική
. «…Το ‘χα ρίξει και λίγο στην πλάκα, γιατί ξαφνικά αισθανόμουν εκτεθειμένη απ’ όλες τις μπάντες…». Η εκτεθειμένη αυτή νέα γυναίκα στα βλέμματα όλων διαθέτει μιαν ακράδαντη άμυνα: τη δυνατότητα να ξεδιπλώνει μέσα της την προσωπική της αφήγηση, χωρίς ενδοιασμούς και προκαταλήψεις. Γι’ αυτό και η «αφήγηση» της Μυρσίνης γίνεται και η αφήγηση μιας ολόκληρης γενιάς –πολύ περισσότερο τώρα που πέρασε ο καιρός και αποδείχθηκε περίτρανα ότι η αμφιβολία της νίκησε τα στεγανά και τις βεβαιότητες των άλλων- που ταλαιπωρήθηκε, αγωνίστηκε, συμμάχησε, συμβιβάστηκε και τελικά πρόδωσε και προδόθηκε. «…Κάθε μέρα και περισσότερο σιγουρευόμουν ότι θα περπατήσω χωρίς τα δεκανίκια που ο καθένας μου δάνειζε για δική του αποθέωση…».
Λέω στον τίτλο «ανοξείδωτη» την αφήγηση της Μάρως Δούκα, γιατί δεν έπιασε σκουριά.
«…Τελικά εμένα ποιος με φαντάστηκε;…». Είδε τον κόσμο με απέραντη αναρώτηση και αμφιβολία και δεν βγήκε χαμένη. Παραδέχτηκε την αδυναμία της η ηρωίδα για να φτάσει τριάντα χρόνια μετά και η φωνή της να είναι στεντόρεια. Αυτή είναι η δύναμή της: η παραδοχή της αδυναμίας της να είναι αυτό που οι άλλοι προσδοκούν ή που ίσως προσδοκά και η ίδια. «…πάντα με πονούσε η ευκολία μου να καταλαβαίνω τους άλλους κι η δυσκαμψία μου να τους ανέχομαι…». Ο τρόπος που περιδιαβαίνει τα χρόνια η συγγραφέας (από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη Χούντα και τη Μεταπολίτευση) με τις ιστορίες της για τόσους πολλούς ανθρώπους που εμφανίζονται στο βιβλίο ως στοιχείο της αφήγησης και όχι ως δρώντες χαρακτήρες, αποτελούν ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό «σκανάρισμα» της αλήθειας της εποχής και των ανθρώπων της. «…Ήταν κι η εποχή που μας έδενε τότε…».
Είναι το στιλ της και το ύφος της που κάνουν τόσο ελκυστικό το παρελθόν, λες και το έχεις βιώσει ο ίδιος, ακόμη κι αν η ηλικία σου δεν του το επιτρέπει. Η ένταση της γραφής –το επαναλαμβάνω- γίνεται ένταση της ανάγνωσης και «διαβάζεις» από την αρχή το «εσωτερικό» σου βιβλίο, ιδωμένο από τη μεριά την ηρωίδας της «αρχαίας σκουριάς». Συνειδητοποιείς ότι φέρεις ψήγματά της ως κληροδότημα προγονικό* ένας λόγος παραπάνω για να ξαναδείς τη γενιά που διαβρώθηκε μπροστά στα μάτια σου με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, με τα μάτια των ανθρώπων που τους «έκανε πέρα η Ιστορία».
«…γενικά ο πόνος ήταν γλυκός σαν να περιδιαβάζαμε σ’ άφατες ομορφιές, αγκαλιαζόμαστε παραδομένοι σ’ εξαίσιες χαμένες νίκες…».
Αυτό το μυθιστόρημα έχει περιεχόμενο σφύζον και σοβαρό –πολιτικό με την έννοια όχι της πολιτικής, αλλά της Πολιτικής στη σκέψη να αμφιβάλλεις για να είσαι ζωντανός, γι’ αυτό μένει και το ίδιο τόσο ζωντανό- και καταφέρνει και κάτι άλλο καίριο για το σήμερα: να σου καθαρίσει το αναγνωστικό πεδίο και την κριτική σκέψη για το τι είναι λογοτεχνία. Σκέφτομαι ότι αν αυτό το βιβλίο κρινόταν με όρους μιας σύγχρονης (και σκουριασμένης κάποτε) κριτικής –που κι αυτή είναι καθρέφτης της λογοτεχνίας που γράφεται- δηλαδή αν έχει πλοκή, χαρακτήρες, δομή και άλλους τέτοιους «τυφλοσούρτες», ε, δεν θα ανταποκρινόταν στις «προδιαγραφές» της. Αλλά έλα όμως που σε καθηλώνει ως αναγνώστη, σε πιάνει από το λαιμό και σε καθίζει στο σκαμνί της σκέψης σου να αναρωτηθείς τι μετράει περισσότερο: η ουσία ή το λογοτεχνίζον περιτύλιγμα μιας έτοιμης σκέψης, το χρυσάφι ή η αρχαία σκουριά που το τυλίγει.
«…Πέρα απ’ την ηθική μου δικαίωση, σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, ότι άντεξα στα βασανιστήρια, άλλα στηρίγματα δεν είχα…».